Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣΤον ποταμόν της Εκκλησίας τον χρυσόρειθρον

και ευσεβείας την κιθάραν την χρυσόφθογγον

τον Χρυσόστομον αινέσωμεν Ιωάννην.

Χρυσουργία γαρ του λόγου κατεχρύσωσε
τας καρδίας των πιστών και τα νοήματα
τούτω λέγοντες, χαίρε Θείε Χρυσόστομε

        Είναι πραγματικά δύσκολο, αγαπητοί Χριστιανοί, σχεδόν ακατόρθωτο, μέσα σε λίγα λεπτά να καταφέρεις να δώσεις έστω και μια αμυδρά εικόνα, να μπορέσεις να σκιαγραφήσεις  μια αγία μορφή, να αναφερθείς σε μια αφάνταστα μεγάλη προσωπικότητα σαν αυτή που η Εκκλησία μας σήμερα τιμά.
          Μέγας, μέγιστος πατήρ της Εκκλησίας, όσιος Ποιμένας και Ιεράρχης,   οικουμενικός  διδάσκαλος  και φωστήρας της οικουμένης. Πώς θα μιλήσουμε για τον χρυσόρειθρο ποταμό  της Εκκλησίας  και την χρυσόφθογγο της ευσεβείας κιθάρα και δεν θα  αδικήσουμε; Πώς θα ανοίξουμε το στόμα μας εμείς οι ελάχιστοι απέναντι στην καλλικέλαδο του Ιερού άμβωνος αηδόνα; Όμως  παρά τις αδυναμίες μας, παρά του ότι, νάνοι εμείς  καταπιανόμαστε με γίγαντα  δεν μπορούμε να μην σημειώσουμε έστω ελάχιστα για τον αστέρα τον παμφαή που και σήμερα αν και πέρασαν 16 αιώνες απ΄ την  οσιακή κοίμηση του συνεχίζει να ρίχνει άπλετο φως  στα σκοτεινά μονοπάτια της πονεμένης ανθρωπότητας  της 3ης χιλιετηρίδας .
            Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Χρυσός όχι μόνο στη γλώσσα μα και στο νου και στην καρδιά  και στην ψυχή. Μια ζωή γεμάτη φως, γεμάτη αλήθεια .δράση, αγώνα ,αγάπη, συμπόνια, ηθική ανωτερότητα, ψυχικό μεγαλείο, άφθαστη πνευματική διαύγεια και λόγο θεόπνευστο. Μια ζωή που πέρασε μέσα από συμπληγάδες. Μια ζωή χωρίς συμβιβασμούς, χωρίς υποτελικό σκύψιμο, μια ζωή μόνο φως. «Πανηγυρίζει γαρ ο ουρανός άνωθεν ,αναφέρει σ’ έναν εγκωμιαστικό του λόγο στον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, και οι εν τω ουρανώ άγγελοι και μακάριοι, έχοντες εν μέσω αυτών την αγγελοειδή ψυχήν και το μακάριον πνεύμα του θείου Χρυσοστόμου, ολολαμπές και ολόφωτον και από κάθε μέρος εκλάμπον τας μαρμαρυγάς και ελλάμψεις της θείας μακαριότητος. Πανηγυρίζει δε και η γη, κάτωθεν, και πάντες οι εν τη γη άνθρωποι, έχοντες το ζωομύριστον και ιερόν και θαυματόβρυτον αυτού λείψανον και απολαμβάνοντες εξ αυτού, καθ’ εκάστην και πλουσίας τας χάριτας των θαυμάτων και ιαμάτων. Και ούτω γίνεται ,σήμερον, μία κοινή χαρά και μία παγκόσμιος πανήγυρις του ουρανού ομού και της γης και των αγγέλων άμα και των ανθρώπων».
          Κοινή λοιπόν χαρά του ουρανού και της γης  η σημερινή εορτή. Συνεορτάζει η εν τω ουρανώ θριαμβεύουσα Εκκλησία μαζί με την επί γης στρατευομένη. Τιμά και δοξάζει και καυχάται για τον μέγα εν ιεράρχαις, τον υψιπέτη αετό που με τα υπερφυσικά και επουράνια χαρίσματα του ανεδείχθη όντως «ο ποιμήν ο καλός» ο οποίος «την ψυχήν αυτού έθεσε υπέρ των προβάτων».
          Αλήθεια, αγαπητοί Χριστιανοί, ποιος θα περίμενε  από ένα καλομαθημένο πλουσιόπαιδο της Αντιόχειας ,από ένα μοναδικό κληρονόμο αξιοζήλευτης περιουσίας  και γόνο ένδοξης αριστοκρατικής γενιάς  ν’ αψηφήσει τα πάντα, να απομακρυνθεί από περιουσίες και δόξες  και ν΄ αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Χριστό ; Ποιος θα περίμενε από ένα δεινό ρήτορα και πετυχημένο δικηγόρο της εποχής ν’ απαρνηθεί τον κόσμο και να τρέχει στα σπήλαια και τις  ερημιές  για να επικοινωνήσει με το Θεό, ένα Θεό που οι ειδωλολάτρες της εποχής  χλεύαζαν και όσοι πίστευαν σ’ Αυτόν ήσαν οι πλέον παρανοϊκοί! Ποιος θα περίμενε ότι μια εικοσάχρονη χήρα, η Ανθούσα, θα κατόρθωνε μόνη της να  οικοδομήσει ένα τόσο λεπτό πνεύμα και ένα τόσο ευαίσθητο χαρακτήρα  στο νεαρό γιο της, ώστε και αυτοί οι ειδωλολάτρες να θαυμάζουν και να ομολογούν όπως ο ρητοροδιδάσκαλος Λιβάνιος «Πω, πω! τι θαυμάσιες γυναίκες υπάρχουν στους Χριστιανούς!». Πολλοί έκριναν τις επιλογές του αυτές κατώτερες από την αξία του .Ο ίδιος όμως έκρινε τον εαυτό του κατώτερο από τα μεγαλεία του Θεού που κλήθηκε να διακονήσει . Οι περιστάσεις και η ιστορία τους διέψευσε όλους. Οι πρώτοι διαψεύστηκαν γιατί στο πρόσωπο του η Εκκλησία απέκτησε τον ποιμένα τον καλόν που στέκεται στο πλευρό του ποιμνίου του κάθε στιγμή και είναι έτοιμος να δώσει τα πάντα γι’ αυτό. Ο ίδιος διαψεύστηκε γιατί όχι μόνο διακόνησε την Εκκλησία με σωφροσύνη και αυταπάρνηση μα έγινε και μέτρο σύγκρισης και δόξα αιώνια της θείας μεγαλοσύνης.
          Το 385 τον συναντάμε πρεσβύτερο στην Αντιόχεια να διαπρέπει στον άμβωνα με πύρινους λόγους και να πρωτοπορεί στα έργα αγάπης. Καθημερινά χιλιάδες ανήμπορων και πεινασμένων εύρισκαν κοντά του ανακούφιση και θαλπωρή. Και να σημειώσουμε ότι το σκέφτηκε πολύ προτού αποφασίσει να πει το ναι στις προτάσεις που του γίνονταν για να χειροτονηθεί κληρικός. Όχι βέβαια πως δεν του άρεσε ούτε όπως σήμερα που θεωρούν υποτιμητικό το να γίνει κάποιος κληρικός μα επειδή θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο για ένα τόσο υψηλό υπούργημα.
          Αργότερα και πάλι παρά τη θέληση του, για τη δόξα της Εκκλησίας, τοποθετείται Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Εδώ κυριολεκτικά τον απήγαγαν οι ίδιοι οι Χριστιανοί και τον μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη. Την Βασιλεύουσα των πόλεων που απεδείχθη γι’ αυτόν ο τόπος της δόξας του μα και του Γολγοθά του. Οι φροντίδες του όλο και πλήθαιναν. Κι αυτός τελειομανής, δεν έδινε «ύπνον τοις κροτάφοις» του για να τα προλάβει όλα.
          Διοικητικές, ποιμαντικές, κατηχητικές, κοινωνικές, απολογητικές οι μέριμνες του. Όγκος δουλειάς κι αυτός με το βλέμμα πάντα στραμμένο στο τέλειο και προπαντός το κεφάλι ψηλά.
          Στο κηρυκτικό έργο υπήρξε δεινός και άοκνος ρήτορας. Οι χαρακτηρισμοί  του σαν «χρυσή λύρα του Αγίου Πνεύματος» και ποταμού χρυσορρήμονος, είναι οι πλέον κατάλληλοι για να αποδώσουν σ΄  αυτόν την δεινότητα και του πνεύματος και του λόγου. «Όταν κήρυττε, τα λόγια του, οι παραστατικές εικόνες, και καταπληκτικές συγκρίσεις, ενώπιον των ακροατών του ,ήταν ο λόγος που τον άκουγαν με προσοχή και με κομμένη την αναπνοή σαγηνευμένοι από την μαγεία των λόγων του, εξ αιτίας των οποίων μερικές φορές ξεσπούσαν σε χειροκροτήματα» (Βλέπε Πρακτικά ΙΣΤ.Θεολογικού Συνεδρίου Ι.Μ.Θες/νίκης σελ.90 ).
          Στο έργο της διακονίας του ποιμνίου του ούτε λύγιζε, ούτε φοβόταν, ούτε υποχωρούσε, ούτε συμβιβαζόταν με τίποτε. Δεν υπολόγιζε κανέναν, όταν διαπίστωνε ότι η αδικία έπνιγε τη δικαιοσύνη. Δεν λογάριαζε ούτε αυτούς ακόμα τους αυτοκράτορας. Τα ΄βαλε με την αυτοκράτειρα Ευδοξία για την αδικία την σκληρότητα και τη ματαιοδοξία της και φυσικά κατάληξε στην εξορία. Ο λαός ο οποίος τέτοιο αρχιερέα ζητούσε επαναστατεί .Επιστρέφει και αλύγιστος συνεχίζει το έργο του ,χωρίς να πτοηθεί, χωρίς «να βάλει νερό στο κρασί του». Τα βάζει για μια ακόμη φορά με την αυτοκράτειρα και εξορίζεται ξανά. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια με τα οποία άρχισε μια ομιλία του τον Ιούνιο του 404  στη μνήμη του Γενεσίου του Τιμ.Προδρόμου : «Πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται, πάλιν ταράττεται πάλιν ορχείται, πάλιν ζητεί την κεφαλήν Ιωάννου επί πίνακι». Λόγια που ελήφθεισαν ως έμμεσες βολές κατά της Ευδοξίας για την απαράδεκτη ζωή της, με αποτέλεσμα οι  στρατιώτες που θα τον οδηγούσαν και πάλι στην εξορία να πάρουν την εντολή «όσο πιο μακριά μπορείτε».  Εκεί πλέον ασθενής, ταλαιπωρημένος, εξαντλημένος μα ευτυχισμένος και χαρούμενος, στις 14 Σεπτεμβρίου του40, παραδίδει την αγία ψυχή του σ’ Αυτόν που τόσο αγάπησε και στον οποίο τόσα και τόσα πρόσφερε. Τερμάτισε  την επίγεια ζωή του στα Κόμανα του Πόντου ψελλίζοντας τα λόγια «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν». Η εκκλησία μας τιμά την μνήμη του στις 13 Νοεμβρίου για να μην συμπίπτει με την μεγάλη εορτή της Υψώσεως του Τιμ. Σταυρού .
          Γενικότερα όπως μας αναφέρει  ο άγ.Νικόδημος  ο Αγιορείτης, ο ι. Χρυσόστομος  υπήρξε :
Α). Επίγειος Άγγελος. Έζησε αληθινά ισάγγελο ζωή. Ζωή ασκήσεως, προσευχής, αγρυπνίας .
Β). Απόστολος. Αφού με την πάγχρυσον του διδασκαλίαν ,εσαγήνευσε τόσους τόπους και τόσα έθνη .
Γ). Προφήτης.
Δ). Μάρτυρας. Αφού τόσα και τόσα μαρτύρια υπέστη και τόσα έπαθε και εις την εξορίαν απέθανεν για χάρη του Χριστού .
Ε). Ιεράρχης και διδάσκαλος της Εκκλησίας .
ΣΤ). Ρήτορας και εξηγητής των Γραφών.
Ζ). Θαυματουργός
Η). Κήρυκας της Μετανοίας .
Ι). Ελεήμων
ΙΑ).Φίλος  άκρος  και γνήσιος της Θεοτόκου .
          Αγαπητοί Χριστιανοί .
          Η δεύτερη εξορία του εν αγιοις πατρός ημών  Ιωάννου του Χρυσοστόμου και ο θάνατος του στα Κόμανα του Πόντου υπήρξε και αιτία σχίσματος ανάμεσα στους Χριστιανούς. Οι  «Ιωαννίτες» ήταν μια δυναμική ομάδα που απαιτούσαν την αποκατάσταση του Χρυσοστόμου έστω και μετά τον θάνατον του. Δυστυχώς προδότες ιεράρχες και κληρικοί (ανέκαθεν υπάρχουν) δεν ικανοποιήθηκαν ούτε με το θάνατο του και έλεγαν ότι αποκαθιστώντας την μνήμη του Χρυσοστόμου είναι σαν να αποκαθιστούμε και τον Ιούδα. Σε τέτοιο σημείο φτάνουν πολλές φορές τα πάθη και οι εμπάθειες. Το σχίσμα τελικά, απεφεύχθη και στις 27 Ιανουαρίου, είναι μια μέρα δεύτερης γιορτής για τον Άγιο μας- το 438 επαναφέρεται το σεπτό λείψανο του Ιωάννου απ’ τα Κόμανα στην Κωνσταντινούπολη με πολλές τιμές, παλλαϊκή συμμετοχή και πρωτοφανείς εκδηλώσεις τιμής, αγάπης και βαθυτάτου σεβασμού στον αδικημένο ιεράρχη. Ο Θεοδόσιος ο Β’  υιός της  Ευδοξίας, υποδέχεται το φέρετρο με το σεπτό σκήνωμα του μάρτυρος Ιεράρχου με τα εξής λόγια: «Στον Οικουμενικό Πατριάρχη διδάσκαλο και πνευματικό πατέρα Ιωάννη τον Χρυσόστομο,  Θεοδόσιος Βασιλεύς. Έχοντες τη γνώμη ότι το νεκρόν σου σώμα πρέπει και αξίζει να βρίσκεται ανάμεσα στους άλλους πατριάρχας, Πάτερ τίμιε, θελήσαμε να το φέρουμε πίσω και να αναγνωρίσουμε ότι αμαρτήσαμε. Αλλά  Πάτερ τιμιότατε, συγχώρεσε μας, που τώρα ζητάμε συγγνώμη, εσύ που δίδαξες την μετάνοια και στα παιδιά σου που αγαπούν τον πατέρα τους και ελπίζουν σ’ αυτόν χάρισε την ευφροσύνη με την παρουσία σου».
          Αυτού τις ικεσίες και τη συμπάθεια και την ενδυνάμωση και τον φωτισμόν     αιτούμεθα και εμείς αγαπητοί αδελφοί, ώστε να μπορέσουμε να κατανοήσουμε ιδιαίτερα σήμερα, στην εποχή του συμβιβασμού  και της υποτέλειας, στην εποχή των ψεύτικων θεών και των ρηχών προτύπων τι σημαίνει χρέος, τι σημαίνει καθήκον, τι σημαίνει να έχεις ψηλά το κεφάλι και να μην το σκύβεις δουλικά κλείνοντας τα μάτια, όταν έρθει η ώρα, όταν χρειαστεί να δώσεις μαρτυρία Χριστού. Αυτά είναι και πρέπει να είναι τα πρότυπα μα και όχι ότι σάπιο μας παρουσιάζουν…..        οι μεγάλοι αδελφοί μας .
Αυτό σημαίνει …Χριστιανός.


Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος



Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος
ΠΩΣ ΜΑΡΤΥΡΗΣΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΣ 

Ελεύθερη απόδοση από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου Καισαρείας Βιβλίο Β'
*****
http://www.impantokratoros.gr/

Οι Ιουδαίοι, επειδή απελπίστηκαν για το σχέδιό που κατέστρωσαν εναντίον του Αποστόλου Παύλου, γιατί αυτός επικαλέστηκε τον Καίσαρα και στάλθηκε στη Ρώμη από τον Φήστο, στρέφονται ενάντια στον Άγιο Ιάκωβο, τον αδελφόθεο, στον οποίο είχε ανατεθεί από τους αποστόλους ο θρόνος της επισκοπής των Ιεροσολύμων. Και εναντίον του, τολμούν το εξής.
Αφού τον οδήγησαν στη μέση, του ζητούσαν να αρνηθεί την πίστη στο Χριστό μπροστά σε όλο το λαό. Επειδή όμως αυτός, αντίθετα με τη γνώμη όλων, μίλησε μπροστά στο πλήθος με ελευθερία και παρρησία, την οποία δεν περίμεναν, και ομολόγησε ότι ο Σωτήρας και Κύριός μας Ιησούς Χριστός είναι Υιός του Θεού, αυτοί δε μπορούσαν πλέον να ανεχτούν τη μαρτυρία του, καθώς άλλωστε πιστεύονταν από όλους τους ανθρώπους ότι ήταν πάρα πολύ δίκαιος εξ' αιτίας της ανωτερότητας της φιλοσοφίας και της θεοσέβειας που έδειχνε στη ζωή του, τον σκοτώνουν, παίρνοντας ως ευκαιρία την έλλειψη εξουσίας, καθώς λόγω του θανάτου του Φήστου αυτή την εποχή στην Ιουδαία, η τοπική διοίκηση είχε μείνει χωρίς άρχοντα και επίτροπο.
Και τον τρόπο του θανάτου του Ιακώβου έχουν ήδη φανερώσει και οι λόγοι του Κλήμεντος που παρατέθηκαν προηγουμένως, ο οποίος ιστορεί ότι τον έριξαν από το αέτωμα του ναού και τον ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου. Και με μεγάλη ακρίβεια ιστορεί τα σχετικά μ' αυτόν ο Ηγήσιππος, ο οποίος ανήκει στην πρώτη διαδοχή των αποστόλων, αναφέροντας στο πέμπτο του Υπόμνημα τα εξής.
«Αναλαμβάνει τη διοίκηση της Εκκλησίας μαζί με τους αποστόλους ο αδελφόθεος Ιάκωβος, ο οποίος ονομάστηκε από όλους δίκαιος, από τα χρόνια του Κυρίου ως τις μέρες μας, επειδή πολλοί είχαν το όνομα Ιάκωβος, αυτός από την κοιλιά της μητέρας του ήταν άγιος∙  Κρασί και οινόπνευμα δεν ήπιε, ούτε κρέας έφαγε, ξυράφι στο κεφάλι του δε χρησιμοποίησε, με λάδι δεν αλείφθηκε και στα δημόσια λουτρά δε λούστηκε.
 Μόνο σ' αυτόν επιτρεπόταν να μπει στα άγια∙  γιατί δε φορούσε μάλλινα άλλα λινά. Και έμπαινε στο ναό μόνος και βρίσκονταν γονατισμένος να ζητά συγχώρεση για το λαό, μέχρι το σημείο να έχουν σκληρύνει τα γόνατά του σαν της καμήλας, επειδή πάντοτε γονάτιζε προσκυνώντας τον Θεό και ζητώντας συγχώρεση για το λαό.
Και για την υπεροχή του στη δικαιοσύνη ονομαζόταν ο δίκαιος και «ωβλίας», το οποίο στα ελληνικά σημαίνει «περιοχή του λαού» και «δικαιοσύνη», όπως και οι προφήτες μαρτυρούν για αυτόν.
Κάποιοι λοιπόν από τις επτά μερίδες του λαού, όπως τις έχω προαναφέρει στα Υπομνήματα, τον ρωτούσαν ποια είναι η θύρα του Ιησού, και απαντούσε ότι είναι ο ίδιος ο σωτήρας. Από αυτά κάποιοι πίστεψαν ότι ο Ιησούς ήταν ο Χριστός.
Και οι μερίδες που προαναφέρθηκαν δεν πίστευαν ούτε στην ανάσταση, ούτε ότι θα έρθει και θα αποδώσει στον καθένα ανάλογα με τα έργα του. Και όσοι πίστεψαν, το έκαναν εξαιτίας του Αγίου Ιακώβου.
«Κι επειδή λοιπόν πίστευαν και πολλοί άρχοντες, θορυβήθηκαν οι Ιουδαίοι και οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι λέγοντας ότι υπάρχει κίνδυνος όλος ο λαός να προσδοκά τον Ιησού. Αφού λοιπόν συγκεντρώθηκαν, έλεγαν στον Ιάκωβο ∙ σε παρακαλούμε, συγκράτησε το λαό, γιατί πλανήθηκε για τον Ιησού, νομίζοντας ότι αυτός είναι ο Χριστός. Σε παρακαλούμε, πείσε όλους, όσοι ήρθαν για την ημέρα του Πάσχα, για τον Ιησού∙ γιατί όλοι πειθόμαστε σε σένα. Πράγματι, εμείς και όλος ο λαός αναγνωρίζουμε ότι είσαι δίκαιος και δεν προσωποληπτείς. 
Πείσε κι εσύ λοιπόν τον όχλο να μην πλανάται για τον Ιησού. Και βέβαια όλος ο λαός και όλοι πειθόμαστε σε σένα. Στάσου λοιπόν πάνω στο αέτωμα του ναού, για να φαίνεσαι καλύτερα από ψηλά και να ακούει όλος ο λαός καλύτερα τα λόγια σου. Γιατί για το Πάσχα είχαν συγκεντρωθεί όλες οι φυλές μαζί με τους εθνικούς.
Έστησαν λοιπόν οι προαναφερθέντες γραμματείς και Φαρισαίοι τον Ιάκωβο πάνω στο αέτωμα του ναού και του φώναξαν και είπαν∙ «δίκαιε, που όλοι οφείλουμε να πειθόμαστε σε σένα, επειδή ο λαός πλανάται ακολουθώντας τον σταυρωμένο Ιησού, πες μας, ποια είναι η θύρα του Ιησού».
Και απάντησε με δυνατή φωνή∙ «Τι με ρωτάτε για τον υιό του ανθρώπου, κι αυτός κάθεται στον ουρανό, στα δεξιά της μεγάλης δύναμης, και πρόκειται να έρθει πάνω στα σύννεφα του ουρανού;».
Κι επειδή πολλοί πείσθηκαν και δόξαζαν για τη  μαρτυρία του Αγίου Ιακώβου και έλεγαν, «ωσαννά στον υιό του Δαυίδ», τότε πάλι οι ίδιοι γραμματείς και Φαρισαίοι έλεγαν μεταξύ τους∙ «λάθος κάναμε και προσφέραμε τέτοια μαρτυρία στον Ιησού∙ αλλά ας ανεβούμε και ας τον πετάξουμε κάτω για να φοβηθούν και να μην τον πιστέψουν».
Και φώναξαν λέγοντας, «ω, ω, πλανήθηκε και ο δίκαιος», και εκπλήρωσαν τη γραφή που βρίσκεται στον Ησαϊα, «ας σκοτώσουμε τον δίκαιο, γιατί δεν τον χρειαζόμαστε∙ λοιπόν, θα γευτούν τους καρπούς των πράξεών τους».
Αφού ανέβηκαν λοιπόν, έριξαν κάτω τον δίκαιο. Και έλεγαν μεταξύ τους∙ «ας λιθοβολήσουμε τον Ιάκωβο τον δίκαιο», και άρχισαν να τον λιθοβολούν, γιατί παρά την πτώση δεν πέθανε∙ αλλά γύρισε και γονάτισε λέγοντας∙ «Σε παρακαλώ, Κύριε Θεέ Πατέρα, συγχώρεσέ τους∙ γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν».
Κι ενώ λοιπόν έτσι τον λιθοβολούσαν, ένας από τους ιερείς, τους γιους του Ρηχάβ, του γιου του Ραχαβείμ, που αναφέρονται από τον Ιερεμία τον προφήτη, φώναζε λέγοντας∙ «σταματήστε∙ τι κάνετε; για σας προσεύχεται ο δίκαιος».
Και κάποιος απ' αυτούς, ένας που κατεργαζόταν υφάσματα, πήρε το ξύλο με το οποίο χτυπά τα υφάσματα και κατάφερε ένα χτύπημα στο κεφάλι του δίκαιου, και έτσι μαρτύρησε. Και τον έθαψαν  στον τόπο δίπλα στο ναό, και η στήλη του ακόμα βρίσκεται δίπλα στο ναό. Αυτός έχει γίνει αληθινός μάρτυρας για τους Ιουδαίους και τους Έλληνες, ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός. Και αμέσως ο Βεσπασιανός αρχίζει να τους πολιορκεί».
Αυτά εκτεταμένα τα αφηγείται και ο Ηγήσιππος συμφωνώντας με τον Κλήμεντα. Τόσο λοιπόν θαυμαστός ήταν ο Ιάκωβος και τόσο φημίζονταν για τη δικαιοσύνη του απ' τους άλλους όλους, ώστε και οι σώφρονες Ιουδαίοι να νομίζουν ότι αυτή είναι η αιτία που αμέσως μετά το μαρτύριό του πολιορκήθηκε η Ιερουσαλήμ, πράγμα το  οποίο δεν τους συνέβη για κανέναν άλλο λόγο, παρά για το ανοσιούργημα που τόλμησαν εναντίον του.
Και φυσικά ο Ιώσηπος δεν δίστασε να το επιβεβαιώσει εγγράφως με τα εξής λόγια∙ «Αυτά λοιπόν συνέβησαν στους Ιουδαίους σαν εκδίκηση για τον Ιάκωβο τον δίκαιο, επειδή ακριβώς τον σκότωσαν οι Ιουδαίοι, αν και ήταν πάρα πολύ δίκαιος».
Και ο ίδιος συγγραφέας, στο εικοστό βιβλίο της Αρχαιολογίας, περιγράφει το θάνατό του, ως εξής∙ «και ο Καίσαρας, όταν έμαθε το θάνατο του Φήστου, στέλνει για έπαρχο της Ιουδαίας τον Αλβίνο. Και ο νεότερος Άνανος, ο οποίος αναφέραμε ότι είχε παραλάβει την αρχιεροσύνη, ήταν θρασύς στο χαρακτήρα και ιδιαίτερα τολμηρός, και ανήκε στην αίρεση των Σαδδουκαίων, οι οποίοι είναι οι πιο σκληροί στις αποφάσεις από όλους τους Ιουδαίους, όπως ήδη το έχουμε αναφέρει. 
Καθώς λοιπόν ήταν τέτοιος ο Άνανος, θεώρησε ότι βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία λόγω του θανάτου του Φήστου κι επειδή ο Αλβίνος ήταν ακόμη στο δρόμο, και συγκαλεί συνέδριο των κριτών και οδηγεί σε αυτό τον Ιάκωβο τον αδελφόθεο, και μερικούς άλλους, και κατηγορώντας τους ότι δήθεν παρανόμησαν, τους παρέδωσε για λιθοβολισμό. 
Όσοι όμως θεωρούνταν ότι ήταν οι πιο επιεικείς στην πόλη και τηρούσαν τους νόμους με ακρίβεια, το έφεραν βαρέως, και στέλνουν κρυφά απεσταλμένο στο βασιλιά, παρακαλώντας τον να στείλει επιστολή στον Άνανο να μην κάνει πλέον τέτοιες πράξεις∙ γιατί ούτε προηγουμένως αυτός δεν είχε πράξει σωστά. Και κάποιοι απ' αυτούς προϋπαντούν τον Αλβίνο καθώς οδοιπορούσε από την Αλεξάνδρεια, και του εξηγούν ότι ο Άνανος δεν είχε δικαίωμα να συγκαλέσει συνέδριο χωρίς τη σύμφωνη γνώμη τη δική του.
Κι ο Αλβίνος πείσθηκε στα λόγια τους και γράφει οργισμένος στον Άνανο απειλώντας τον ότι θα τον τιμωρήσει, και ο βασιλιάς Αγρίππας για αυτό το λόγο του αφαίρεσε την αρχιεροσύνη, που την κατείχε για τρεις μήνες, και τον αντικατέστησε με τον Ιησού, το γιο του Δαμμαίου».

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

ΣΠΟΡΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ


Αποτέλεσμα εικόνας για εξήλθεν ο σπείρων«Εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον αυτού»

          Κάθε χρόνο αυτή την εποχή, την εποχή της σποράς, ακούμε στην Εκκλησία μας να διαβάζεται η γνωστή Ευαγγελική περικοπή «του Σπορέως».
          Βγήκε κάποιος γεωργός για να σπείρει το χωράφι του. Όμως η καρποφορία, σαν ήρθε ο καιρός, δεν ήτανε η προσδοκώμενη. Ένα μέρος του σπόρου έπεσε στα μονοπάτια, και καταπατήθηκε. Ένα άλλο μέρος έπεσε στ’ αγκάθια. Φύτρωσε μεν μα τα’ αγκάθια δεν επέτρεψαν στα φυτά να αναπτυχθούν και να καρποφορήσουν. Τα κατέπνιξαν. Ακόμη σπόρος έπεσε σε γη σκληρή και ακαλλιέργητη, σε γη πετρώδη, και δεν μπόρεσε να φυτρώσει. Μόνο όσος σπόρος έπεσε σε γη καλή, γη καλλιεργημένη, προχώρησε, καρποφόρησε, έδωσε καρπό «εκατονταπλασίονα».
          Αγαπητοί Χριστιανοί.
Την κατάλληλή εποχή, η κατάλληλη διδασκαλία. Μια εικόνα του χτες, μια εικόνα που θα είναι σχεδόν άγνωστη και ακατανόητη στα παιδιά του αύριο, κυριαρχεί στην Δ΄. Κυριακή του Λουκά. Μια εικόνα που μας θυμίζει χρόνια δύσκολα, χρόνια κουρασμένα και φτωχά όπου ο ταπεινός ζευγολάτης, ο σποριάς, ο αγρότης, προσπαθούσε με τον ιδρώτα του προσώπου του να κερδίσει το λίγο ψωμί του. Εικόνα, που σήμερα έχει εκτοπίσει ο μηχανοκίνητος επιχειρηματίας, ο συνδικαλιστής αγρότης, τα παγκοσμιοποιημένα αγροτικά προγράμματα της Ε.Ε.
          Πέρα όμως από όλα αυτά, αγαπητοί Χριστιανοί, η ώρα δεν είναι για αγροτικά σεμινάρια, ούτε για λύση αγροτικών προβλημάτων. Εξ άλλου ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, όσες φορές χρησιμοποίησε τέτοιες εικόνες, είχε κάποιο άλλο, απώτερο σκοπό. Μιλώντας λοιπόν για σπόρους και για καλλιέργειες, αναφέρεται στην καλλιέργεια την πνευματική.
                                                                                                         
Εννοεί το θείο λόγο Του, που είναι ο πλέον δυναμικός σπόρος, και ο οποίος πρέπει να ενσταλάξει στο χωράφι της ψυχής μας για να δώσει τον εκατονταπλασίονα καρπό του.
          «SpÁqor •st´m À kÁcor toË HeoË…». Είναι ο λόγος ο Θεϊκός ο οποίος σπέρνεται στις καρδιές μας για να γνωρίσουμε και να κατακτήσουμε το νόημα της ζωής. Είναι η αναγέννηση ολόκληρης της ζωής. Είναι η μόνη, η αιώνια αλήθεια. Είναι η πλέον πρόσφορη δυνατότητα αναμόρφωσης του «παλαιού ανθρώπου», ο οποίος σπείρετε στην καρδιά μας για να την γονιμοποιήσει, ώστε να παράγει  ήμερους καρπούς αγάπης.
          Αγαπητοί Χριστιανοί.
          Ο λόγος του θεού, σπόρος δυναμικός και ,αναγεννητικός, σπόρος   πρωτόγνωρος, πρωτότυπος, ζωογόνος, Χριστοκεντρικός, και δεν έλειψε από την Εκκλησία μας, και είναι εντολή του Κυρίου Ιησού Χριστού να σπείρετε «εν παντί τόπω και χρόνω». «Πορευθέντες εις  τον κόσμον άπαντα, μαθητεύσατε πάντα τα έθνη».
Ο λόγος του Θεού είναι το κήρυγμα της Εκκλησίας μας, είναι η διδασκαλία της, είναι το καλό μήνυμα, το μήνυμα της σωτηρίας που συνεχώς μας προσφέρει. Είναι ο λόγος της, που βέβαια δεν είναι λόγος ανθρώπινος. Δεν εξαρτάται από τη σοφία και την ευγλωττία ανθρώπων. Είναι σοφία, είναι δύναμη, είναι ενέργεια  Θεού.
Ο λόγος του Θεού , το κήρυγμα, είναι ακόμη το όπλο της Εκκλησίας. Όπλο, όχι βέβαια για να καταστρέφει, αλλά για νικά τις δυνάμεις του σκότους. Για να αμύνεται στους πολυποίκιλους εχθρούς, στους προκατειλημμένους κατηγόρους της, στους κακοήθεις λασπολόγους, στους «κρυφοδαγκανιάρηδες σκύλους» κατά τον Φώτη Κόντογλου. Είναι η «δίστομος ρομφαία», που επιδέξια κόβει και θεραπεύει θανατηφόρα. μορφώματα. Είναι ο λόγος, που μιλά τη γλώσσα της Εκκλησίας, λέει τις απόψεις της, μεταφέρει και διακηρύσσει την από αιώνων διαφυλαχθείσα αλήθεια, στις ημέρες μας. Είναι η αντίσταση της στον κάθε είδους πόλεμο που δέχεται.
          Χρέος λοιπόν όλων μας η «σπορά του λόγου». Υποχρέωση μας ο λόγος του Θεού το μήνυμα το καλό να φτάσει στις καρδιές όλων να ριζώσει, να βλαστήσει, να φουντώσει, να καρποφορήσει να δώσει «εκατονταπλασίονα» καρπό .
Οι ποιμένες έχουν χρέος, έχουν υποχρέωση ιερή να σπέρνουν στις καρδιές το λόγο του Θεού. Είναι απαραίτητο να αγωνίζονται και οφείλουν να προσφέρουν αμόλευτο, ασυμβίβαστο, δυνατό, αμυντικό και απολογητικό στον πόλεμο, ελεγκτικό στην αμαρτία, ορθόδοξο το κήρυγμα.
Οι ποιμενόμενοι έχουν χρέος να έχουν ανοιχτή ψυχή και αυτιά. Ν’ αφήνουν να πέφτει ο σπόρος σε γη αγαθή. Να βρίσκει έδαφος πρόσφορο, χώμα γόνιμο, για να μπορεί να ριζώνει. Πρέπει να κατανοήσουν ότι δεν πρόκειται για λόγια ανθρώπων αλλά για λόγο θεού, στον οποίο όλοι έχουμε χρέος να δείξουμε εμπιστοσύνη και να σκύψουμε το κεφάλι. «Λάλει Κύριε και ο δούλος ακούει», πρέπει να είναι η καθημερινή μας στάση απέναντι στο θείο λόγο.
          Αγαπητοί Χριστιανοί.
          Η σημερινή Κυριακή, η Κυριακή «του Σπορέως», είναι και η ημέρα της επίσημης έναρξης του κηρυκτικού, του διδακτικού, έργου της Εκκλησίας μας, μέσα στην νέα εκκλησιαστική χρονιά που από 1ης  Σεπτεμβρίου άρχισε. Σοφά και συμβολικά η Εκκλησία μας διάλεξε αυτή τη μέρα, αυτή τη Κυριακή, αυτή την Ευαγγελική περικοπή για την ανακύκληση του μεγάλου, του σπουδαίου αυτού έργου για την σπορά στη ψυχή του ανθρώπου, τη γονιμοποίηση της, την καρποφορία της, την αναγέννηση της.
          Η αλήθεια βρίσκεται στη γη, και θρέφει καθημερινά την ανθρώπινη ψυχή. Είναι ο Χριστός, που πήρε δούλου μορφή, και έσπειρε σαν άριστος σποριάς το θείο λόγο. Και τον έσπειρε απλά, δυνατά, καθαρά, ζωντανά. Με ένα του λόγο ανάσταινε νεκρούς. Με μια του φράση, αποκάλυπτε τα μυστικά του ουρανού στη γη. Με μια του κίνηση έδινε ζωή. Κάθε του σχέση ζωογονούσε.
Παρ’ όλα αυτά, ο κόσμος, στην πλειοψηφία του, ακόμα δεν θέλησε το δυνατό, το ζωντανό, τον ασυμβίβαστο λόγο του Θεού. Κρατάει , εμμένει, αναπαύεται, ευχαριστείται, με τον ψεύτικο, τον αδύναμο, τον παραπλανητικό, το λαοπλάνο, το νεκρό, ανθρώπινο λόγο. Εξακολουθεί να πιστεύει στο μύθο, στην ψευτιά, στην ουδέποτε υλοποιούμενη υπόσχεση, στη φαντασίωση, στον ορθολογισμό. Πιστεύει στους δημαγωγούς και τους εκμαυλιστές, παρά στους Ευαγγελιστές.
          Έτσι λοιπόν αγαπητοί Χριστιανοί.
          Για να ξεφύγουμε απ’ αυτά τα άγονα μονοπάτια και τα γεμάτα πέτρες χωράφια. Για να ξεριζώσουμε τα βλαπτικά αγκάθια που μας καταταλαιπωρούν συμπνίγουν  τη ψυχή μας, ας ζητάμε από τον Κύριο το φως της Θεογνωσίας. Ας ζητάμε τον ήλιο της δικαιοσύνης, το νοητό, το αληθινό φως, να μας φωτίζει και να μας χαρίζει την αληθινή γνώση, ώστε να απαλλαγούμε από την άγνοια που μας κρατά δεμένους. Το ζητούμενο είναι η  βούληση και η εμμονή στην κατάκτηση αυτού του στόχου κι εδώ υπάρχει η δική μας ευθύνη.


                                                                                          ΑΜΗΝ

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

Κυριακή Γ Λουκά

Προσκυνητής: Κήρυγμα Κυριακή Γ Λουκά:

«Και είπεν αυτή· μη κλαίε » Δυο φορές έχει επισκεφθεί ο θάνατος την γυναίκα αυτή της Ναϊν, αγαπητοί μου αδελφοί. Έχει χάσει το σύζυγ...

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ ΜΑΤΘΑΙΟΥ


Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ ΜΑΤΘΑΙΟΥ-Περί σκληροκαρδίας

(Αγ.Λουκά Κριμαίας)

Ποιος άνθρωπος δεν θα θυμώσει και δεν θα δια­μαρτυρηθεί ακούγοντας την παραβολή του κάκου δού­λου στον όποιο ό κύριος του συγχώρεσε ένα μεγάλο χρέος ενώ αυτός δεν ήθελε να συγχωρέσει στον πλη­σίον του ένα μικρό;
Ταράζεται ή καρδιά μας όταν βλέπουμε τίς χειρό­τερες εκδηλώσεις των παθών καί της άμ»ρτωλότητας των ανθρώπων. Σωστά είπε ό προφήτης Δαβίδ «Καί έρρύσατο την ψυχήν μου εκ μέσον σκύμνων, έκοιμήθην τεταραγμένος υιοί ανθρώπων, οι οδόντες αυτών όπλα καί βέλη, καί ή γλώσσα αυτών μάχαιρα οξεία» (Ψαλ. 56, 5). Καί δεν το λέει για τους φονιάδες καί τους κακούργους αλλά για μας τους απλούς ανθρώ­πους. Εμάς μας αποκαλεί λιοντάρια καί λέει ότι τα δόντια μας είναι όπλα καί βέλη και ή γλώσσα - ακο­νισμένο σπαθί. Καί το σπαθί είναι όργανο του φόνου.
Αν ή γλώσσα μας είναι σαν το αιχμηρό σπαθί τό­τε μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε για να φο­νεύουμε τους ανθρώπους. Καί όντως πολλές φορές το κάνουμε καί δεν θεωρούμε τους εαυτούς μας δολοφό­νους. Πληγώνουμε την καρδιά του πλησίον με συκο­φαντία καί ψέμμα, προσβάλλουμε τη δική του ανθρώ­πινη αξιοπρέπεια, ταράζουμε την καρδιά του με κακο­λογία, - αυτό δεν είναι πνευματικός φόνος;
Άκούμε πώς κάποιος από τους γνωστούς ανθρώ­πους μοιχεύει καί θυμώνουμε μ' αυτόν. Δεν είναι δύ­σκολο να θυμώνεις με τους άλλους.Δύσκολο είναι να  θυμώνεις με τον εαυτό σου. "Εχουμε δικαίωμα να θυ­μώνουμε με τους άλλους ενώ οι ϊδιοι δεν έχουμε την καθαρότητα πού ζητά από μας ό Χριστός; Πόσοι από μας δεν έχουν κοιτάξει ποτέ γυναίκα ή άνδρα με πό­θο; Λίγοι, πολύ λίγοι.
Ό Κύριος "Ιησούς Χριστός κάθε ακάθαρτο βλέμ­μα πού ρίχνουμε στη γυναίκα το ονομάζει μοιχεία. Καί αν ακόμα δεν την κάναμε με το σώμα, στην καρ­διά μας την είχαμε κάνει.
Ένας μεγάλος ιεράρχης, ό άγιος Τυχών του Ζαντόνσκ, λέει το έξής:«Τις αμαρτίες πού βλέπουμε στους άλλους τις έχουμε καί εμείς». Αυτό είναι πολύ σωστό.                                                                     
Όλες οι αμαρτίες πού βλέπουμε στους άλλους υ­πάρχουν και μέσα μας,ίσως σε βαθμό πιο μικρό, αλ­λά έχουμε το ίδιο ακάθαρτη καρδιά πού ή ακαθαρσία της φανερώνεται με τίς προσβολές του πλησίον και το μίσος εναντίον του. Τέτοια ακαθαρσία υπάρχει στην καρδιά κάθε ανθρώπου. Γι'αυτό, τον λόγο του μεγάλου Ιεράρχη πρέπει να τον θυμόμαστε καί να τον έχουμε πάντα στην καρδιά μας.
Όταν βλέπουμε την άμαρτωλότητα των άλλων πρέπει να δούμε την δική μας καρδιά και να αναρωτη­θούμε «Εγώ είμαι καθαρός από αμαρτία, δεν υπάρχει μέσα μου το ίδιο πάθος πού βλέπω στον αδελφό μου;»
Πάντα θυμόμαστε αυτά πού μας προκαλούν μεγα­λύτερη εντύπωση. Θυμόμαστε, για παράδειγμα τους σεισμούς. Καί όσο πιο συμπονετική είναι ή καρδιά μας τόσο περισσότερο χρόνο θυμόμαστε τα δυστυχή­ματα. Ενώ οι σκληρόκαρδοι άνθρωποι τα ξεχνάνε πο­λύ γρήγορα.
Δεν δουλεύουν έτσι οί σεισμολόγοι. Πάντα έχουν στο νου τους τους σεισμούς καί κάθε μέρα κάνουν τις ανάλογες μετρήσεις. Άπ' αυτούς πρέπει να παίρνουμε το παράδειγμα. Όπως οί σεισμολόγοι πάντα με προ­σοχή παρακολουθούν τίς δονήσεις στο εσωτερικό ή την επιφάνεια της γης, το ίδιο πρέπει εμείς να παρα­κολουθούμε ακούραστα τίς κινήσεις της δικής μας καρδιάς καί να διώχνουμε από μέσα της κάθε ακαθαρ­σία. Να προσέχουμε τίς σκέψεις μας, τις επιθυμίες, τα κίνητρα καί τίς πράξεις. Να τα αναλύουμε με προσο­χή εξετάζοντας μήπως υπάρχει σ' αυτά κάτι αμαρτω­λό.
"Αν μιμηθούμε τους σεισμολόγους και παρακολου­θούμε με προσοχή τίς κινήσεις της δικής μας καρ­διάς, τότε θα συνειδητοποιήσουμε την δικη μας άμαρτωλότητα καί την άναξιότητα καί δεν θα δίνουμε προ­σοχή σ' αυτά πού κάνουν οί άλλοι καί δεν θα τους κα­τακρίνουμε γι' αυτά πού κάνουν.
Προκαλεί αγανάκτηση ή συμπεριφορά του κακού δούλου πού ό ευσπλαγχνος κύριος μόλις του άφησε μεγάλο χρέος δέκα χιλιάδων ταλάντων καί εκείνος μόλις είδε κάποιον πού του οφείλε μόνο εκατό δηνά­ρια τον έπιασε καί άρχισε να τον σφίγγει. Ό φτωχός τον παρακαλούσε καί του έλεγε ίδια λόγια πού μόλις πρίν λίγο ό άσπλαγχνος δούλος έλεγε μπροστά στον κύριο «Μακροθύμησον έπ' έμοί καί αποδώσω σοι» (Μτ. 18, 29). Άλλα εκείνος δεν θέλει να περιμένει καί βάζει στην φυλακή τον οφειλέτη του.
Τί πιο άδικο μπορεί να υπάρχει;
Είναι έσχατος βαθμός σκληροκαρδίας καί άσπλαγχνίας, είναι πλήρης απουσία της ευσπλαχνίας, της θέλησης καί της ικανότητας να αφήνει κανείς στον πλησίον τα όφειλήματά του. Είναι ή λήθη εκεί­νης της αίτησης πού κάθε μέρα απευθύνουμε στον Θεό:«Καί αφες ήμίν τα όφειλήματά ημών, ως καί ήμείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Δεν θέλουμε να αφήνουμε στον πλησίον τα όφειλήματά του, περιμέ­νουμε όμως από τον Θεό να μας αφήσει τα δικά μας.
Την πιο σκοτεινή πλευρά της ψυχής του έδειξε αυτός ό άκαρδος άνθρωπος στον πλησίον του. Ποια ήταν ή αιτία να φερθεί τόσο σκληρά και να καταπα­τήσει το δίκαιο; Πρώτ' άπ' όλα ήταν ό εγωισμός του, ή φιλαυτία του. Λογάριαζε μόνο τον εαυτό του και δεν σκεφτόταν τους άλλους, μόνο για τον εαυτό του ή­θελε καλό. Όλες οί σκέψεις καί επιδιώξεις του ήταν στο να αποκτήσει όσο γίνεται πιο πολλά.Ηταν πολύ μεγάλος εγωιστής. Δεν του αρκούσε ότι πήρε από τον κύριο δέκα χιλιάδες τάλαντα, δεν μπορούσε να ξεχά­σει καί εκείνα τα εκατό δηνάρια πού του χρωστούσε ό φτωχός.
"Ας δούμε όμως τη δική μας καρδιά. Δεν υπάρχει μέσα μας σκληροκαρδία καί φιλαργυρία; Πόσοι από μας περιφρονούν τα λεφτά καί δεν επιδιώκουν τον πλούτο; Λίγοι, πολύ λίγοι. Φιλαργυρία είναι ή αμαρ­τία των περισσότερων ανθρώπων. Αγανακτώντας για την φιλαργυρία του κάλου δούλου, πρέπει με ταπείνω­ση να παραδεχτούμε ότι καί εμείς ευθυνόμαστε για την ΐδια αμαρτία. Στό παράδειγμα του κάκου αύτοΰ δούλου βλέπουμε την χειρότερη εκδήλωση του πά­θους του εγωισμού καί της φιλαργυρίας. Όμως δεν α­γαπάμε καί εμείς τον εαυτό μας πιο πολύ από τον πλη­σίον μας; Τηρούμε την εντολή" «Αγαπήσεις τον πλη­σίον σου ως σεαυτόν» (Μτ. 19, 19);
Αγαπάμε τον εαυτό μας καί για τους άλλους λίγο νοιαζόμαστε. Αυτό σημαίνει εγωισμός, είναι το πάθος πού σε τέτοια άσχημη μορφή εκδηλώθηκε στην περί­πτωση του κάκου δούλου.Ήταν άνθρωπος σκληρόκαρδος καί άσπλαχνος. Εμείς όμως μπορούμε να πουμε για τον εαυτό μας ότι τηρούμε την εντολή του Χρί­στου1 «Γίνεσθε ούν οικτίρμονες, καθώς καί ό πατήρ υ­μών οίκτίρμων εστί;» (Λκ. 6, 36).
Ποιος αγαπάει τον πλησίον του σαν τον εαυτό του; Ποιος τον φροντίζει όπως φροντίζει τον εαυτό του; Μόνο οι άγιοι. Εμείς δεν είμαστε άγιοι γιατί ό­λοι έχουμε τα ϊδια πάθη πού βλέπουμε στους άλλους, όπως είπε ό άγιος Τυχών του Ζαντόνσκ.
Πολλές φορές δεν δείχνουμε έλεος στους οφειλέτες μας. Άλλα ό απόστολος Ιάκωβος λέει' «Ή γαρ κρίσις άνέλεος τω μη ποιήσαντι έλεος» (Ίακ. 2, 13). Να τρο­μάζουμε ακούγοντας αυτά τα λόγια του αποστόλου για­τί θα έχουμε την ίδια μοίρα με τον άσπλαχνο δούλο, τον όποιο οργισμένος ό κύριος παρέδωσε στους βασα­νιστές, ώσπου να ξεπληρώσει όλο το χρέος.
Στό τέλος της παραβολής ό Χριστός είπε «Ούτω καί ό πατήρ μου ό επουράνιος ποιήσει ύμίν, εάν μη άφήτε έκαστος τω άδελφω αυτόν από των καρδιών υ­μών τα παραπτώματα αυτών» (Μτ. 18, 35).
Μία άλλη φορά ό Χριστός είπε «Εάν γαρ άφήτε τοις άνθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει καί ύ­μίν ό πατήρ υμών ό ουράνιος' εάν δε μη άφήτε τοις άνθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ό πατήρ υ­μών αφήσει τα παραπτώματα υμών» (Μτ. 6, 14-15).
Ό Κύριος μας είπε να προσευχόμαστε με την προ­σευχή πού έδωσε στους μαθητές του, ή οποία λέει «Καί άφες ήμΐν τα όφειλήματα ημών, ως καί ημείς άφίεμεν τοις όφειλέταις ημών». Αυτά τα λόγια επανα­λαμβάνουμε κάθε μέρα.
Βλέπετε ότι ή απαίτηση είναι μεγάλη. Δεν μπο­ρούμε όταν, βλέπουμε τίς κακίες πού κάνουν οί άλλοι, μόνο να αγανακτούμε, - πρέπει να θυμόμαστε τον λόγο' «πρόσεχε σεαυτόν».
Να προσέχεις πάντα την καρδιά σου, την κάθε κί­νηση της, ακόμα καί τις πιο ασήμαντες εκδηλώσεις των παθών μέσα της. "Ας θυμόμαστε πάντα τον λόγο του αποστόλου Παύλου στην επιστολή προς Έφεσίους" «Γίνεσθαι δε εις αλλήλους χρηστοί, ενσπλαγχνοι, χαριζόμενοι έαυτοίς καθώς καί ό Θεός εν Χρι­στώ έχαρίσατο υμίν» (Εφ. 4, 32). Πρέπει να συγχω­ρούμε τους άλλους έτσι όπως το είπε ό Χριστός στο τέλος της παραβολής, - με όλη την καρδιά.
"Ας μάθουμε να κάνουμε αυτό πού ζητάει από μας ό Χριστός - να είμαστε σπλαχνικοί, όπως είναι εΰσπλαχνος ό επουράνιος Πατέρας μας καί με όλη την, καρδιά να συγχωρούμε στον πλησίον τα παραπτώμα­τα του. Τότε καί εμάς θα μας συγχωρήσει ό επουρά­νιος Πατέρας μας. Αμήν.


Από το βιβλίο« Αγ.Λουκά επισκόπου Κριμαίας-Λόγοι και ομιλίες»Τόμος Γ Ορθόδοξος Κυψέλη

Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑ


«Η αγία Χριστίνα καταγόταν από την πόλη της Τύρου κι ήταν κόρη ενός στρατηλάτη ονόματι Ουρβανού. Αυτός έβαλε την κόρη του σε πύργο υψηλό, της έδωσε εντολή να ζει εκεί και να προσφέρει  θυσία στους ειδωλολατρικούς θεούς που εκείνος λάτρευε, κατασκευασμένους από χρυσάφι, ασήμι και άλλα υλικά. Η Χριστίνα όμως τα έκανε κομμάτια και ό,τι πολύτιμο υπήρχε ως υλικό το έδωσε στους φτωχούς. Γι’  αυτόν τον λόγο ο πατέρας της άρχισε να την υποβάλλει σε πολλές τιμωρίες και την έβαλε σε φυλακή, χωρίς να της δίνει τροφή. Η αγία όμως τρεφόταν από αγγέλους, οι οποίοι την θεράπευσαν και από τις πληγές της. Έπειτα ρίχνεται στη θάλασσα, όπου δέχεται το θείο βάπτισμα από τον ίδιο τον Κύριο, και οδηγείται στην ξηρά από θείο άγγελο. Όταν μαθεύτηκε ότι ζει, κλείνεται πάλι στη φυλακή, κατ’ εντολή του πατέρα της, ο οποίος το ίδιο βράδυ πέθανε με άσχημο τρόπο. Στη θέση του πατέρα της έρχεται ο στρατηγός Δίων, ο οποίος αρχίζει να εξετάζει τη μάρτυρα, ο αλιτήριος. Αυτή δε, επειδή κήρυξε τον Χριστό, τιμωρείται σκληρότατα. Μέσα στα μαρτύρια ευρισκόμενη, τέλεσε διάφορα θαύματα, γεγονός που οδήγησε στην πίστη τρεις χιλιάδες από τους στρατιώτες. Μετά τον Δίωνα, ανέλαβε την εξουσία κάποιος Ιουλιανός, ο οποίος ρίχνει την αγία σε κάμινο του πυρός, κι αφού εκείνη έμεινε άφλεκτος, την καταδικάζει να ριχτεί σε δηλητηριώδη φίδια και διατάζει  έπειτα να της κόψουν τους μαστούς, από τους οποίους χύθηκε αντί αίμα γάλα. Στη συνέχεια της κόψανε τη γλώσσα, και τελευταίο από όλα, αφού κτυπήθηκε από στρατιώτες με πέτρες, παρέδωσε το πνεύμα της στον Θεό».




Τρία σημεία από το συναξάρι της αγίας είναι εξόχως σημαντικά, προκειμένου να τα σχολιάσουμε:
(1) Λέγεται – και όχι άδικα – ότι ανώτερη αγάπη στον κόσμο τούτο από τη γονεϊκή δεν υπάρχει. Οι γονείς είναι εκείνοι, σχεδόν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, που είναι έτοιμοι και τη ζωή τους να δώσουν για χάρη των παιδιών τους. Διότι νιώθουν ότι τα παιδιά τους αποτελούν κομμάτι του εαυτού τους: η ζωή των παιδιών τους ήδη εκ κοιλίας μητρός ζυμώθηκε μ’  εκείνους. Κι όμως: στην περίπτωση της αγίας Χριστίνας – δυστυχώς όχι μόνον αυτής – τούτο καταλύεται. Ο ίδιος ο πατέρας της γίνεται ο δήμιός της, εκείνος που θέλει να την καταστρέψει. Αιτία: ο φανατισμός του, που τον κάνει να είναι δέσμιος των ειδώλων, δηλαδή των διαφόρων δαιμονίων, και που γι’ αυτό απαιτεί και η κόρη του να τον ακολουθεί στις δικές του δοξασίες. Εκ διαμέτρου αντίθετη τοποθέτηση από τη χριστιανική, η οποία κάνει τον άνθρωπο να αγαπά με απόλυτο τρόπο τον Θεό, για να μπορεί όμως αυτός στη συνέχεια να αγαπά με απόλυτο πάλι τρόπο και τον συνάνθρωπό του, που σημαίνει και να σέβεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ελευθερία του.
(2) Η αγία άρχισε να διώκεται για την πίστη της στον Χριστό, ενόσω ακόμη δεν είχε γίνει πλήρως χριστιανή, δηλαδή όταν ακόμη δεν είχε βαπτισθεί. Η χάρη του Θεού όμως ενεργούσε πλούσια σε αυτήν, έστω και με εξωτερικό τρόπο. Διότι το βάπτισμα προσφέρει ακριβώς αυτό: συνδέει τον καλοπροαίρετο και ενεργούμενο εξωτερικά από τη χάρη του Θεού άνθρωπο με τον Χριστό, τον κάνει μέλος Του και συνεπώς ο Χριστός δρα μέσα από το κέντρο της καρδιάς του, εκεί που πριν δρούσε το πονηρό. Σ’  έναν τέτοιον άνθρωπο όμως, σαν την αγία Χριστίνα, ο Θεός βρίσκει τρόπους να συνδεθεί με αυτόν, πέραν των «κανονικών και νομίμων». Και τι γίνεται; Μέσα στη θάλασσα ευρισκόμενη η αγία, από την κακία των διωκτών της, έχει τον ίδιο τον Δημιουργό και Σωτήρα της Χριστό να τελεί το άγιο βάπτισμά της, προκειμένου να την κάνει μέλος Του. «Το Πνεύμα όπου θέλει πνει», ενώ θαυμάζει κανείς την «υπακοή» και του ίδιου του Χριστού μας σε ό,τι ο Ίδιος έχει νομοθετήσει. «Ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται».

(3) Στο μαρτύριο της εκτομής των μαστών της, διαπιστώνεται το παραδοξότατο: αντί αίματος εκχέεται γάλα. Πέραν από την παρατηρούμενη ενέργεια του Θεού, που κάνει ένα θαύμα – προφανώς για να ενισχύσει τους καλοπροαίρετους θεατές του μαρτυρίου της, ώστε να μεταστραφούν ή ν’ αυξηθούν στην πίστη – μπορούμε να επιχειρήσουμε και μίαν ακόμη εξήγηση: αφενός το γάλα αυτό, από μία παρθένο, μπορεί να θεωρηθεί ως σύμβολο της διδασκαλίας που ασκούσε η αγία στους ειδωλολάτρες, κατά το «γάλα υμάς επότισα» που έλεγε στους αρχαρίους στην πίστη ο απόστολος Παύλος, αφετέρου φανερώνει την κυοφορία, μέσα της, της χάριτος του Θεού, που την κάνει και αυτήν μία μικρή «Παναγία», κατά τους λόγους του Κυρίου, που είπε ότι αυτοί που τηρούν το άγιο θέλημά του Πατέρα Του «μήτηρ και αδελφός και αδελφή Του εισίν».

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2016

ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ Η ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ

«Μέγα το κατόρθωμα τό σόν, μέγα και πανάριστον  όντως, σου τό εκνίκημα φύσις γαρ ευπτόητος και ευταπείνωτος, τον αόρατον δράκοντα, το όρος το  μέγα, νουν τόν πολυμήχανον, Μαρίνα σύ αληθώς, είλες ευτελές ώς στρουθίον, και καταπατούσα χορεύεις, νυν μετά Αγγέλων αξιάγαστε.»
Μέσα στην ουράνια παστάδα του νυμφίου Χριστού, «νύμφη περικαλλής», «βασίλισσα πεποικιλμένη», «στολισθείσα φαιδρώς» με την πορφύρα που έβαψε το αίμα της και «τόν παρθενίας χιτώνα, τό σώμα κοσμούσα, χρυσέον ώς ύφασμα», «διπλοίς στεφάνοις κοσμουμένη», ξεχωρίζει η «αμνάς του Ιησού» για της οποίας την καταγωγή και την άθληση «ή των Αντιοχέων πόλις έγκαυχάται», η μεγαλομάρτυς αγία Μαρίνα.


Πολλά τα εγκώμια που έχουν γραφτεί για τη χάρη της. Ο βίος της γραμμένος ελληνικά, με αρχή «Ουδέν ούτως ήδύνει και καθιλαρύνει ψυχήν», σώζεται σε δύο αγιορείτικα χειρόγραφα στις ιερές μονές Ιβήρων και Μεγίστης Λαύρας. Στη Μεγίστη Λαύρα σώζεται επίσης και άλλο μαρτύριο της, με αρχή «Ή της Αναστάσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού χάρις». Εξ’ άλλου, στη Μεγίστη Λαύρα και στην ιερά μονή Παντοκράτορος υπάρχει και ο ελληνικός «Λόγος εις την Αγίαν Μαρίναν» με αρχή «Και την Εκκλησίαν αρα, ής ό Χριστός κεφαλή» που έγραψε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ο Κύπριος. Επίσης, από τις παλαιότερες συνοπτικές καταγραφές της «αθλήσεως» της, είναι και εκείνες που σώζονται στο «Συναξάριο Κωνσταντινουπόλεως (9ος-10ος αι. μ.Χ.) καθώς και στο περίφημο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου (958-1025) του οποίου η συγγραφή αποδίδεται στον Συμεών τον Μεταφραστή περί τα έτη 961-964 μ.Χ.
Σταχυολογώντας πληροφορίες για την Αγία από τον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, από το Μηναίο Ιουλίου, από τον Συναξαριστή του αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου και από το Μηνολόγιο του Βασιλείου που ξεκινά με την φράση «Ή του Χριστού μάρτυς Μαρίνα», μπορούμε να συνοψίσουμε τον βίο της ως ακολούθως:
Η ένδοξη αγία μεγαλομάρτυς Μαρίνα γεννήθηκε λίγο μετά τα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα, στα σκοτεινά χρόνια των διωγμών, στην Αντιόχεια της Πισιδίας. Και μαρτύρησε επί Αυγούστου Κλαυδίου Β’ του Γοτθικού (268-270) το έτος 270 μ.Χ.


Η Αντιόχεια της Πισιδίας (αποκαλούμενη σήμερα Yalvac) απλωμένη στις πλαγιές της οροσειράς του Ταύρου, την εποχή εκείνη ήταν μία επιφανής ρωμαϊκή αποικία με μεγάλη εμπορική ανάπτυξη. Έφερε τον τίτλο: «Λαμπρότατη και σεβασμιωτάτη Αντιοχέων Κολωνία, αποικία Ρωμαίων», και οι κάτοικοι της αναγνωρίζονταν ως «Ρωμαίοι πολίτες».
Στην πόλη λατρεύονταν θεότητες ινδικής κυρίως προέλευσης, αλλά και φοινικικής. Στο πισιδικό πάνθεο κυριαρχούσαν η Αστάρτη και ο Δίας, ενώ οι κάτοικοι της Αντιόχειας έτρεφαν ιδιαίτερο σεβασμό στον ψευδοθεό Μην Ασκηνό, που τον θεωρούσαν προστάτη της γονιμότητας και του πολλαπλασιασμού ζώων και φυτών.
Μεταξύ των ετών 45-48 μ.Χ. ο απόστολος των εθνών Παύλος, στην διάρκεια της πρώτης αποστολικής περιοδείας του, έχοντας ως βοηθό του τον Βαρνάβα, ήρθαν στην Αντιόχεια της Πισιδίας και ευαγγελίστηκαν τον Λόγο του Κυρίου στην συναγωγή των Ιουδαίων. Οι Ιουδαίοι τους αντιμετώπισαν με δυσπιστία και τότε οι δύο απόστολοι στράφηκαν προς τους ειδωλολάτρες κατοίκους, οι οποίοι τους άκουσαν με ενθουσιασμό. Όταν οι Ιουδαίοι είδαν ότι οι εθνικοί ασπάστηκαν την διδασκαλία του Παύλου και «διεφέρετο ό λόγος του Κυρίου δι’ όλης της χώρας», εξέγειραν τους άρχοντες και κατεδίωξαν τους αποστόλους, βγάζοντας τους από τα σύνορα της πόλης. Τότε οι δύο απόστολοι ακολουθώντας την εντολή του Κυρίου: «Και όσοι εάν μή δέξωνται ύμας μηδέ άκούσωσιν υμών, έκπορευόμενοι εκείθεν εκτινά¬ξατε τόν χουν τόν ύποκάτω τών ποδών υμών εις μαρτύριον αύτοίς• αμήν λέγω ύμϊν, άνεκτότερον έσται Σοδόμοις ή Γο-μόρροις εν ήμερα κρίσεως ή τη πόλει εκείνη» (Μάρκ. ΣΤ, 11), αποτίναξαν την σκόνη της Αντιόχειας που είχε συσσω-ρευθεί κάτω από τα υποδήματα τους και αναχώρησαν για το Ικόνιο (Πραξ. ΙΓ, 14-52).
Δύο αιώνες αργότερα, την εποχή που έζησε στην Αντιόχεια της Πισιδίας η Αγία Μαρίνα, η ειδωλολατρία επικρατούσε, ενω ο χριστιανισμός είχε  γνωρίσει έναν από τους μεγαλύτερους διωγμούς του επί Δεκίου το έτος 250 μ.Χ.
Η Αγία ήταν μοναχοθυγατέρα κάποιου ιερέα των ειδώλων, του Αιδέσιου (ή Αιδέσιμου), και όταν έμεινε ορφανή από μητέρα στα δώδεκα της χρόνια, ο πατέρας της ανέθεσε την ανατροφή της σε κάποια καλή γυναίκα. Εκείνη η παραμάνα, που ήταν μία πιστή κρυπτοχριστιανή, μαζί με τα κανακέματα που αρμόζουν στα μικρά παιδιά και τις ιστορίες που τους λένε, ξεκίνησε να μιλά στη μικρή Μαρίνα και για τον Χριστό. Έτσι σιγά-σιγά η αγία, με τη στοργή και την αγάπη εκείνης της ευλαβικής και μακάριας γυναίκας, κατηχήθηκε στην χριστιανική πίστη. Οι λόγοι του Κυρίου που άκουγε με προσοχή και με δίψα μάθησης, εισχώρησαν στο εύφορο έδαφος της ψυχής της και ρίζωσαν γερά, σαν τον καλό σπόρο του Ευαγγελίου (Μάρκ. Γ’, 8). Σύντομα θα απέδιδαν πλούσιους καρπούς.
Μπορεί κανείς να φανταστεί τι μεγάλο ρήγμα δημιουργήθηκε στην σχέση πατέρα και κόρης, όταν η Μαρίνα ομολόγησε θαρρετά ότι ήταν Χριστιανή.
Ο Αιδέσιος, ο ειδωλολάτρης πατέρας της, όταν έμαθε την ακλόνητη μεταστροφή της στον Χριστιανισμό αμέσως την αποκλήρωσε. Όμως η Αγία δεν πτοήθηκε από το μίσος του γεννήτορα της. «Και έσεσθε μισούμενοι ύπό πάντων διά τό όνομα μου» (Ματθ. 1,22) ήταν οι λόγοι του Κυρίου που την παρηγορούσαν. Γνώριζε ότι ασπαζόμενη την χριστιανική πίστη, την μόνη αληθινή, θα ερχόταν αντιμέτωπη με τον πατέρα της ο οποίος όχι μόνον ήταν ειδωλολάτρης, αλλά και ιερέας των ψευδοθεών. Ο Κύριος είχε πει: «Μή νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γήν ούκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν. Ήλθον γάρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός… και εχθροί του άνθρωπου οί οικιακοί αυτού. Ό φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ έμέ ούκ εστι μου άξιος» (Ματθ. I, 34-37). Αυτά ήταν τα λόγια που οδηγούσαν πλέον την ζωή της και φλόγιζαν την επιθυμία της. Πατέρας της πλέον ήταν ο Ουράνιος Πατέρας όλων, και ήθελε αυτό σε όλους να το πει. Ήθελε να ομολογήσει την πίστη της και να μαρτυρήσει για το όνομα του Χριστού, προτρεπόμενη από τους λόγους Του: «Πάς ούν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν τών ανθρώπων, ομολογήσω κάγώ έν αύτώ, έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. I, 32).
Και εκείνη η ημέρα για την οποία ανυπομονούσε, έφθασε. Ήταν πλέον δέκα πέντε ετών η Μαρίνα και για να μπορεί να εξοικονομεί τον επιούσιο άρτο της έβοσκε πρόβατα. Βρισκόταν λοιπόν με το κοπάδι της σε έναν αγρό, όταν την είδε ο έπαρχος της πόλης Ολύμβριος που είχε βγει περίπατο στην εξοχή, θαμπωμένος από την ομορφιά της, που έμοιαζε ανώτερη από όλα τα λουλούδια εκείνου του αγρού, την ερωτεύτηκε αμέσως και πόθησε να την κάνει γυναίκα του. Ζήτησε λοιπόν να την οδηγήσουν στο ανάκτορο του.
Η νεαρή Μαρίνα ακολούθησε ήρεμα τους φρουρούς που την συνόδευαν στον έπαρχο. Καταλάβαινε ότι τα βήματα της δεν την κατεύθυναν προς έναν επίγειο νυμφίο. Ποτέ δεν θα γινόταν σύζυγος του Ολύμβριου. Αντίθετα, η οδός την οποία βάδιζε την οδηγούσε κατευθείαν στον Νυμφίο που ποθούσε η ψυχή της. Στον ουράνιο Νυμφίο Ιησού Χριστό. Επάνω στο Πανάγιο όνομα Του ακουμπούσε όλες τις ελπίδες της και έδιωχνε μακριά κάθε φόβο. «Ούτε ένα σπουργίτι δεν μπορεί να πέσει νεκρό στη γη χωρίς την θέληση του ουράνιου Πατέρα σας. Μη φοβάστε λοιπόν. Έχετε μεγαλύτερη αξία από πολλά σπουργίτια» (Ματθ. I, 29-32) είχε πει ο Κύριος Ιησούς. Εκείνος λοιπόν που φρόντιζε ξεχωριστά για κάθε ένα από τα δημιουργήματα Του, θα φρόντιζε και για εκείνην. Γνώριζε ότι και κάθε τρίχα της κεφαλής της ήταν μετρημένη από τον Κύριο.
Ενισχυμένη λοιπόν από αυτούς τους λόγους, η Μαρίνα βάδιζε άφοβα προς την κατοικία του ηγεμόνα. Ήταν οπλισμένη με την ασπίδα της πίστεως και την μάχαιρα του πνεύματος, τους λόγους δηλαδή του Κυρίου, που γνώριζε ότι θα την έσωζαν από κάθε δυσκολία. Θυμόταν την προτροπή του αποστόλου Παύλου: «Έπί πάσιν άναλαβόντες τόν θυρεόν της πίστεως, εν ώ δυνήσεσθε πάντα τά βέλη του πονηρού τά πεπυρωμένα σβέσαι» (προς Εφεσίους ΣΤ, 16). Δεν σκεφτόταν τι θα πει. Δεν προετοίμαζε στο μυαλό της απολογίες. Γνώριζε ότι με το που θα άνοιγε το στόμα της, το Πνεύμα το άγιο θα μιλούσε για εκείνην. Τι κι αν ήταν ένα αδύναμο κορίτσι; Τι κι αν έπρεπε να αντιμετωπίσει ολόκληρο ηγεμόνα; «Τά ασθενή του κόσμου εξελέξατο ό Θεός ίνα καταισχύνη τά ισχυρά» (Κορινθ. Α, 27) είχε πει ο απόστολος. Και αν δεν ήταν μόνον ο ηγεμόνας αλλά ήταν όλες οι δυνάμεις του πονηρού, και πάλι η Μαρίνα γνώριζε ότι μπορούσε να νικήσει ντυμένη την πανοπλία του Θεού. Ο θείος Παύλος και πάλι την προέτρεπε νοερά με τους λόγους του: «Ένδύσασθε τήν πανοπλίαν του Θεού προς τό δύνασθαι υμάς στήναι προς τάς μεθοδείας του διαβόλου• ότι ούκ εστίν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά πρός τάς αρχάς, πρός τάς εξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας του σκότους» (Εφεσ. ΣΤ, 11-12).
Υπερασπιστής της στη θλιμμένη οδό που ακολουθούσε, θα ήταν ο ίδιος ο Χριστός. Εκείνος θα ελάφρυνε το βάρος του σταυρού, που η Αγία κουβαλούσε στους εφηβικούς της ώμους, ακολουθώντας τον Νυμφίο της καρδιάς της.
Η Αγία παρουσιάστηκε στον Ολύμβριο με σεμνότητα, και όταν ξεκίνησε η συζήτηση, η Μαρίνα έδωσε την απάντηση της με σύνεση στον έπαρχο, ομολογώντας του με θάρρος: «Της Πισιδίας είμαι γέννημα και θρέμμα, και τό του Κυρίου μου Ιησού Χρίστου επικαλούμαι όνομα». Αυτή η απάντηση άλλαξε αμέσως την διάθεση του Ολύμβριου και τα αισθήματα του απέναντι της. Διέταξε να την κλείσουν φυλακή μέχρι την επόμενη ημέρα που ξημέρωνε γιορτή και είχαν θυσία. Όμως μάταια έλπιζε. Ο ηγεμόνας έμοιαζε με εκείνους που «ήλλαξαν την δόξαν του άφθαρτου Θεού έν όμοιώματι εικόνος φθαρτού άνθρωπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών, και έσεβάσθησαν και έλάτρευσαν τή κτίσει παρά τόν κτίσαντα» (Ρωμ. Α, 23-25). Η Αγία απεναντίας ως μόνον και μέγα Αρχιερέα στον οίκο του θεού αναγνώριζε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό ο οποίος «μίαν υπέρ αμαρτιών προσενέγκας θυσίαν εις τό διηνεκές έκάθισεν εν δεξιά τού Θεού» (προς Εβρ. Δ, 14 και I, 12). Μόνο σε Αυτόν μπορούσε να θυσιάσει, και ως θύμα πρόσφερε τον ίδιο τον εαυτό της. Η Μαρίνα με την απολογία της σκόρπισε σαν καπνό κάθε μάταιη ελπίδα του ηγεμόνα. Τον κατατρόπωσε χλευάζοντας τα είδωλα για την ασθένεια και τη ματαιότητα τους, και δεν του άφησε περιθώριο αντιλογίας. Τότε ο Ολύμβριος την παρέδωσε στα χέρια των δημίων.
Την ξάπλωσαν κατά γης και την χτυπούσαν με αγκαθωτά ραβδιά, μέχρι που το αίμα της κοκκίνησε το χώμα. Έπειτα την φυλάκισαν, και λίγες ημέρες αργότερα την περίμενε νέο μαρτύριο. Την κρέμασαν από τα χέρια και ξέσχιζαν για ώρες το σώμα της με σιδερένια νύχια. Η Αγία όμως έδειχνε καρτερία• «ό δέ ύπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται» (Ματθ. I, 22) είχε πει ο Κύριος. Και η Μαρίνα θυμόταν αυτούς τους λόγους που την ενίσχυαν τώρα στις δύσκολες αυτές ώρες του μαρτυρίου. Δεν φοβόταν τους δημίους με τα σιδερένια νύχια που έφθειραν μόνο το χωμάτινο κορμί της, οργώνοντας το με αιμάτινα ρυάκια. Την ψυχή της που ανήκε στον Κύριο τίποτε και κανένας δεν μπορούσε να την βλάψει.
Βλέποντας την Αγία ακλόνητη στην πίστη της την έριξαν πάλι στο κελί της φυλακής. Και εκεί, εκείνο που δεν κατάφερε ο έπαρχος, προσπάθησε να το κατορθώσει, μάταια όμως, ο μισόκαλος διάβολος. Ενώ λοιπόν η αγία προσευχόταν στο δεσμωτήριο «έφάνη αύτη δράκων παμμεγέθης, έχων όφεις περί τόν τράχηλον αύτού, και συρίζων πέριξ της αγίας, ήπείλη καταπιείν αυτήν. Καί κατασφραγισαμένη καί ποιήσασα τόν τύπον του σταυρού, ενέκρωσεν αυτόν». (Μηναίο Βασιλείου). Στον συναξαριστή του αγίου Νικόδημου του αγιορείτου και, με μικρές παραλλαγές, στο μηναίο Ιουλίου αναφέρονται τα εξής: «Έγεινε δέ εκεί σεισμός μέγας, ώστε έσαλεύθη ή φυλακή, καί ιδού έμβηκεν από εν μέρος της φυλακής εις δράκων, ό όποιος έρπων κατά γής έκαμνε φοβερόν συρισμόν, καί έφάνη ότι έχυσε φωτίαν πέριξ τής άγιας. Επειδή δέ ή άγια έφοβήθη πολλά καί έγεινε σύντρομος διά τήν θεωρίαν ταύτην, προσηύχετο εις τόν θεόν όθεν ό φοβερός εκείνος δράκων μεταβληθείς, έφαίνετο ώς μαύρος τις σκύλος. Ή δέ μάρτυς άρπάσασα τούτον άπό τάς τρίχας, καί ευρούσα εκεί εν σφυρίον ερριμένον, εκτύπησεν αυτόν εις τήν κεφαλήν καί εις τήν ράχιν, καί τελείως αυτόν εταπείνωσε». Στο χειρόγραφο της Μεγίστης Λαύρας αναφέρεται ότι ο διάβολος παρουσιάστηκε σαν δράκοντας φοβερός. Από το στόμα και τα μάτια του έβγαιναν καπνοί και φωτιά, τα δόντια του ήταν άσπρα και η γλώσσα του κόκκινη σαν αίμα. Με θόρυβο και σφυρίγματα πλησίασε την αγία, κι εκείνης της φάνηκε ότι την κατάπιε μέχρι τη μέση. Έντρομη, επικαλέστηκε το σωτήριο όνομα του Χριστού και χρησιμοποιώντας ως δίστομη ρομφαία το σημείο του σταυρού, ξέσχισε την κοιλιά του και γλίτωσε. Στη συνέχεια ο δαίμονας της παρουσιάστηκε σαν σκύλος και η αγία χτυπώντας τον με ένα σφυρί, τον εταπείνωσε. Για τρίτη φορά προσπάθησε να την πειράξει ενώ προσευχόταν. Της παρουσιάστηκε σαν ένας τεράστιος μελαμψός άνδρας• την άρπαξε από τα χέρια και τη φοβέριζε ότι θα την σκοτώσει αν δεν σταματούσε τις προσευχές. Τότε αρπάζοντας τον η αγία από τα μαλλιά, τον χτύπησε και τον ανάγκασε να εξαφανιστεί. Αμέσως, όλη η φυλακή έλαμψε από ένα φωτεινό σταυρό που ένωνε γη και ουρανό, και ένα περιστέρι ανάγγειλε στην αγία το επικείμενο τέλος της, συγχαίροντας την ταυτόχρονα για το κατόρθωμα της: «Χαίρε, Μαρίνα, ή λογική περιστερά του Θεού, ότι ένίκησας τόν πονηρόν και τον έχθρόν κατήσχυνας».
Μετά την μεγαλειώδη αυτή νίκη κατά του διαβόλου, η αγία αναπαύθηκε στο σκοτεινό κελί της με την καρδιακή ταραχή που ακολουθεί κάθε μεγάλη μάχη, αλλά και πνευματική ηρεμία ταυτόχρονα, μαζί και ταπείνωση, ενθυμούμενη τους λόγους του Κυρίου: «Ιδού δίδωμι υμίν τήν έξουσίαν του πατείν επάνω όφεων καί σκορπιών και επί πάσαν τήν δύναμιν του εχθρού, καί ουδέν ύμας ου μή άδικήση. Πλήν έν τούτω μή χαίρετε, ότι τά πνεύματα υμίν υποτάσσεται• χαίρεται δέ ότι τά ονόματα υμών έγράφη έν τοις ουρανοίς» (Λουκ. Γ, 19-20).
Την επομένη ημέρα νέα μαρτύρια περίμεναν την Αγία. Την κρέμασαν από τα χέρια και με αναμμένες λαμπάδες έκαιγαν το στήθος και τα πλευρά της. Κι έπειτα, την έριξαν με το κεφάλι προς τα κάτω μέσα σ’ ένα λέβητα γεμάτο νερό για να την πνίξουν. Αμέσως όμως έγινε σεισμός και ο φωτεινός σταυρός μαζί με το περιστέρι φάνηκαν και πάλι. Η Αγία ελευθερώθηκε από τα δεσμά της και με το που αναδύθηκε από το νερό δέχτηκε στο κεφάλι από το περιστέρι, αμάραντο λουλουδένιο στεφάνι. Έτσι, ο λέβητας εκείνος του μαρτυρίου με το νερό, μετατράπηκαν για την Αγία σε κολυμβήθρα αναγεννήσεως, αφού ακόμη δεν είχε προλάβει να δεχτεί το βάπτισμα, που τόσο ποθούσε, στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Το πλήθος που παρακολουθούσε το μαρτύριο, βλέποντας το θαύμα πίστεψε στο Χριστό, και αμέσως ο Ολύμβριος διέταξε τον αποκεφαλισμό όλων των πιστών. Ταυτόχρονα, καταδίκασε και την αγία Μαρίνα να αποκεφαλιστεί με ξίφος. «Καί καταλαβούσα η άγια τόν τόπον της τελειώσεως, και επί πολύ προσευξαμένη, έτελειώθη».
Η μαρτυρική σορός της κηδεύτηκε με τιμές από κάποιον πιστό ονόματι Θεότιμο. Και όταν καθιεροοθηκε ο Χριστιανισμός, ανεγέρθηκε στην Αντιόχεια της Πισιδίας μεγαλοπρεπής ναός προς τιμήν της Αγίας Μαρίνας, στον οποίο αποθησαυρίστηκε και το τίμιο λείψανο της σε πολυτελή λειψανοθήκη, αποτελώντας πηγή πλείστων ιαμάτων προς δόξαν του Τριαδικού Θεού, στον οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Αυτός ήταν εν συντομία ο βίος και το μαρτύριο της Αγίας μεγαλομάρτυρος Μαρίνας που η Εκκλησία μας με λαμπρότητα τιμά την μνήμη της στις 17 Ιουλίου.

Πηγή: Η Αγία Μαρίνα, Μανουήλ Τασούλας, Ιερός ναός Αγίας Μαρίνας Θησείου