Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024

Η ΜΟΛΥΝΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ


Αποτέλεσμα εικόνας για ΜΌΛΥΝΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣΟ Χριστός, με το θαύμα που ακούσαμε σήμερα στο Ευαγγέλιο, θεράπευσε δύο δαιμονισμένους που κατοικούσαν στα μνήματα και δεν τολμούσε κανένας να περάση από το μέρος εκείνο. Και στην συνέχεια, ο Χριστός επέτρεψε να εισέλθουν τα δαιμόνια στους χοίρους, οι οποίοι έπεσαν στην λίμνη και πνίγηκαν.
Τρία σημεία αντιμετώπισαν την μανία και την κακία των δαιμόνων. Το ένα ήταν η γη, το νεκροταφείο όπου έμεναν οι δαιμονισμένοι και έτσι ο χώρος εκείνος έγινε ο φόβος και ο τρόμος των ανθρώπων, και από δημιούργημα του Θεού έγινε κατοικητήριο των δαιμόνων. Το άλλο είναι τα ζώα, οι χοίροι, που δέχθηκαν την μανία των δαιμόνων. Και το τρίτο ήταν η θάλασσα μέσα στην οποία πνίγηκαν οι χοίροι.
Όλη η δημιουργία του Θεού ήταν καλή από την αρχή, ακόμη και αυτός ο εωσφόρος ήταν αρχάγγελος, φωτεινός. Ο Θεός δεν δημιούργησε τίποτε το κακό, αλλά όλα ήταν εξ αρχής καλά, γι α?τό μετά από κάθε δημιουργική ημέρα γράφει ο Μωϋσής: «και είδεν ο Θεός ότι καλόν και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωΐ ημέρα μία». Όμως, ο εωσφόρος, που έγινε σατανάς, γέννησε το κακό, αυτός παρακίνησε τον άνθρωπο στην πτώση, και στην συνέχεια το κακό έπεσε σε ολόκληρη την κτίση. Στην πραγματικότητα η κτίση παρασύρθηκε από τον πεπτωκότα άνθρωπο.
Στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα βλέπουμε ότι ο άνθρωπος δαιμονίσθηκε και στην συνέχεια η γη, τα ζώα και η θάλασσα δέχθηκαν την καταστρεπτική μανία των δαιμόνων. Αυτό είναι ένα παράδειγμα στο οποίο φαίνεται πως μολύνεται η κτίση από την καταστρεπτική μανία του διαβόλου, αλλά και από τον εμπαθή άνθρωπο. Όλοι κάνουν λόγο για το λεγόμενο οικολογικό πρόβλημα, που τείνει να καταστρέψη τα οικοσυστήματα, αλλά και αυτήν την ίδια την ζωή μας και την γη στην οποία ζούμε. Όλοι επιρρίπτουν ευθύνες στις Κυβερνήσεις των Χωρών και στους ανθρώπους που αποβλέπουν στο εμπόριο και παραβλέπουν τις επιπτώσεις που έχει η βαρειά βιομηχανία σε όλον τον πλανήτη, αλλά αγνοούν ότι όλα αυτά προέρχονται από τον διάβολο και τα πάθη δια των οποίων ενεργεί. Σήμερα τα πάντα είναι μολυσμένα, η γη, το νερό, ο αέρας, η θάλασσα, τα ζώα και φυσικά αυτή η μόλυνση εισέρχεται μέσα στο σώμα μας δια των τροφών.
Πέρα από το οικολογικό πρόβλημα, συγχρόνως ο άνθρωπος μολύνει και με άλλο πνευματικό τρόπο την κτίση. Ενώ όλη η κτίση που είναι το δημιούργημα του Θεού και φανερώνει την δόξα Του και το μεγαλείο Του, όπως το βλέπουμε σε πολλούς Ψαλμούς του Δαυίδ, εν τούτοις ο άνθρωπος μολύνει την κτίση με τις αμαρτίες του και τα ατοπήματά του. Ιδίως την περίοδο του Καλοκαιριού, τις περισσότερες φορές, αντί το δάσος και η θάλασσα να είναι τόποι δοξολογίας του Θεού, γίνονται τόποι αμαρτίας. Οι άνθρωποι έχουν συνδέσει τις διακοπές τους με μια ελεύθερη από περιορισμούς ζωή.
Πρέπει να αγαπούμε την φύση, να την σεβόμαστε ως δημιούργημα του Θεού, και να δοξάζουμε τον Θεό. Οι δε καλοκαιρινές διακοπές μας πρέπει να συνδυάζονται με ψυχική ξεκούραση που το έχουμε πραγματικά ανάγκη και όχι με ψυχική επιβάρυνση.Η μόλυνση της φύσεως

Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ



Παρασκευή 12 Ιουλίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΑΤΕΡΩΝ Δ΄ ΣΥΝΟΔΟΥ

Σχετική εικόναΓράφει ο Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος,
Ιεροκήρυξ της Ι. Μητρ. Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης
Αρκετές φορές ακούγεται από ορισμένους η φράση (ίσως για να δικαιολογήσουν τη δική τους άστατη ζωή), ότι καλά και άριστα τα λέει το Ευαγγέλιο, αλλά δεν εφαρμόζονται τα προστάγματά του…
Η Κυριακή όμως αυτή που ορίστηκε ως «Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Δ ΄ Οικουμ. Συνόδου, μας δηλώνει ξεκάθαρα ότι όχι απλώς το Ιερό Ευαγγέλιο είναι εφαρμόσιμο, αλλά πλείστοι όσοι, αγωνίστηκαν, βίωσαν τα μηνύματά του και η αγάπη τους προς τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, τους ανέβασε στα καταπληκτικά ύψη της Πατρότητας. Πρόκειται για τους Αγίους αυτούς οι οποίοι αγωνίστηκαν σε δύσκολες εποχές να προσφέρουν ανόθευτο τον αυθεντικό αποκαλυπτικό λόγο στην κοινωνία της στρατευομένης μας Εκκλησίας.
Το να τολμά κάποιος να κάνει λόγο για της μεγάλες αυτές μορφές της Εκκλησίας, που ως «αστέρες πολύφωτοι» φωτίζουν τα σκότη της άγνοιας και της αμαρτίας, είναι σα να θέλει να αποδείξει πως το φως είναι αυτό που καταυγάζει και χαροποιεί τους υγιείς οφθαλμούς των ανθρώπων…
Και πράγματι. Ο λόγος του Κυρίου, στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής «υμείς εστέ το φως του κόσμου», ισχύει περισσότερο απ’ όλους στους Πατέρες μας. Με τους αγώνες και τα ασκητικά τους παλαίσματα, με την παρρησία και τη γνήσια ομολογία τους, έγιναν το «φως του κόσμου».
Κατέστησαν τους εαυτούς τους ως πολιτεία που βρίσκεται επάνω σε όρος, και έτσι, όλοι, θέλοντας και μη την ατενίζουν. Και ακριβώς επειδή κατόρθωσαν τον άριστο συνδυασμό θεωρίας και πράξεως, γι’ αυτό και οι άνθρωποι, βλέποντας τα καλά τους έργα, δοξάζουν τον «Πατέρα τον εν τοις ουρανοίς».
Ακόμα οι μεγάλες αυτές μορφές, μας έκαναν σαφές με τον τρόπο ζωής τους, το απόλυτο του θείου λόγου. Ότι δηλ. έχει τόσο κύρος και δύναμη το Ευαγγελικό κήρυγμα ώστε «…έως αν παρέλθη ο ουρανός και η γη, ιώτα εν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου έως αν πάντα γένειται» (Ματθ. Ε ΄ 18) δηλ. Έως ότου παρέλθη ο ουρανός και η γη, ένα γιώτα ή μία γραμμή δεν θα ακυρωθεί από το νόμο, αλλά όλα θα γίνουν.
Πόση αλήθεια η διαφορά των Οικουμενικών Πατέρων από εμάς σήμερα που φθάσαμε στο κατάντημα να διακρίνουμε τις εντολές, σε εφαρμόσιμες και μη!…
Πόσο τραγική, όντως, η κατάσταση των σημερινών «χριστιανών» που με τη δική τους θεωρία και πράξη, βγάζουν «ψεύτικο» τον Ευαγγελικό λόγο, αφού αναίσχυντα ισχυρίζονται ότι η σημερινή εποχή δεν επιτρέπει τα «άκρα της Εκκλησίας». Και λέγοντας αυτά εννοούν τα «πάθη της ατιμίας» και άλλες καταστάσεις οι οποίες είναι «αισχρόν εστί και λέγειν»…
«Τα πάγχρυσα στόματα του λόγου», συγκλονίζονταν ακόμα και μπροστά σε έναν άστοχο λόγο ή άτοπο λογισμό που ενδεχομένως λόγω απροσεξίας να τους ξέφευγε. Γνώριζαν πολύ καλά ότι δεν θέλει και πολύ ο άνθρωπος, από απροσεξία ή από το μίσος και τη μανία του εχθρού, να λύσει μία των εντολών. Εβίωναν έως μυελού οστέων το λόγο του Κυρίου Ιησού: «Ος εάν ουν λύσει μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων και διδάξει ούτω τους ανθρώπους, ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών…» (Ματθ. Ε ΄ 19) δηλ. Εκείνος ο οποίος θα καταργήσει μία από τις εντολές αυτές τις πολύ μικρές και θα διδάξει έτσι τους ανθρώπους, θα είναι πολύ μικρός για τη βασιλεία των ουρανών. (δηλ. θα αποκλειστεί από τη βασιλεία των ουρανών).
Αυτή ακριβώς η «φυλακή του νοός», η «προσοχή των αισθήσεων» και η απόλυτη προσαρμογή τους στις Ευαγγελικές επιταγές που διασώζει και ερμηνεύει αυθεντικά η Ορθοδοξία, τους έκανε να δεχθούν και το μεγάλο χάρισμα της ανόθευτης ποιμαντικής διακονίας. Ένα δηλ. υψηλότατο δώρο του Παναγίου Πνεύματος, το οποίο ελάχιστοι αξιώνονται να λάβουν, αφού αυτό απαιτεί εκ μέρους του ανθρώπου «ιδρώτα και αίμα»…
Οι θείοι Πατέρες, δεν ήταν οι μισθωτοί ποιμένες ώστε να αφήσουν το ποίμνιο να το «αλωνίσουν» οι κακόδοξοι και αιρετικοί. Και ενώ στο ποίμνιο μελωδούσαν το θείον κήρυγμα με τον «αυλό της θεολογίας», αντιθέτως, μπροστά στο φοβερό κίνδυνο της αλλοιώσεως του ορθού δόγματος και του χριστιανικού ήθους, έπαιρναν στα χέρια «την σφενδόνην του Πνεύματος», και έτρεπαν σε άτακτη φυγή τους λύκους των αιρέσεων.
Οι 630 θεοφόροι Πατέρες της Δ ΄ Οικουμ. Συνόδου, η οποία συνεκλήθει στη Χαλκηδόνα το 451 επί Αγίων Αυτοκρατόρων Μαρκιανού και Πουλχερίας, εξέδωσαν όρον Δογματικόν περί της υποστατικής ενώσεως των δύο εν Χριστώ φύσεων.
Καταδίκασαν τις κακόδοξες διδασκαλίες που δίδασκαν ότι ο Χριστός έχει μόνο μία φύση. Ακόμα η μεγάλη αυτή Σύνοδος, καταδίκασε τον Ευτυχή και τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας των Μονοφυσιτών Διόσκορο.
Τέλος οι Πατέρες εξέδωσαν 30 Ιερούς κανόνες οι οποίοι περιέχονται στο Ιερό Πηδάλιο και έχουν να κάνουν με την ορθή διοίκηση της Εκκλησίας μας.
Φυσικά η Δ ΄ Οικουμ. Σύνοδος, δεν έφερε κάτι το καινούργιο που δεν υπήρχε μέχρι τότε στο χώρο της Εκκλησίας μας. Αυτό που ήδη υφίστατο και το βίωνε το σώμα των πιστών, οι Πατέρες το διευκρίνισαν το οριοθέτησαν, και έτσι βοηθήθηκαν και βοηθούμαστε οι πιστοί στο να γνωρίζουμε ποια ακριβώς είναι η πίστη μας. Ποιοι οι όροι αυτής της πίστεως με τις τόσες υπαρξιακές προεκτάσεις στη ζωή μας.
Είθε να δώσει η Κεφαλή της Εκκλησίας μας, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, να συνειδητοποιήσουμε τον μοναδικό δρόμο προς σωτηρίαν τον οποίο διασφαλίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία, και με οδηγούς τους Πατέρες μας να πορευόμαστε στην προκοπή και στον προσωπικό εξαγιασμό, πράγμα βέβαια που αποτελεί και τον προορισμό μας.
Αμήν.

Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΝΤΕΣ

 



Τῶν Ἁγίων Πάντων: Ἑβρ. ια΄ 33 – ιβ΄ 2

Aδελφοί, οἱ ἅγιοι πάντες διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαν­το δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κα-κουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι. Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς, τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι᾿ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν ᾿Ιησοῦν.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΝΤΕΣ

1. ΠΟΣΟ ΑΞΙΖΟΥΝ ΟΙ ΑΓΙΟΙ

   Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ εἶναι ἀφιερωμέ­νη σ’ ὅλους τοὺς Ἁγίους τῆς Πίστεώς­ μας, γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους, ποὺ ἀ­­­γά­πησαν πολὺ τὸν Θεὸ καὶ ἔζησαν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του. Ἀμέτρητοι μάλιστα ἀπ’ αὐτοὺς ἔδωσαν ἀκόμη καὶ τὴ ζωή τους γιὰ τὴν πίστη τους. Στὸ ἀ­­­ποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ θεῖος Παῦ­λος κάνει μία ἀναφορὰ στοὺς Ἁγίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ἐξυμνεῖ τὴν πίστη τους. Ὅλοι αὐτοί, λέει, ἔδειξαν μεγάλη γενναιότητα καὶ πέτυχαν τὴν πρα­­γματοποίηση τῶν ὑποσχέσεων ποὺ­ τοὺς ἔδωσε ὁ Θεός. Ἔφραξαν τὰ στό­ματα τῶν λιονταριῶν, ἔσβησαν τὴν καταστρεπτικὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέ­­­φυγαν τὸν κίνδυνο τῆς σφαγῆς, πῆραν δύναμη καὶ θεραπεύθηκαν ἀπὸ ἀρρώ­στιες· ἀναδείχθηκαν ἀνίκητοι στὸν πόλεμο, ἔτρεψαν σὲ φυγὴ τὶς ἐχθρι­κὲς παρατάξεις καὶ τὰ πολυπληθὴ στρα­τεύ­ματά τους. Μὲ τὴν πίστη στὴ δύ­­ναμη τῶν ἀπεσταλμένων τοῦ Θεοῦ Προφητῶν­ ὁρισμένες γυναῖκες εἶδαν νά ἀνα­σταί­νονται οἱ νεκροὶ συγ­γενεῖς τους. Ἄλλοι ἐπίσης βασανίστηκαν σκληρὰ μέ­­­­­χρι θανάτου, ἐπειδὴ δὲν δέχθηκαν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους· κι ἄλλοι δο­­­­κί­μασαν σκληροὺς πειρασμούς, ἐ­μπαι­γμούς, μαστιγώσεις,­ φυλακίσεις.­ Λιθοβολήθηκαν, πριονίσθη­καν, σφα­γιάσ­θηκαν. Κι ἄλλοι περιφέρονταν σὰν με­­τανάστες ἐδῶ κι ἐκεῖ. Περιπλανιοῦνταν στὶς ἐρη­μιές, στὰ βουνὰ καὶ σὲ σπηλιὲς τῆς γῆς. Ἔζησαν μέσα σὲ στερήσεις, ὑπέφεραν θλίψεις καὶ κακοπάθειες.­ Ὅ­­­λοι αὐτοὶ ἔ­­­χουν ἀνεκτίμητη ἀξία. Ὁλό­κληρος ὁ κό­­­σμος δὲν ἀξίζει ὅσο οἱ ἅγιοι αὐτοὶ ἄν­­δρες, κι οὔτε μπορεῖ νὰ συ­γκριθεῖ μ’ αὐτούς. Καὶ ὅλοι αὐτοί, ἐνῶ ἔδειξαν τέ­­τοια πίστη μέχρι αὐτοθυσίας, δὲν πῆ­­ραν ἀκόμη τὴν ἀμοιβή τους ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ περιμένουν κι ἐμᾶς γιὰ νὰ ἀ­­­­­πολαύσουν μαζί μας τὴ δόξα τοῦ οὐρα­νοῦ. Καὶ νὰ σκεφθεῖ κανεὶς ὅτι ὁ ἀπό­στολος Παῦλος ἔχει ὑπ’ ὄψιν του μόνο τοὺς Ἁγίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Τί θὰ ἔλεγε ἄραγε γιὰ τοὺς Ἁγίους τῆς Και­νῆς Διαθήκης; Τί θὰ ἔλεγε γιὰ τὴν ἀ­­­ρετή­ τους, τὴν ἀξιοθαύμαστη μαρτυρία­ καὶ τὸ μαρτύριό τους;
   Πόσο λοιπὸν ἀξίζουν οἱ Ἅγιοι; Ὁλό­κλη­ρη ἡ κτίση μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀν­θρώ­πους της ἐὰν ἀντιπαρατεθεῖ μπροστά τους, δὲν θὰ βρεθεῖ κάτι ποὺ νὰ ἀξίζει ὅσο οἱ Ἅγιοι. Διότι αὐτοὶ σήκωσαν ἐπάνω τους τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν πορεία ὅλου τοῦ κόσμου. Ἀπέδειξαν μὲ τὴ ζωή τους τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, δόξασαν τὸν Θεὸ μὲ τὴ ζωή τους καὶ τὴν ὁμολογία τους. Αὐτοὶ ἔδειξαν στοὺς γύ­ρω τους πόσο ψηλὰ μπορεῖ νὰ φθάσει ὁ ἄνθρωπος, σὲ ποιὰ ὕψη ἀρετῆς καὶ αὐταπαρνήσεως καὶ προσφορᾶς μπο­ρεῖ νὰ ἀνέλθει.
   Οἱ Ἅγιοι δὲν πέθαναν ποτέ. Ζοῦν ἀνά­μεσά μας. Τοὺς αἰσθανόμαστε ὁλο­ζών­τανους νὰ πρεσβεύουν γιὰ μᾶς. Νὰ δέ­ονται γιὰ τὸν κόσμο μας. Νὰ μᾶς μεταγγίζουν τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτοὺς ὁ Θεὸς δὲν καταστρέφει τὸν κόσμο. Γι’ αὐτοὺς δὲν ἐγκαταλείπει καὶ ὅλους ἐμᾶς ποὺ παραβαίνουμε τόσο εὔκολα τὸ θέλημά του. Ἂς ἐκτιμήσουμε λοιπὸν τὴν ἀξία τους. Ἂς γνωρίσουμε τὴ ζωή τους κι ἂς μιμηθοῦμε τὸ ἅγιο παράδει­γμά τους.

2. ΜΕ ΥΠΟΜΟΝΗ

   Στὴ συνέχεια ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς καλεῖ νὰ ἐμπνευστοῦμε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους μας. Ἔχοντας, λέει, κι ἐμεῖς τριγύ­ρω μας ἕνα τόσο μεγάλο σύννεφο μαρτύρων τῆς πίστεως, ἂς πετάξουμε ἀ­­­πὸ
πάνω μας κάθε φορτίο βιοτικῶν φρον­τίδων, καὶ πολὺ περισσότερο τὴν ἁμαρ­τία, στὴν ὁποία εὔκολα κανεὶς παρασύρεται. Κι ἂς τρέχουμε μὲ ὑπομονὴ στὸν ἀγώνα ποὺ προβάλλει ἐμπρός μας. Καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ ἂς μὴ στρέφουμε τὰ βλέμ­ματά μας παρὰ μόνο στὸν Κύριό μας, ποὺ εἶναι ὁ ἀρχηγὸς τῆς πίστεώς μας καὶ μᾶς τελειοποιεῖ σ’ αὐτήν. Αὐτὸς γιὰ τὴ χαρὰ ποὺ εἶχε μπροστά του καὶ θὰ δοκίμαζε, ὅταν μὲ τὸ πάθημά του θὰ ἔσωζε πολλούς, ὑ­­­πέμεινε σταυρικὸ θάνατο καὶ περιφρό­νησε τὴ ντροπὴ καὶ τὴν ἀτίμωση τοῦ θανάτου αὐτοῦ. Καὶ γι’ αὐτὸ καὶ ἔχει καθίσει τώρα ἔνδοξος στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ.
   Ἀγώνας δρόμου λοιπὸν εἶναι ἡ ζωή μας. Σ’ αὐτὸν τὸν ἀγώνα, μᾶς λέει ὁ ἀ­­­πόστολος Παῦλος, πρέπει νὰ τρέχουμε­ μὲ ὑπομονή. Διότι ὁ ἀγώνας τῆς ζωῆς­ μας ἔχει φορτία δυσβάστακτα, βάσα­να καὶ προβλήματα. Καθημερινὰ ἀντι­με­τω­πίζουμε ἀρρώστιες, οἰκονομι­κὲς δυσκο­λίες, πειρασμούς· κάποτε καὶ ἀ­­­δι­κί­ες καὶ συκοφαντίες ποὺ τραυματίζουν βαθιὰ τὴν ψυχή μας. Σ’ ὅλες αὐτὲς τὶς δύσκολες ὧρες λοιπὸν ἂς στρέ­φουμε τὸ νοῦ μας στὸν ἀργηγὸ τῆς πίστεώς μας, τὸν Κύριο Ἰησοῦ, ποὺ τό­­σα ὑπέφερε γιὰ μᾶς. Πόσο πόνεσε γιὰ μᾶς ὁ Ἅγιος τῶν ἁγίων! Ἔτρεξε ποτάμι τὸ πανάχραντο αἷμα του ἀπὸ τὶς πληγὲς ποὺ τοῦ ἄνοι­ξαν οἱ σταυρωτές του. Μὲ πόση ὅμως ὑ­­­πομονὴ ὑπέμεινε τὰ τόσο σκληρὰ Πά­θη του! Κανεὶς δὲν βασανίσθηκε τόσο πολὺ ὅσο ὁ Χριστός μας. Ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῆς πίστεώς μας ἀκολούθησαν τὸ παράδειγμα τῆς ὑπομονῆς τοῦ Κυρίου μας. Σήκωσαν βαρύτατο φορτίο πόνου καὶ δοκιμασιῶν.
   Μήπως λοιπὸν ἐμεῖς εἴμαστε καλύτεροι ἀπ’ αὐτοὺς γιὰ νὰ μὴν ἔχουμε δοκιμασίες; Ἐκεῖνοι ἅγιοι, ἐμεῖς ἁμαρτωλοί. Ἐκεῖνοι ὑπέφεραν τὰ πάντα, κι ἐμεῖς ἐ­­­λάχιστα. Ἂς βλέπου­με λοιπὸν τὸ δικό τους παράδειγμα, καὶ προπαντὸς τὸ πα­ράδειγμα τοῦ Κυρίου μας, κι ἂς μάθουμε κι ἐμεῖς νὰ ἀγω­νιζόμαστε μὲ ὑπομο­νὴ στὸ δικό μας ἀγώνα. Νὰ σηκώνουμε ἀγόγγυστα τὶς δοκιμασίες μας μὲ προθυμία καὶ πίστη, μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐλπίδα. Γιὰ νὰ καθίσουμε κάποτε κι ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸν Κύριο στὸν ἔνδοξο θεϊκό του θρό­νο πλημμυρισμένοι στὸ φῶς καὶ στὴ δό­ξα του.     ΣΩΤΗΡ

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

Κυριακή Β’ Ματθαίου -

Κυριακή Β’ Ματθαίου - Κάλεσε και εμένα ;;

Μαρτζούχος π.Θεοδόσιος , 


 -Να, εμείς τα εγκαταλείψαμε όλα και σε ακολουθήσαμε, τι άραγε θα συμβεί με μας;
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το περιστατικό, διερωτάται:
-Τι εγκατέλειψες, Πέτρο; Ποιά όλα; Τά χιλιομπαλωμένα δίχτυα και την μισοσαπισμένη βάρκα σου;
Και επεξηγεί:
-Ναι. Άφησε όλη την ζωή του: αυτή ήταν η ζωή του. Δεν έχει αξία για τον Χριστό το πόσα θα αφήσεις ή θα δώσεις (το έδειξε και με την διδασκαλία του για το δίλεπτο της χήρας), αλλά η ελευθερία (από αγάπη για το πρόσωπό Του) απ’ αυτά, που μέχρι να συναντήσεις τον Χριστό, αποτελούσαν την ζωή σου. Μια τέτοια κίνηση φανερώνει, ότι πλέον έχεις ζωή σου, τον Χριστό!
Τέσσερεις αγράμματοι ψαράδες, ανοιχτοί στην έκπληξη και στην καλή γοητεία, ‘’βλέπουν’’ στο πρόσωπο του Χριστού την ποιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και ζωής, και κάνουν μια κίνηση-άλμα ελευθερίας- από το λίγο και το μικρό προς το πολύ και το απέραντο. Συνειδητοποιούν για την δική τους μέχρι τώρα ζωή το λίγο και το μικρό, και για την όντως ζωή που βρίσκεται μπροστά τους το πολύ και το απέραντο!! Αφήνουν την δουλειά τους (ευθέως αφέντες τά δίκτυα), αφήνουν και τις σχέσεις αίματος (αφέντες το πλοίον και τον πατέρα αυτών) και ακολουθούν Αυτόν, χωρίς τον Οποίον η δουλειά, από έκφραση αγάπης  για τα πρόσωπα των δικών μας, γίνεται κουραστικό μαγκανοπήγαδο. Και οι σχέσεις, από έκφραση κοινότητας θαλπωρής, γίνονται απλώς συνύπαρξη.
Εκείνοι τότε αυτά, σε μια πορεία διδασκαλίας  αυτών που άκουσαν και είδαν και τα οποία, όλοι συνυπέγραψαν, πλην ενός, με το δικό τους αίμα.
Κυριακή Β' Ματθαίου - Κλήση και ανταπόκριση - Χριστιανική ...Εμείς τώρα, στο κάλεσμα του Χριστού, πώς άραγε ανταποκρινόμαστε; Τι είναι αυτό που μας δυσκολεύει και πλέον οι ακολουθούντες τον Χριστόν είναι μειοψηφία; Όσοι αρνούνται να ακολουθήσουν τον Χριστό, βρίσκουν συνήθως χίλιες δικαιολογίες γιατί, αν αποφάσιζαν να δεχθούν το Χριστό, θα ήταν σαν να απαρνιόνταν τον εαυτό τους. Δεν βλέπουν το κέρδος που θα είχαν μ’ αυτή την αλλαγή. ‘Εχουν ένα φόβο που δεν τον παραδέχονται, γιατί κρατιούνται μέσα στα σκύβαλα, που γι αυτούς είναι το παν. Ζητούν, λένε, ένα λόγο περισσότερο σοβαρό! Δεν είπε δα, καί τίποτε το νέο ο Χριστός!  Αυτά που είχε πεί η Ανατολή και η Δύση αιώνες πριν! Δεν είναι λοιπόν τόσο μεγάλος! Ας τον θαυμάζουν οι απαίδευτοι και ας τον υπακούουν οι απλοϊκοί!!
Μια τέτοια τοποθέτηση, δεν θέλει να δει και να αναγνωρίσει ότι μια μεγάλη αλήθεια είναι νεκρή αφού διστάζουμε να την εφαρμόσουμε και την ξεχάσαμε σχεδόν! Μια τέτοια τοποθέτηση δεν θέλει να διακρίνει, αν ανάμεσα στην διδασκαλία του Χριστού και σε κάποιες αρχαίες διδασκαλίες υπάρχει κάποια εγγύτητα ιδεών, ή αν είναι μονάχα κάποια απήχηση και λεκτική ομοιότητα! Δεν θέλει να ομολογήσει ότι ο Χριστός διδάσκει πρώτα τους Εβραίους στους οποίους ο νόμος του Θεού ήταν ήδη γνωστός! Δεν αντέχει να πει φωναχτά ότι άλλο η ευγένεια, η γλυκύτητα και η σύνεση και άλλο η θυσιαστική αγάπη.
Οι απόστολοι καλούνται σε θυσιαστική αγάπη.
Όλοι οι Χριστιανοί καλούνται σε θυσιαστική αγάπη. Αυτήν την θυσιαστική αγάπη κατάλαβαν οι απόστολοι και αισθάνθηκαν μια υποσυνείδητη ώθηση να κάνουν ό,τι μπορούν, ώστε αυτά τα λόγια να μη μείνουν μόνο λόγια.
Αυτούς τους ψαράδες, που θα χανόντουσαν στην αφάνεια της ανωνυμίας, ο Χριστός τους έκανε Αγίους, που σήμερα εμείς τους αγαπάμε τους ευχαριστούμε, τους προσκυνούμε και τους επικαλούμαστε. Ο Χριστός ήρθε ‘’να βάλει φωτιά’’ για να καεί ό,τι δεν αξίζει και δεν έχει ζωή. Σ όλους τους καιρούς μπορούν να αναπηδήσουν φλόγες, αρκεί να υπάρχει το χέρι που θα βάλει φωτιά.
Πού θα βάλει φωτιά, κάθε χέρι που ακολουθεί το Χριστό και τον αγαπάει;  Στα ‘’δίχτυα και στις βάρκες’’ του ο καθένας μας. Όχι στα επαγγελματικά, αλλά στα ψυχικά! Σε όσα μας δεσμεύουν και μας κρατούν υποτελείς. Θα πρέπει να βάλουμε φωτιά με το πνεύμα του Θεού στην… βαρεία ύλη πού μας τελματώνει. Θα πρέπει να βάλουμε φωτιά με την εσωτερική καθαρότητα των κινήτρων, σε κάθε αμαρτία προσωπική και κοινωνική. Θα πρέπει να βάλουμε φωτιά με τον αγώνα ψυχικής τελειότητας στην δική μας διαφθορά αλλά και σε κάθε διαφθορά.
Όταν κάτι τέτοιο γίνει, τότε θα ισχύει και η κατάληξη του 23ου στίχου του Ευαγγελίου (Ματθ. 4.18-23), ο Λόγος του Χριστού θα θεραπεύσει  ‘’κάθε αρρώστια και κάθε μολυσματική αδυναμία’’ στον λαό.
 Η εξομολόγηση είναι το ‘’χέρι’’ που βάζει φωτιά για να καθαρίσει ο εαυτός μας από ‘’άχρηστα και επιβλαβή’’!! Χωρίς αυτή την φωτιά τίποτε δεν αλλάζει. Η τυφλή μας υπερηφάνεια μας κάνει να νομίζουμε ότι είμαστε αθώοι, αλλά ο Πέτρος μας θυμίζει αιώνια …’’ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί, Κύριε’’. Όταν και μείς το αναγνωρίσουμε κάτι τέτοιο (ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί, Κύριε) τότε Εκείνος θα μας ρωτήσει αν Τον αγαπάμε και θα μας στείλει να ‘’δείξουμε τον εαυτό μας στους ιερείς’’ (Λουκ. 5,14) για να καθαριστούμε, ώστε κανένα ‘’δίχτυ’’ να μη μας δεσμεύει, και καμιά ‘’λέπρα’’ να μην εμποδίζει, την επικοινωνία και την αγάπη μ’ Εκείνον και τους αδελφούς μας.

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2024

Πεντηκοστή: Η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος

 






Πεντηκοστή: Η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος

http://agiosthomas.gr 

Στην Παλαιά Διαθήκη, η Πεντηκοστή ήταν η εορτή που γινόταν πενήντα μέρες μετά από το Πάσχα. Όπως στο Πάσχα εορταζόταν η έξοδος των Ισραηλιτών από τη δουλεία της Αιγύπτου, έτσι και στην Πεντηκοστή εορταζόταν η δωρεά των δέκα εντολών από τον Θεό στον Μωυσή στο όρος Σινά.

Στη νέα Διαθήκη του Μεσσία, το Πάσχα παίρνει ένα νέο νόημα με τον εορτασμό του θανάτου του Χριστού και της Αναστάσεώς Του, την έξοδο των ανθρώπων από τον αμαρτωλό κόσμο στη Βασιλεία του Θεού. Και στην Καινή Διαθήκη επίσης, η εορτή της Πεντηκοστής πληρούται και ανακαινίζεται με τον ερχομό του «νέου νόμου», την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος στους Αποστόλους του Χριστού.

«Καὶ ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι» (Πράξ. 2, 1-4).

Το Άγιο Πνεύμα, που ο Χριστός υποσχέθηκε στους Αποστόλους, ήρθε την ημέρα της Πεντηκοστής (Ιωάν. 14, 26· 15, 26· Λουκ. 24, 46· Πράξ. 1, 5). Οι Απόστολοι έλαβαν «δύναμιν ἐξ ὕψους» και ξεκίνησαν να κηρύττουν και να μαρτυρούν για τον Ιησού ως τον αναστημένο Χριστό, τον Βασιλέα και Κύριο. Αυτή η στιγμή παραδοσιακά αποκαλείται στον Χριστιανισμό ως η γενέθλιος ημέρα της Εκκλησίας.



Στις ακολουθίες της Πεντηκοστής, ο ερχομός του Αγίου Πνεύματος εορτάζεται μαζί με την πλήρη αποκάλυψη της Αγίας Τριάδος: Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Η πληρότητα της Θεότητος δηλώνεται με τον ερχομό του Πνεύματος στον άνθρωπο, και οι εκκλησιαστικοί ύμνοι εορτάζουν αυτή την εκδήλωση ως την τελική πράξη της αυτοαποκάλυψης και αυτοπροσφοράς του Θεού στη Δημιουργία Του. Για αυτό τον λόγο η Κυριακή της Πεντηκοστής καλείται και «Ημέρα της Αγίας Τριάδος» στην Ορθόδοξη Παράδοση. Συχνά αυτή τη μέρα η εικόνα της Αγίας Τριάδος -συγκεκριμένα αυτή των τριών αγγελικών μορφών που εμφανίστηκαν στον Αβραάμ, τον προπάτορα της χριστιανικής πίστης- τοποθετείται στο κέντρο του Ναού. Αυτή η εικόνα χρησιμοποιείται μαζί με την παραδοσιακή εικόνα της Πεντηκοστής, που αποτελεί και την αυθεντική και πρωτότυπη απεικόνιση της Εκκλησίας· στην εικόνα αυτή απεικονίζονται οι πύρινες γλώσσες πάνω από τα κεφάλια των Αποστόλων (και της Παρθένου Μαρίας σε κάποιες εκδοχές του εικονογραφικού θέματος), οι οποίοι κάθονται σε ημικύκλιο, στη μέση του οποίου εικονίζεται ένα συμβολικό πρόσωπο: ο κόσμος.

Με την Πεντηκοστή έχουμε την τελική συμπλήρωση του έργου του Ιησού Χριστού και το ξεκίνημα της μεσσιανικής εποχής της Βασιλείας του Θεού, μυστικώς παρούσας σ’ αυτό τον κόσμο μέσα στην Εκκλησία του Μεσσία. Γι’ αυτό τον λόγο η πεντηκοστή ημέρα αποτελεί το ξεκίνημα μιας εποχής πέραν των ορίων αυτού του κόσμου, καθώς το πενήντα αποτελεί τον αριθμό που συμβολίζει, στην ιουδαϊκή και χριστιανική ευσέβεια, την αιώνια και ουράνια πλήρωση: επτά φορές το επτά, συν ένα.

Έτσι, η Πεντηκοστή είναι μία αποκαλυπτική μέρα, που σημαίνει τη μέρα της τελικής αποκάλυψης. Καλείται επίσης και εσχατολογική μέρα, που σημαίνει τη μέρα του τελικού πληρώματος (η λέξη «ἔσχατον» σημαίνει το «τέλος»). Γιατί όταν έρθει ο Μεσσίας και φανεί η μέρα του Κυρίου, τότε θα είναι παρούσες και οι έσχατες ημέρες, στις οποίες, κατά τα λόγια του Θεού, «ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα» (Πράξ. 2, 17). Αυτή είναι η αρχαία προφητεία στην οποία αναφέρεται ο Απόστολος Πέτρος κατά το πρώτο κήρυγμα της Χριστιανικής Εκκλησίας, που ειπώθηκε την πρώτη Κυριακή της Πεντηκοστής (Πράξ. 2, 17· Ιωήλ 3, 1-5).

Άλλη μια φορά πρέπει να σημειωθεί πως η Πεντηκοστή δεν είναι απλά ο εορτασμός ενός γεγονότος που συνέβη πριν από αιώνες. Είναι ο εορτασμός αυτού που πρέπει να γίνει και γίνεται σε μας, στην Εκκλησία, σήμερα. Όλοι έχουμε πεθάνει και αναστηθεί μαζί με τον Μεσσία και Βασιλιά μας. Είμαστε «ναοί του Αγίου Πνεύματος». Ο Θεός κατοικεί μέσα μας (Ρωμ. 8· Α΄ Κορ. 2-3 και 12· Β΄ Κορ. 3· Γαλ. 5· Εφ. 2-3). Εμείς με την ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας έχουμε λάβει τη «σφραγίδα τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» με το μυστήριο του Χρίσματος. Καθένας από εμάς έχει αξιωθεί προσωπικά της χάριτος της Πεντηκοστής.

Η θεία Λειτουργία της Πεντηκοστής επαναφέρει και πάλι στο νου το βάπτισμά μας εν τω Χριστώ, με τον στίχο από την Προς Γαλάτας που ξανά αντικαθιστά τον Τρισάγιο Ύμνο. Ειδικοί στίχοι από τους Ψαλμούς αντικαθιστούν τους αντιφωνικούς Ψαλμούς της Λειτουργίας. Το Αποστολικό και το Ευαγγελικό ανάγνωσμα μας μιλούν για τον ερχομό του Πνεύματος στους ανθρώπους. Το κοντάκιο ψαλμωδεί την αντιστροφή της Βαβέλ, καθώς ο Θεός ενώνει τώρα τα έθνη με την ενότητα του Πνεύματος. Το απολυτίκιο διακηρύσσει τη σύναξη σύμπαντος του κόσμου στο «δίκτυον» του Θεού, μέσα από το έργο των «αλιέων ανθρώπων» (Ματθ. 4, 19 και Μάρκ. 1, 17), δηλαδή των Αποστόλων. Οι ύμνοι «Βασιλεῦ Οὐράνιε» και «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν» άδονται για πρώτη φορά μετά το Πάσχα, καλώντας το Άγιο Πνεύμα να «σκηνώσῃ ἐν ἡμῖν» και διακηρύσσοντας πως «ἐλάβαμε Πνεῦμα ἐπουράνιο». Ο Ναός είναι διακοσμημένος με άνθη και φύλλα του καλοκαιριού, για να καταδειχθεί πως η θεϊκή πνοή, ως το «ζωοποιὸν Πνεῦμα», έρχεται και ανακαινίζει όλη την κτίση. Στα Εβραϊκά, η ίδια λέξη, η λέξη ruach (ρούαχ), χρησιμοποιείται και για το Πνεύμα και για την πνοή και για τον άνεμο.

«Εὐλογητὸς εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ πανσόφους, τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας, καταπέμψας αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, καὶ δι᾿ αὐτῶν, τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας· Φιλάνθρωπε, δόξα σοι» (Τροπάριο).

«Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρὸς τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε· καὶ συμφώνως δοξάζομεν, τὸ πανάγιον Πνεῦμα» (Κοντάκιον).

Ο Μέγας Εσπερινός το απόγευμα της Πεντηκοστής έχει τρεις εκτενείς προσευχές κατά τις οποίες οι πιστοί γονατίζουν για πρώτη φορά μετά το Πάσχα. Τη Δευτέρα μετά την Πεντηκοστή είναι για την Ορθόδοξη Εκκλησία η εορτή του Αγίου Πνεύματος· η Κυριακή μετά την Πεντηκοστή είναι η εορτή των Αγίων Πάντων. Αυτή είναι η λογική λειτουργική σειρά, μιας και ο ερχομός του Αγίου Πνεύματος πληρούται με τον εξαγιασμό των πιστών και αυτός εξάλλου είναι και ο σκοπός της δημιουργίας και της σωτηρίας του κόσμου «ὅτι ἐγὼ εἰμι Κύριος ὁ Θεός ὑμῶν, καὶ ἁγιασθήσεσθε καὶ ἅγιοι ἔσεσθε, ὅτι ἅγιος εἰμι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεός ὑμῶν…» (Λευιτ. 11, 44-45· Α΄ Πετρ. 1, 15-16).

π. Θωμάς Χόπκο, Δόγμα και λατρεία Βασικό εγχειρίδιο για την ορθόδοξη πίστη, Τόμος: 1ος, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα, 2

Τετάρτη 29 Μαΐου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ


Беседа Христа с самарянкойΆνθρωπε! Αν εξακολουθείς να πιστεύεις πως η σω­ματική τροφή και το ποτό είναι ικανά να θρέψουν και να ξεδιψάσουν την ψυχή σου, θα βρεθείς στο επίπεδο όπου βρίσκονται τα οικόσιτα ζώα και τα άγρια κτήνη. Αν κατόρθωσες να ξεπεράσεις το επίπεδο αυτό κι ελπί­ζεις πως η ψυχή σου μπορεί να τραφεί και ν' αναζωο­γονηθεί από την ανθρώπινη σοφία και το εγκόσμιο κάλ­λος, τότε θα βρεθείς στο επίπεδο εκείνων που έχουν απο­κτήσει ημι-εμπειρία, ημι-ανάπτυξη. Η πρώτη σκέψη είναι ανόητη, η δεύτερη (η ελπίδα) είναι στείρα. Στο δεύτερο αυτό επίπεδο ακούς τα βογγητά και τις κραυ­γές του διψασμένου κόσμου και νομίζεις πως είναι τρα­γούδια κι ευωχίες, μια προσπάθεια να ξεδιψάσει κανείς με τη δίψα των άλλων.
Αν ξεπέρασες το επίπεδο αυτό κι ένιωσες μια ανέκφραστη δίψα, που καμιά πηγή στον κόσμο δε θα μπορούσε να τη σβήσει - που δε θα μπο­ρούσε ούτε κι ολόκληρος ωκεανός να τη σβήσει - τότε έχεις αποκτήσει πραγματική εμπειρία, είσαι άνθρωποςαληθινός. Μόνο όταν βρεθείς στο επίπεδο αυτό της ακό­ρεστης πνευματικής δίψας, της δίψας εκείνης που ένιω­σε κι ο Δαβίδ, θα κατανοήσεις με πληρότητα το σημε­ρινό ευαγγέλιο.
***
«Έρχεται ουν εις πόλιν της Σαμαρείας την λεγομένην Συχάρ, πλησίον του χωρίου ο έδωκεν Ια­κώβ Ιωσήφ τω υιώ αυτού» (Ιωάν. δ’, 5). Η πε­ριοχή ολόκληρη από την Ιουδαία μέχρι τη Γαλιλαία ονομάζεται Σαμάρεια. Το όνομά της το έλαβε από το βουνό Σαμάρεια. Ο δρόμος από την Ιερουσαλήμ προς τη Γαλιλαία εξακολουθεί να περνάει από τη Συχάρ (τη σημερινή Ασκάρ). Εκεί είναι ένα κομμάτι γης που το είχε αγοράσει ο Ιακώβ από τους γιους του Εμώρ κι έχτισε εκεί ένα θυσιαστήριο, που το ονόμασε «Θεός του Ισραήλ» (Γεν. λγ’, 19-20). Αργότερα ο Ιακώβ δώρησε τη γη αυτή στο γιο του Ιωσήφ.
«Ην δε εκεί πηγή του Ιακώβ, ο ουν Ιησούς κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας εκαθέζετο ούτως επί τη πηγή· ώρα ην ωσεί έκτη» (Ιωάν. δ’, 6). Η πηγή αυτή είχε το όνομα του Ιακώβ είτε επειδή ο προπάτοράς μας Ια­κώβ είχε κατοικήσει κοντά στο πηγάδι αυτό μαζί με τα κοπάδια του είτε επειδή το πηγάδι αυτό το έφτιαξε ο ίδιος.
Κουρασμένος από τον απόκρημνο και ανηφορικό δρόμο από την Ιερουσαλήμ ως εκεί, ο Κύριος κάθησε δίπλα στο πηγάδι για να ξεκουραστεί. Η έκτη ώρα, όπως τη μετρούσαν στην Ανατολή, ήταν η μεσημβρία. Ο Κύριος έφτασε εκεί την ώρα που ο ήλιος μεσουρανούσε κι η ζέστη ήταν μεγάλη. Ήταν κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας που έκανε για τη σωτηρία μας, όπως κεκοπιακώς ήταν κι αργότερα, όταν ανέβαινε στο σταυρό αιμό­φυρτος και πονεμένος. Γιατί δεν ταξίδεψε νύχτα, που είχε και δροσιά;
Οι νύχτες για τον Κύριο ήταν αφιερω­μένες στην προσευχή. Κι αν υποθέσουμε στη συγκεκρι­μένη περίπτωση πως θα ταξίδευε νύχτα, το ευαγγέλιο θα ήταν φτωχότερο κατά ένα μοναδικό γεγονός κι από μια πολύ διδακτική και σωστική αποκάλυψη. Ταξίδευε μέρα, με τα πόδια, στους ανηφορικούς κι απότομους δρόμους και με μεγάλη ζέστη, κουρασμένος και διψασμένος, γιατί βιαζόταν να εκμεταλλευτεί κάθε στιγμή του επίγειου βίου Του, μέρα και νύχτα, για τη σωτηρία μας.
«Έρχεται γυνή εκ της Σαμαρείας αντλήσαι ύδωρ. Λέγει αυτή ο Ιησούς· δός μοι πιείν» (Ιωάν. δ’, 7). Ο ευαγγελιστής τονίζει πως η γυναίκα ήταν Σαμαρείτιδα, επειδή οι Ιουδαίοι χαρακτήριζαν τους Σαμαρείτες ως ειδωλολάτρες. Δός μοι πιείν, της είπε ο Κύριος.
Ήταν κουρασμένος και διψασμένος, σημάδι πως το σώμα Του ήταν αληθινά ανθρώπινο σώμα κι όχι ομοίωμα, όπως ισχυρίστηκαν κάποιοι αιρετικοί. Όπως το σώμα Του δάκρυζε για τους ανθρώπους, όπως υπόφερε από τους πό­νους Του στο σταυρό, έτσι είχε και την αίσθηση της πεί­νας και της δίψας. Αν το ήθελε, θα μπορούσε βέβαια να ξεπεράσει την ανάγκη αυτή, ν' απαλλαγεί απ' αυτήν. Θα μπορούσε με τη θεϊκή Του δύναμη να την αναστεί­λει για κάποιο διάστημα ή και να την καταργήσει εντελώς.
 Πώς όμως έτσι θά ‘δειχνε ότι ήταν αληθινός άνθρωπος; Πώς θα μπορούσε «κατά πάντα τοις αδελφοίς ομοιωθήναι» (Εβρ. Β’, 17), πώς θα τους ονόμαζε αδελφούς Του; Πώς θα μπορούσε να μας διδάξει την υπομονή και την καρτερία στις θλίψεις, αν ο ίδιος δεν είχε υποφέρει και δεν είχε υπομείνει τις θλίψεις και τους πειρασμούς; Και τελευταίο, θα μπορούσε η τελική νίκη Του νά ‘χει τη λαμπρότητα που μας δυναμώνει και μας φωτίζει στις δυσκολίες της ζωής μας, αν ο ίδιος δεν τα είχε υπομείνει πρώτος όλα και μάλιστα στον ύψιστο βαθμό; Θα ρωτήσει κανείς:
  «Πώς γίνεται Εκείνος που μπορούσε να πολλαπλασιάσει τους άρτους και να περ­πατάει στο νερό, όπως σε στέρεο έδαφος, να μην μπο­ρεί μετά από ένα τόσο κοπιαστικό και μακρύ ταξίδι, μ' ένα Του λόγο (ή και με μια Του σκέψη) ν' ανοίξει ξαφ­νικά μια πηγή με νερό στο βράχο ή στην άμμο και να σβή­σει τη δίψα του;» Σίγουρα αυτό ανήκει στη δύναμή Του. Το έκανε ο Μωυσής αυτό στην έρημο. Το έκαναν και πολλοί άγι­οι στό όνομά Του, από τότε που υπάρχει η Εκκλησία μας. Πώς λοιπόν δεν μπορούσε να το κάνει ο ίδιος;
Μπο­ρούσε, μα δεν ήθελε. Ποτέ Του δεν έκανε ούτε ένα μο­ναδικό θαύμα μόνο για το δικό Του καλό, για να ταΐσει, να ποτίσει ή να ντύσει τον εαυτό Του. Όλα τα θαύμα­τα τα έκανε για τους άλλους. Δέν υπάρχει σκιά ιδιοτέ­λειας στη ζωή Του. Ακόμα κι όταν μικρό παιδί έφυγε για ν' αποφύγει το ξίφος του Ηρώδη, δεν το έκανε για τον εαυτό Του, αλλά για χάρη των ανθρώπων. Η ώρα Του δεν είχε φτάσει ακόμα.
Όταν όμως ολοκλήρωσε το έργο Του ανάμεσα στους ανθρώπους, δεν προσπάθη­σε ν' αποφύγει το θάνατο, δεν έφυγε. Αντίθετα, πήγε να τον συναντήσει. Όλα τα λόγια του Χριστού, κάθε συ­μπεριφορά Του και κάθε έργο που έκανε σ' όλη τη διάρ­κεια της επίγειας ζωής Του, τα πάντα καθοδηγούνταν από την απεριόριστη αγάπη Του για τους ανθρώπους, καθώς κι από την απεριόριστη σοφία Του.
Δός μοι πιείν. Ο Δημιουργός το ζητάει αυτό από το πλάσμα Του. Τα λόγια αυτά αντηχούν εδώ και δυό χι­λιάδες χρόνια. Τα λόγια αυτά δεν τα είπε μόνο στη Σαμαρείτιδα. Απευθύνονται σ' όλες τις γενιές των ανθρώ­πων, ως τη συντέλεια του κόσμου.
Δός μοι πιείν, λέει σήμερα ο Χριστός στον καθένα μας. Ο Δημιουργός του νερού, Εκείνος που παρέχει τις θάλασσες και τους ωκεανούς, τα ποτάμια και τις πη­γές, δεν το λέει αυτό επειδή διψάει για νερό. Διψάει για την αγαθή μας θέληση, για την αγάπη μας. Όταν του δίνουμε κάτι, δεν είναι από το δικό μας, αλλ' από το δι­κό Του. Κάθε ποτήρι νερό που έχουμε στη γη δικό Του είναι, Εκείνος το δημιούργησε.
 Για κάθε ποτήρι ψυχρού ύδατος που δίνουμε στους αδελφούς Του τους ελα­χίστους, έχει πληρώσει με το τίμιο αίμα Του. Με την ανεξάντλητη κι αμίμητη ταπείνωσή Του όμως δε ζητά­ει από τη Σαμαρείτιδα ως Δημιουργός από το πλάσμα Του, αλλ' ώς άνθρωπος από άνθρωπο. Μας δείχνει έτσι την ταπείνωσή Του και φανερώνει την περιορισμένη και ενδεή ανθρώπινη φύση Του. Ο άνθρωπος έχει το δικαί­ωμα να ζητήσει κάτι από κάποιον άλλον, όπως έχει και το καθήκον να εξυπηρετήσει και να ελεήσει τον άλλον.
«Οι γαρ μαθηταί αυτού απεληλύθεισαν εις την πό­λιν ίνα τροφάς αγοράσωσι» (Ιωάν. δ’, 8). Ο Κύριος δεν ήταν μόνο κουρασμένος και διψασμένος, αλλά πει­νούσε κιόλας, όπως κι οι μαθητές Του.
Είναι κι αυτή μια ακόμα απόδειξη πως ήταν αληθινός άνθρωπος και πως δεν έκανε θαύματα στις περιπτώσεις που η θαυματουργία δε λειτουργούσε για το γενικότερο καλό, για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο ευαγγελιστής αναφέρει την απουσία των μαθητών, ώστε να εξηγήσει για ποιο λόγο ο Κύριος ζήτησε νερό από τη γυναίκα. Αν οι μα­θητές ήταν εκεί θα είχαν βγάλει εκείνοι νερό, οπότε η γυναίκα δε χρειαζόταν ν' αναφερθεί.
Σε κάθε περίπτω­ση η θεία πρόνοια ήθελε να δημιουργήσει την ευκαιρία για τη δική μας διδαχή, ώστε όταν κι εμείς συναντάμε τον εχθρό μας στην ανάγκη του, να τον βοηθάμε. Κι όταν το έθνος μας βρίσκεται σε έχθρα με τους γειτονι­κούς λαούς, εμείς σαν άνθρωποι να μην τολμάμε να επε­κτείνουμε την έχθρα σε κάθε άνθρωπο του έθνους αυτού. Όταν μας δοθεί η ευκαιρία, είναι καθήκον μας να βοηθάμε κάθε άνθρωπο που έχει ανάγκη, χωρίς να προ­σέχουμε αν ανήκει στο δικό μας έθνος ή όχι.
«Λέγει ουν αυτώ η γυνή η Σαμαρείτις· πώς συ Ιου­δαίος ων παρ’ εμού πιείν αιτείς, ούσης γυναικός Σαμαρείτιδος; ου γαρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις» (Ιωάν. δ’, 9). Η γυναίκα είχε την άποψη που είχαν όλοι στην εποχή της, πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να μι­σεί μόνο ένα εχθρικό έθνος, αλλά και κάθε άνθρωπο που ανήκει στο έθνος αυτό. Στην παραβολή του Καλού Σα­μαρείτη ο Κύριος επισήμανε την έχθρα και το μίσος που ένιωθαν οι Ιουδαίοι για τους Σαμαρείτες. Και το γε­γονός αυτό εξηγεί γιατί κι οι Σαμαρείτες ένιωθαν το ίδιο μίσος για τους Ιουδαίους. Για να σπάσει το φράγ­μα του μίσους ανάμεσα στα έθνη, πρέπει πρώτα να σπά­σει κανείς το φράγμα που δημιουργεί το μίσος ανάμε­σα στους ανθρώπους. Αυτός είναι ο μοναδικός λογικός τρόπος για να θεραπεύσει κανείς το ανθρώπινο γένος από τη μεγάλη αρρώστια του αμοιβαίου μίσους.
«Απεκρίθη Iησούς και είπεν αυτή· ει ήδεις την δω­ρεάν του Θεού, και τις εστιν ο λέγων σοι, δός μοι πιείν, συ αν ήτησας αυτόν και έδωκεν αν σοι ύδωρ ζων» (Ιω­άν. δ’, 10). Η δωρεά του Θεού πρέπει να κατανοηθεί τό­σο με την υλική όσο και με την πνευματική έννοια. Από την υλική άποψη η δωρεά του Θεού πρέπει να κατανοή­σουμε πως αναφέρεται σ' όλα όσα ο Θεός με την αγα­θότητά Του δημιούργησε και έδωσε για χρήση και βοή­θεια στον άνθρωπο.
Αν εσύ, γυναίκα, γνώριζες πως το νερό αυτό δεν ανήκει ούτε στους Σαμαρείτες ούτε στους Ιουδαίους, αλλ' είναι του Θεού· αν γνώριζες πως όταν ο Θεός δημιούργησε το νερό αυτό δεν έβαλε πινακίδες που να λένε πως «αυτό είναι για τους Σαμαρείτες» ή «για τους Ιουδαίους», αλλά «για τους ανθρώπους», τό­τε θα έβγαζες το νερό αυτό με δέος, αφού είναι δώρο Θεού, και θα το έδινες στο διψασμένο άνθρωπο να πιει με ακόμα μεγαλύτερο δέος, αφού το προσφέρεις στο πλάσμα του Θεού. Ο κόσμος ολόκληρος είναι ένα δώρο του Θεού στον άνθρωπο· κι ο άνθρωπος είναι δώρο Θε­ού στον κόσμο.
Από πνευματική άποψη τώρα, η δωρεά του Θεού είναι ο ίδιος ο Κύριος. Παραδίνοντας ολόκληρο τον ορα­τό κόσμο στον άνθρωπο από την αγάπη Του, ο Θεός του δίνει τον ίδιο Του τον εαυτό.
Αν εσύ, γυναίκα, γνώ­ριζες τι πολύτιμο δώρο έστειλε ο Θεός στους Ιουδαίους και στους Σαμαρείτες, καθώς και σ' όλους τους άλλους λαούς χωρίς εξαίρεση, η ψυχή σου θα έτρεμε. Θα έκλαι­γες από χαρά, θα έμενες άφωνη από θαυμασμό, δε θα τολμούσες να σκέφτεσαι καν για αμοιβαία έχθρα και για μίσος ανάμεσα στους Ιουδαίους και τους Σαμα­ρείτες.
Να ξέρεις πως αν επρόκειτο να σου αποκαλυφτούν όλα τα μυστήρια Εκείνου που τώρα μιλάει μαζί σου, Αυτού που κρίνοντας από την εξωτερική Του εμφάνιση τον λογαριάζεις για κάποιον συνηθισμένο άνθρωπο, που από τα ρούχα που φοράει κι από τον τρόπο που μιλάει τον θεωρείς Ιουδαίο, συ αν ήτησας αυτόν και έδωκεν αν σοι ύδωρ ζων.
Με το ύδωρ ζων εννοεί ο Κύριος την φω­τιστική και ζείδωρη δύναμη του Αγίου Πνεύματος που υποσχέθηκε στους πιστούς. «Ο πιστεύων εις εμέ... πο­ταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος. Τούτο δε είπε περί του Πνεύματος ου έμελλον λαμβά­νειν οι πιστεύοντες εις αυτόν» (Ιωάν. ζ’, 38-39). Η γυ­ναίκα όμως δεν ήξερε και δεν καταλάβαινε τίποτα απ’ όλ’ αυτά και γι’ αυτό συνέχισε να ρωτάει:
«Λέγει αυτώ η γυνή· Κύριε, ούτε άντλημα έχεις, και το φρέαρ εστί βαθύ· πόθεν ουν έχεις το ύδωρ το ζων; μη συ μείζων ει του πατρός ημών Ιακώβ, ος έδωκεν ημίν το φρέαρ, και αυτός εξ αυτού έπιε και οι υιοί αυτού και τα θρέμματα αυτού;» (Ιωάν. δ’, 13, 14). Δούλους δεν έχεις, δοχείο δεν έχεις, το πηγάδι είναι βαθύ. Πώς λοι­πόν θ' αντλήσεις το δροσερό και ζωογόνο νερό; Η γυ­ναίκα έβλεπε τον Κύριο κάτω από το κάλυμμα της ανθρώπινης σάρκας, τον λογάριαζε κάποιον συνηθισμέ­νο θνητό, έναν αβοήθητο άνθρωπο. Ύδωρ ζων, και τό­τε και τώρα, ονομάζεται το νερό που βγαίνει από πηγή, σε αντίθεση με το νερό που αντλούμε από πηγάδια και στέρνες.
 Υπάρχει όμως και πηγαδίσιο νερό που ονομάζεται δροσερό, ζων ύδωρ, όταν το πηγάδι αυτό τροφοδοτείται από πηγή. Η πηγή βρίσκεται στον πυθμένα του πηγαδιού, απ' όπου ρέει το νερό και το γεμίζει.
 Σε κάποια στιγμή όμως της έρχεται μια δεύτερη σκέψη και βιάζε­ται να την εξωτερικεύσει: μη συ μείζων ει του πατρός ημών Ιακώβ;
Σα νά 'θελε να πει: Μήπως μπορείς εσύ να δημιουργήσεις μια άλλη πηγή νερού, δίπλα στην πρώτη; Ο πατέρας μας Ιακώβ δε δημιούργησε την πηγή, αλλ' απλά την έχτισε και την περιόρισε. Αν εσύ μπορείς να δημιουργήσεις μια άλλη πηγή, να φτιάξεις τρεχούμενο νερό, αυτό θα ήταν ύδωρ ζων, και τότε βέβαια θα ήσουν μείζων του πατέρα μας Ιακώβ. Είσαι ανώτερος από εκείνον; Το πηγάδι αυτό του Ιακώβ έχει τόσο άφθονο νερό, ώστε απ' αυτό ήπιε ο ίδιος, ήπιαν τα παιδιά του, τα ζωντανά του κι όλοι εμείς που ζούμε εδώ κοντά, καθώς κι οι ταξιδιώτες που περνούν απ' εδώ, κι οι επισκέπτες. Κι αυτό γίνεται αιώνες τώρα και το νε­ρό στο πηγάδι δε στερεύει. Μήπως εσύ μπορείς να κά­νεις κάτι καλλίτερο κι ανώτερο απ' αυτό;
Τα λόγια αυτά της Σαμαρείτιδας από τη μια φανε­ρώνουν την υπερηφάνεια της για τον πατέρα τους Ια­κώβ. Από την άλλη διατυπώνουν κάτι περισσότερο από αμφιβολία, κάτι σαν ειρωνεία στον Κύριο Ιησού.
 Δεν ήταν τόσο αγενής και δημόσια η ειρωνεία όσο εκείνη που έγινε κατά την ανάσταση της κόρης του Ιαείρου, όταν οι άνθρωποι που άκουσαν τον Κύριο να τους λέει πως κοιμάται το κορίτσι τον περιγελούσαν (κατεγέλων αυτού), ήταν όμως μια έμμεση και κρυφή ειρωνεία. Ο Κύριος όμως που σκοπό Του είχε να τραβήξει τους ανθρώπους από τη λάσπη της αμαρτίας, ήταν προετοι­μασμένος να δεχτεί εμπαιγμούς και ειρωνείες τόσο από ανθρώπους όσο κι από δαίμονες. Γι' αυτό και δε μέμ­φεται τη γυναίκα γι' αυτήν την αιχμηρή ειρωνεία, αλλά προχωρεί με στόχο τη σωτηρία της ψυχής της:
«Απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτή· πας ο πίνων εκ του ύδατος τούτου διψήση πάλιν· ος δ' άν πίη εκ του ύδατος ου εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήση εις τον αιώνα, αλλά το ύδωρ ο δώσω αυτώ γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδα­τος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. δ’ 13, 14).
Ο Κύριος δεν απαντά στη γυναίκα με τον τρόπο που θά 'θελε εκείνη. Δε θα της πει πόσο ανώτερος είναι από τον Ιακώβ. Εκείνος βλέπει την αιτία της παρανόησης ανά­μεσα στον ίδιο και στη γυναίκα, η γυναίκα όμως δεν τη βλέπει. Η παρανόηση προέρχεται από το γεγονός ότι Αυτός της μιλάει για το πνευματικό νερό, το ζωογόνο.
Η γυναίκα όμως είναι μαθημένη να σκέφτεται με τη γήινη αντίληψη, εκείνη που νιώθουν κι οι αισθήσεις. Εκείνη κατανοεί το νερό που μπορεί να δει, που δημι­ούργησε ο Θεός για να ξεδιψάει πρόσκαιρα τη φυσική δί­ψα. Το ζων ύδωρ για το οποίο μιλάει ο Κύριος είναι η ζωοποιός θεία χάρη που αναζωογονεί και ξεδιψάει την ψυχή, που την οδηγεί στην αιώνια ζωή, ενώ ακόμα βρί­σκεται στην παρούσα. Όταν η ζωοποιός αυτή χάρη εισέρχεται στον άνθρωπο, ανοίγει μέσα του μια ανεξάντλη­τη πηγή ζωής, χαράς και δύναμης.
«Λέγει προς αυτόν η γυνή· Κύριε, δός μοι τούτο το ύδωρ, ίνα μη διψήσω μηδέ έρχωμαι ενθάδε αντλείν» (Ιωάν. δ', 15). Η γυναίκα βρίσκεται ακόμα εγκλωβι­σμένη στη δική της αντίληψη, σκέφτεται ακόμα το επί­γειο νερό. Στην καλλίτερη περίπτωση θά 'παιρνε τον Κύριο για κάποιον μάγο, ικανό να κάνει ένα θαύμα με απάτη. Για να εξουδετερώσει λοιπόν την ανθρώπινη αυτή αντίληψη της γυναίκας ο Κύριος, γυρίζει ξαφνικά τη συζήτηση σε άλλο θέμα.
«Λέγει αυτή ο Ιησούς· ύπαγε φώνησον τον άνδρα σου και ελθέ ενθάδε. απεκρίθη η γυνή και είπεν· ουκ έχω άνδρα. Λέγει αυτή ο Ιησούς· καλώς είπας ότι άνδρα ουκ έχω· πέντε γαρ άνδρας έσχες, και νυν ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ· τούτο αληθώς είρηκας» (Ιω­άν. δ’ 16-18).
Της το είπε αυτό για να την μάθει να σκέφτεται πνευματικά, όχι σαρκικά. Ο Κύριος δεν το λογαριάζει συνετό να κάνει κάποιο θαύμα μπρο­στά της, μα να δείξει πως ο ίδιος είναι προφήτης. Ξέ­ρει πως αυτό θα έχει το ίδιο δυνατό αποτέλεσμα με τη θαυματουργία. Ύπαγε φώνησον τον άνδρα σου. Ο Κύριος γνωρίζει πως δεν έχει άντρα, μα θέλει ν' ακούσει τη δική της απάντηση. Την ταρακουνά, φα­νερώνοντας την παντογνωσία Του.
Πέντε γαρ άνδρας έσχες. Αυτή ήταν μια δυνατή έκπληξη για τη γυναίκα. Τώρα όμως ακούει κι ένα ένοχο μυστικό της, που πολύ θά 'θελε να κρύψει, όπως: και νυν ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ. Αυτό λειτούργησε σαν κεραυνός που άστραψε στον γαλανό ουρανό.
Αλλά μην κατακρίνεις τη Σαμαρείτιδα, ανθρώπινη ψυχή. Μη την καταδικάζεις. Ρώτησε καλύτερα τον εαυ­τό σου: «Ποιός είναι ο σύζυγός μου;». Δεν είχες ήδη πέ­ντε άντρες ίσαμε τώρα; Κι ο σύντροφος που έχεις τώρα δεν είναι κάποιος άλλος κι όχι ο νόμιμος σύζυγός σου; Η ψυχή είναι εκκλησία. Κεφαλή της εκκλησίας είναι ο Χριστός. Με λίγα λόγια, σύζυγος (νυμφίος) της χρι­στιανικής ψυχής είναι ο ίδιος ο Κύριος.
Αν όμως παραμένεις δεμένη σ' αυτόν τον κόσμο, αν είσαι «συζευγμέ­νη» μ' αυτόν κι αν οι πέντε αισθήσεις σου είναι ταιρια­σμένες μαζί του, τότε θα βρίσκεσαι στην ίδια αμαρτω­λή και δύστυχη κατάσταση όπου βρέθηκε κι η Σαμαρείτιδα. Αν είσαι δυσαρεστημένη κι απογοητευμένη από τις αισθήσεις σου, τότε τις έχεις πραγματικά απορ­ρίψει, έχεις πάρει διαζύγιο απ' αυτές. Τότε θα είναι σαν πέντε νεκροί σύζυγοι, οπότε εσύ αποφασίζεις να ζήσεις με τον έκτο σύντροφο, που βέβαια δεν είναι νόμιμος σύ­ζυγός σου, αλλά διάδοχος των άλλων πέντε, που όλοι μαζί ολοκληρώνουν την αισθητική σου αντίληψη. Αυτό είναι το ψέμμα κι η λάσπη που έχουν μαζέψει οι αισθή­σεις μέσα σου κι έχουν σχηματίσει ένα σωρό από σκου­πίδια.
 Η συνομιλία του Κυρίου με τη Σαμαρείτιδα είναι συζήτηση του Θεού με την άπιστη ψυχή.
Η συνομιλία αυτή περιέχει ένα μήνυμα για σένα. Είναι συνομιλία ανάμεσα στον Ουράνιο Νυμφίο και τη νύμφη Του, την ψυχή του ανθρώπου. Αυτός είναι ο λόγος που ο Κύριος επικέντρωσε τη συζήτησή Του στον άντρα της Σαμαρείτιδας. Θα μπορούσε να εκτυλιχτεί διαφορετικά η συ­ζήτηση μαζί της, να της φανέρωνε με άλλον τρόπο πως ήταν προφήτης. Θά μπορούσε να της αποκαλύψει κάποιο άλλο μυστικό δικό της ή των γονιών της ή των γειτό­νων της στο Συχάρ. Κι η γνώση αυτή να είχε καταπλή­ξει εξίσου τη γυναίκα.
Σκόπιμα όμως έφερε τη συζήτη­ση στο σύζυγο της γυναίκας, επειδή αυτό έχει να προ­σφέρει κάτι και σε σένα. Σε σένα καθώς και σ' όλες τις ψυχές που δημιούργησε από την αρχή και θα συνεχίσει να δημιουργεί ως τη συντέλεια του κόσμου. Η ερώτη­ση για το σύζυγό σου, ψυχή, είναι η σπουδαιότερη κι η πιο αποφασιστική. Όποιος κι αν είναι ο σύντροφός σου, είσαι σύζυγος του προσώπου αυτού.
Αν σύντροφός σου είναι ο κόσμος, θα καταστραφείς μαζί του. Αν σύντρο­φός σου είναι η αμαρτία, θα πεθάνεις μαζί της. Αν σύ­ντροφός σου είναι ο διάβολος, θα είσαι μαζί του αιώνια. Σε οποιαδήποτε από τις παραπάνω περιπτώσεις, θα πί­νεις νερό που θα σου προκαλεί όλο και περισσότερη δίψα. Μόνο αν ομολογήσεις τον Κύριο Ιησού Χριστό ως νόμιμο Σύζυγό σου και τον συζευχθείς με πίστη κι αγά­πη, θα πίνεις το ζων ύδωρ, το δροσερό και ζωογόνο νε­ρό που θα σε ξεδιψάσει για πάντα και θα σε οδηγήσει στη βασιλεία των ουρανών και την αιώνια ζωή.
«Λέγει αυτώ η γυνή· Κύριε, θεωρώ ότι προφήτης ει συ. οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν· και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος όπου δει προσκυνείν. λέγει αυτή ο Ιησούς· γύναι, πίστευσόν μοι ότι έρχεται ώρα ότε ούτε εν τω όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τω πατρί. υμείς προσκυ­νείτε ο ουκ οίδατε, ημείς προσκυνούμεν ο οίδαμεν· ότι η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστίν (Ιωάν. δ’, 19-22).
Ο Κύριος στοχεύει σκόπιμα ν' αγγίξει μια πνευματική χορδή της Σαμαρείτιδας. Και το κατορθώνει αυτό ανα­φέροντας το παρελθόν της. Η γυναίκα, που ως τότε ένιωθε μόνο τις αισθήσεις και την κοσμική αντίληψη να κυριαρχούν μέσα της, άρχισε ξαφνικά να αισθάνεται πως ξυπνάει η πνευματική αντίληψη, που ως τότε ήταν ναρ­κωμένη. Και το πρώτο που κάνει, είναι ν' αναγνωρίσει και να ομολογήσει το Χριστό ως προφήτη. Αυτό ήταν αρκετό σαν αρχή. Κι αμέσως μετά άρχισε ν' αναπτύσ­σεται ραγδαία το ενδιαφέρον της για τα πνευματικά πράγματα. Έτσι θέτει στον Κύριο ένα ερώτημα που ήταν πολύ επίκαιρο στις μέρες της.
Ποιό ήταν αυτό; Οι ατέλειωτες φιλονικίες που είχαν αυτήν την εποχή Ιου­δαίοι και Σαμαρείτες για τον τόπο όπου έπρεπε να λα­τρεύεται ο Θεός. Ποιός ήταν πιο θεάρεστος τόπος; Η Ιε­ρουσαλήμ ή το βουνό της Σαμάρειας; Ποιός λατρεύει καλύτερα και προσεύχεται σωστότερα στο Θεό, αυτός που κάνει μετάνοιες και προσεύχεται εδώ ή ο άλλος που κάνει μετάνοιες και προσεύχεται εκεί;
Οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν. Η γυναίκα δε λέει «εμείς», αλλά «οι πατέρες ημών». Ήθελε μ' αυτόν τον τρόπο να δώσει μεγαλύτερη σπουδαιότητα στο όρος αυτό και να δικαιώσει έτσι περισσότερο τους Σαμαρείτες της εποχής της. Ήταν σα νά 'θελε να πει: Δε διαλέξα­με εμείς το ορός τούτο για τόπο λατρείας του Θεού, αλλά οι πατέρες μας· κι εκείνοι ήταν ανώτεροι από μας και πιο κοντά στο Θεό.
Πάλι ο Κύριος δεν απαντά στη γυναίκα μ' ένα «ναι» ή ένα «όχι». Προχωρεί προσπαθώντας ν' αφυπνίσει και να στηρίξει την ψυχή της. Γύναι, πίστευσόν μοι...
Πίστε­ψε Εμένα, γυναίκα, όχι εκείνους που σου λένε πως πρέ­πει να λατρεύεις το Θεό στο όρος αυτό ή στην Ιερουσα­λήμ. Θα έρθει καιρός που προσκυνήσετε τω πατρί ούτε στο όρος αυτό ούτε στην Ιερουσαλήμ.
Ο Κύριος σκό­πιμα χρησιμοποιεί τον όρο «πατήρ» αντί γιά «θεούς» (οι Σαμαρείτες προσκυνούσαν και «Θεό» και «θεούς»). Μ' αυτόν τον τρόπο η γυναίκα θα κατανοήσει πως με την καινούργια αντίληψη για το Θεό θα μάθει και τη νέα λατρεία.
 Η λατρεία του Πατέρα δε θα εξαρτάται από συγκεκριμένο τόπο. Κι έτσι η αποκλειστικότητα που διεκδικούσαν οι Σαμαρείτες κι οι Ιουδαίοι καταργείται. Μ' αυτόν τον τρόπο ο Κύριος προφητεύει κάτι που θά γίνει σύντομα και που έχει σχέση με την έλευσή Του στον κόσμο.
Μ' όλο που ο Κύριος δίνει και στις δυο αυτές μορφές αποκλειστικότητας το ίδιο βάρος και προφητεύει το τέ­λος και των δύο, στα θέματα της γνώσης του Θεού δί­νει κάποια υπεροχή στους Ιουδαίους. υμείς προσκυνείτε ο ουκ οίδατε, ημείς προσκυνούμεν ο οίδαμεν.
Ο Κύριος γνωρίζει πως η γυναίκα τον βλέπει σαν Ιουδαίο, γι' αυτό και μιλάει σαν Ιουδαίος. Εσείς οι Σαμαρείτες, είπε, δε γνωρίζετε ποιον προσκυνάτε, γιατί προσκυνάτε πολλούς θεούς και είδωλα. Ομολογείτε τη θεότητα του Θεού του Αβραάμ και του Ιακώβ, ταυτόχρονα όμως προσφέρετε θυσία στα πολυάριθμα είδωλα των Ασσυρίων και των Βαβυλωνίων.
 Οι Ιουδαίοι γνωρίζουν τουλάχιστον πως υπάρχει ένας Θεός, μ' όλο που τον προ­σκυνούν και κείνοι, όπως και σεις, με πετρωμένες καρ­διές, με σκοτισμένο νου και νεκρές συνήθειες. Παρά ταύτα, η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστίν. Δηλαδή, λέ­ει ο Κύριος, ο Μεσσίας θα γεννηθεί από Ιουδαίους. Από Εκείνον θα έρθει η σωτηρία του κόσμου. Αυτό υποσχέ­θηκε ο Θεός στους προπάτορές μας και το ίδιο προφή­τεψαν οι προφήτες. Έτσι φρόντισε η πρόνοια του Θεού κι έτσι έγιναν τα πράγματα.
«Αλλ' έρχεται ώρα, και νυν εστιν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω πατρί εν πνεύματι και αληθεία· και γαρ ο πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν. πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Ιωάν. δ’, 23-24). Η λατρεία των Σαμαρειτών δεν είναι αλη­θινή, γιατί δεν ξέρουν ποιο θεό προσκυνούν. Η λατρεία στην Ιερουσαλήμ δεν είναι παρά σκιά της αληθινής λα­τρείας του Θεού, «σκιά των μελλούμενων αγαθών» (Εβρ. ι’, 1). Τόσο το ψεύτικο, το μη αληθινό, όπως και η σκιά, σύντομα θα εξαφανιστούν και στη θέση τους θα βασιλέψει η αληθινή λατρεία του Θεού.
Ο Ήλιος της καινούργιας μέρας ανέτειλε. Η αυγή της καινούργιας μέρας χαράζει καθαρά και διαλύει το σκοτάδι και τις σκιές. Περνάει πολύς καιρός κι εξα­κολουθεί να είναι χαραυγή. Όταν το φως της και­νούργιας μέρας λάμψει παντού, τότε οι άνθρωποι θα γνωρίσουν το Θεό ως Πατέρα και θα τον προσκυνή­σουν σαν γιοι Του, όχι σαν δούλοι Του.
 Δε θα τον λατρεύουν με λέξεις και θυσίες νεκρές, αλλ' εν πνεύ­ματι και αληθεία, με ψυχή και σώμα, με πίστη και έργα, με σοφία κι αγάπη. Ο άνθρωπος στην πληρό­τητά του θα λατρεύσει το Θεό στη δική Του πληρό­τητα. Ο άνθρωπος που συνίσταται από ψυχή και σώμα, θα τα καθαγιάσει και τα δύο στο Θεό, και θα τον προσκυνήσει με τα δύο. Οι προσκυνητές θα υποκλιθούν όχι σε κάποιο πλάσμα, μα στον ίδιο το Δη­μιουργό, όχι σε κακούς δαίμονες που εμφανίζονται σαν θεοί, αλλά στον Ένα Πολυεύσπλαχνο Πατέρα του φωτός και της αλήθειας.
 Τέτοιοι είναι οι προσκυνη τές που αναζητούν τον Ουράνιο Πατέρα. Πνεύμα ο Θεός. Ο Θεός είναι Πνεύμα, δεν είναι ούτε σάρκα ούτε άγαλμα ούτε νεκρός λόγος ή ένας τόπος.
Γι' αυτό και όσοι τον προσκυνούν, πρέπει να το κάνουν εν πνεύματι και αληθεία. Ο άνθρωπος επικοινωνεί με το θνητό κόσμο γύρω του, γι' αυτό και με τους θνητούς συμπεριφέρεται κι αυτός ως θνητός. Όταν όμως επικοινωνεί με τον αθάνατο Θεό, πρέπει να τον προσεγγίσει με ό,τι είναι αθάνατο. Όπως λέει ο από­στολος, «ου γαρ ζητώ τα υμών, αλλά υμάς» (Β' Κορ. ιβ’, 14).
Ο παλιός κόσμος υπηρετούσε το Θεό με νομικές φόρ­μες. Πρόσφερε θυσία στο Θεό τράγους και κριάρια, σε­βόταν το Σάββατο κι εκτελούσε τους απαραίτητους κα­θαρισμούς, είχε λησμονήσει όμως το έλεος και την αγά­πη. Διάβαζε τα λόγια, «θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει» (Ψαλμ. ν’, 17), μα δεν τα καταλάβαινε και γι' αυτό δεν τα τηρούσε.
  Από τώρα και στο εξής όμως θα λατρεύει το Θεό εν πνεύματι και αληθεία. Γι’ αυτό το λόγο ήρθε ο Κύριος στη γη, για να δώσει το παράδειγμα τέτοιας λατρείας και προσκύνη­σης. Η δυσωδία των τράγων και των κριαριών που προ­σφέρονταν θυσία από ανθρώπους με πέτρινες καρδιές και σκοτισμένες ψυχές, ήταν προσβλητική για το Θεό. Παλιότερα ίσως να μην ήταν δυσωδία αλλά  ευωδία. Τότε όμως οι θυσίες προσφέρονταν από τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ και το Μωυσή. Η ευωδία αυτή δεν προερχόταν από το αίμα και τις σάρκες των ζώων, αλλ' από τις ευλαβικές ψυχές και τις φιλόθεες καρδιές των πιστών δούλων Του.
Αργότερα που οι ψυχές εκείνων που έκαναν θυσίες ζώων μαράθηκαν κι οι καρδιές τους πέτρωσαν, καμιά θυ­σία δεν μπορούσε να προσφέρει ευωδία στο Θεό. Ο Θε­ός δε ζητά τη μυρουδιά που βγαίνει από τις σάρκες και το αίμα, αλλ' εκείνο που βγαίνει από τις καρδιές και τις ψυχές των ανθρώπων. Έτσι όλες οι μυρουδιές που έβγαι­ναν από τα θυσιαστήρια, για τον Κύριο ήταν δυσωδία.
 Κι αυτό ίσχυε για όλα τα θυσιαστήρια, είτε της Ιερου­σαλήμ είτε της Σαμάρειας. Πάνω σ' όλη την κόπρο του κόσμου, απ' όπου αναδυόταν η μυρουδιά κι ο θάνατος, ήρθε ο Κύριος να σπείρει τα άνθη του πνεύματος και της αλήθειας, που θα κατέστρεφαν το θάνατο και θ' αφάνιζαν τη δυσωδία. Έτσι ο νέος κόσμος παρουσιάζεται στο Θεό ως νύμφη, αγνή και καταστόλιστη.
«Λέγει αυτώ η γυνή· οίδα ότι Μεσσίας έρχεται ο λε­γόμενος Χριστός· όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα. λέγει αυτή ο Ιησούς· εγώ ειμι ο λαλών σοι. Και επί τούτω ήλθον οι μαθηταί αυτού, και εθαύμασαν ότι μετά γυναικός ελάλει· ουδείς μεν τοι είπε, τί ζητείς ή τί λαλείς μετ' αυτής; αφήκεν ουν την υδρίαν αυτής η γυ­νή και απήλθεν εις την πόλιν» (Ιωάν. δ’, 25-28).
Τί πα­ράξενο σκηνικό! Τί περίεργη αλληλουχία σκηνών και γεγονότων! Ο Κύριος στέκεται στο κέντρο μόνος Του, ακίνητος, όπως η αιωνιότητα. Η γυναίκα προκλήθηκε από τα πνευματικά λόγια του Κυρίου Ιησού και ξαφνικά θυμήθηκε τον αναμενόμενο Μεσσία, που τον περί­μεναν κι οι Σαμαρείτες όπως ακριβώς οι Ιουδαίοι. Όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα, είπε η γυ­ναίκα. Για εκείνην, όπως και για όλους τους άλλους, η ιδέα του Μεσσία ήταν κάτι μακρινό, κάτι που βρισκό­ταν πιο μακριά κι από τη γραμμή του ορίζοντα. Κι ένιω­σε μεγάλη έκπληξη όταν ο Κύριος της αποκάλυψε πως Εκείνος ήταν ο αναμενόμενος Μεσσίας. Εγώ ειμί ο λαλών σοι. Η γυναίκα έμεινε άφωνη από θαυμασμό, δεν του απάντησε. Κι εκείνη την ώρα έφτασαν οι από­στολοι από την πόλη και θαύμασαν που είδαν τον Κύ­ριο να μιλάει με μια γυναίκα και μάλιστα άπιστη, Σαμαρείτιδα. Κι έμειναν άφωνοι κι εκείνοι.
Η γυναίκα δεν ήξερε τι άλλο να ρωτήσει ή να πει. Πα­ράτησε τη στάμνα της εκεί κι έτρεξε στην πόλη. Ήθε­λε το συντομότερο ν' αναγγείλει αυτό που ανακάλυψε. Αυτή ήταν μια πολύ εκφραστική σκηνή, πιο εύγλωττη απ' όλα τα λόγια του κόσμου. Η γυναίκα έτρεξε, έφτα­σε στην πόλη και μίλησε σε όλους για τον παράξενο άνθρωπο που γνώρισε στο πηγάδι. «Μήτι ούτος εστίν ο Χριστός;».
Δεν τολμάει να πει πως «Αυτός είναι ο Χρι­στός», μ' όλο που είχε αποκτήσει εμπειρία της σπάνιας πνευματικής σοφίας Του. Έτσι, σα να διστάζει γι' αυτό που θέλει να πει, ρωτάει: Μήτι ούτος εστίν ο Χριστός; Είναι σα να ήθελε να πει:
Είμαι μια ξένη γυναίκα και δεν μπορώ να είμαι σίγουρη γι' αυτό· εσείς είστε άντρες κι οπωσδήποτε πιο προσεχτικοί και πιο λογικοί από μέ­να. Γι' αυτό «έρχου και ίδε». Έτσι η γυναίκα, τόσο με την επιτηδειότητά της όσο και με τη μετριοφροσύνη της, κατόρθωσε να τραβήξει την προσοχή όλων των κατοί­κων της Συχάρ, που «εξήλθον ουν εκ της πόλεως και ήρχοντο προς αυτόν».
Μόλις έφυγε η γυναίκα ξεκίνησε μια συζήτηση ανά­μεσα στο Διδάσκαλο και τους μαθητές Του. «Ηρώτων αυτόν οι μαθηταί λέγοντες· ραββί, φάγε». Είχαν αγο­ράσει τρόφιμα στην πόλη και του έφεραν να φάει. Κι ο δάσκαλός τους σίγουρα πεινούσε. Αντί να φάει όμως, συ­νέχισε τη θεϊκή αποστολή Του, για την όποια ήρθε στον κόσμο. Δεν έδωσε προσοχή στη σωματική πείνα. Ήταν πολύ σπουδαία στιγμή και δεν ήθελε να περάσει ανεκμετάλλευτη. Δε θ' αντάλλαζε με τίποτα την ανάγκη της ψυχής για λίγο φαγητό. Έτσι απάντησε στους μαθητές Του:
«Εγώ βρώσιν έχω φαγείν, ην υμείς ουκ οίδατε. έλεγον ουν οι μαθηταί προς αλλήλους· μή τις ήνεγκεν αυτώ φαγείν;» (Ιωάν. δ’, 32-33).
Ο Κύριος τους μιλούσε για πνευματική τροφή κι οι μαθητές Του για σωματι­κή. Η ίδια περίπου σκηνή είχε γίνει και νωρίτερα, όταν ο Κύριος μιλούσε στη γυναίκα για πνευματικό νερό και κείνη έλεγε για το νερό του πηγαδιού. Τώρα Εκείνος μιλούσε για πνευματική τροφή κι οι μαθητές Του σκέ­φτονταν τη σωματική.
«Λέγει αυτοίς ο Ιησούς· εμόν βρώμά εστίν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με και τελειώσω αυτού το έργον» (Ιωάν. δ’, 34).
Το θέλημα του Πατέρα είναι και του Υιού θέλημα, αφού ο Πατέρας κι ο Υιός μοιράζονται την ίδια ύπαρξη. Πώς λοιπόν τώρα ο Κύριος τους έλεγε για το θέλημα του Πατέρα κι όχι για το δικό Του; Γιατί μιλούσε για το έργο του Πατέρα κι όχι για το δι­κό Του; Δεν είναι το ίδιο πράγμα το θέλημα του Πατέ­ρα και το δικό Του; Δεν έχουν το ίδιο θέλημα; Δεν έχουν το ίδιο έργο; Ναι, το ίδιο έχουν. Κατονομάζει όμως το θέλημα από το οποίο καθοδηγείται: του Πατέρα Του· το έργο που έχει να εκτελέσει: του Πατέρα Του. Κι αυτά για χάρη μας. Για να διδάξει σ' έμας τους ανυπάκουους και υπερήφανους την υπακοή και την ταπείνωση.
Προσέξτε όμως πόσο ευχάριστο είναι στον Κύριο το θέλημα του Πατέρα Του! Δεν το βλέπει σαν καθήκον, αλλά σαν τροφή! Εμόν βρώμά εστιν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με, του Πατέρα μου.
Τι θεϊκό παρά­δειγμα, τι ευγενικός έλεγχος σε όλους εμάς, που όλη μέρα μιλάμε για το καθήκον μας, λες και πρόκειται για βάρος. Αν πράγματι κοιτάξουμε τον Κύριο και την τή­ρηση του θελήματός Του από τη μια μεριά και το βαρύ καθήκον Του προς τους ανθρώπους από την άλλη, πρέ­πει να παραδεχτούμε λογικά πως κανένας στον κόσμο δεν μπορεί να κάνει το θέλημα του Θεού, αν δεν το δέ­χεται τόσο ευχάριστα, όπως την καθημερινή τροφή Του.
Αυτό είναι που λέει ο Κύριος: πως κάνει το θέλημα του Πατέρα Του, όχι το δικό Του, όπως λέει και σ' ένα άλλο σημείο: «καταβέβηκα εκ του ουρανού ουχ ίνα ποιώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με» (Ιωάν. στ’, 38). Αυτό δε σημαίνει πως ο Υιός είναι κα­τώτερος από τον Πατέρα. Δείχνει απλά τη μεγάλη αγά­πη που τρέφει ο Υιός προς τον Πατέρα Του.
Ο ίδιος ευαγγελιστής αναφέρει επίσης πως ο Πατέ­ρας ακούει πάντα τον Υιό. «Εγώ δε ήδειν ότι πάντοτέ μου ακούεις» (Ιωάν. ια’, 42).
Η τέλεια υπακοή του Πα­τέρα ανταποκρίνεται έτσι στην τέλεια υπακοή του Υιού, και η τέλεια υπακοή του Αγίου Πνεύματος ανταποκρί­νεται στην τέλεια υπακοή του Πατέρα και του Υιού. Κι η τέλεια υπακοή κυριαρχεί σε ενότητα με την τέλεια αγάπη. Γι' αυτό και η αληθινή τροφή του Υιού είναι να κάνει το θέλημα του Πατέρα. Αληθινή τροφή του Πα­τέρα είναι να κάνει το θέλημα του Υιού. Κι αληθινή τρο­φή του Αγίου Πνεύματος είναι να κάνει το θέλημα του Πατέρα και του Υιού.
«Ουχ υμείς λέγετε ότι έτι τετράμηνός εστι και ο θε­ρισμός έρχεται; ιδού λέγω υμίν, επάρατε τους οφθαλ­μούς υμών και θεάσασθε τας χώρας, ότι λευκαί εισι προς θερισμόν ήδη» (Ιωάν. δ’, 35).
Λίγο νωρίτερα ο Κύριος μιλούσε στους μαθητές Του για πνευματική τροφή, τώ­ρα τους λέει για πνευματικό θερισμό. Ο πνευματικός θερισμός είναι κοντά, φαίνεται, όπως φαίνεται και ο επί­γειος θερισμός. Όταν τα στάχυα γίνονται κίτρινα ή λευκά, όλοι ξέρουν πως ο θερισμός πλησιάζει. Όταν πλή­θη ανθρώπων έρχονται κοντά στο Χριστό, είναι φανε­ρό πως ο πνευματικός καρπός έχει ωριμάσει.
Όταν οι Σαμαρείτες άκουσαν για το Χριστό από τη Σαμαρείτιδα, δεν είπαν πως η γυναίκα αυτή τρελλάθηκε, αλλά παράτησαν τη δουλειά τους κι έτρεξαν όλοι μαζί να τον δουν. Επάρατε τους οφθαλμούς υμών και θεάσασθε, δείτε τα πλήθη των ανθρώπων που τρέχουν κοντά μας! Αυτός είναι ο αγρός του Θεού. Αυτή είναι η ώριμη σοδειά που περιμένει τους θεριστές.
Έτσι είναι. «Ο μεν θερισμός πολύς, οι δε εργάται ολίγοι» (Λουκ. ι’, 2). Εσείς είστε οι θεριστές του αγρού του Θεού. Για­τί μου προσφέρετε υλική, πρόσκαιρη τροφή, όταν υπάρ­χει μπροστά μας τόσο πλούσιος κι υπέροχος θερισμός; Όταν ο νοικοκύρης βλέπει μπροστά του τέτοιο θερισμό, δεν ξεχνάει να φάει από τη χαρά του; Κι όταν βρε­θεί μπροστά σε τέτοια θαυμάσια θέα, δεν τρέχει αμέ­σως να θερίσει τη σοδειά του και να την μαζέψει στις αποθήκες όσο γίνεται πιο γρήγορα, προτού την καταστρέψει η καταιγίδα; Γι' αυτό μη φροντίζετε υπερβολικά για την τροφή σας ή για τον εαυτό σας ή για Μένα. Τρέξτε γρήγορα στο θερισμό για να μη χάσετε το μισθό σας.
«Και ο θερίζων μισθόν λαμβάνει και συνάγει καρπόν εις ζωήν αιώνιον, ίνα και ο σπείρων ομού χαίρη και ο θερίζων. εν γαρ τούτω ο λόγος εστίν ο αληθινός, ότι άλλος εστίν ο σπείρων και άλλος ο θερίζων. εγώ απέ­στειλα υμάς θερίζειν ο ουχ υμείς κεκοπιάκατε· άλλοι κεκοπιάκασι, και υμείς εις τον κόπον αυτού εισεληλύθατε» (Ιωάν. δ’, 36-38).
Στον απέραντο αγρό του Θεού, πολλές φορές δεν προλαβαίνουν οι ίδιοι εργάτες και να σπείρουν και να θερίσουν, επειδή οι μέρες του ανθρώπου είναι μετρημέ­νες. Μερικοί άνθρωποι σπέρνουν και πεθαίνουν προτού προλάβουν να δουν τον καρπό του κόπου τους. Μετά γεννιούνται άλλοι, όταν ο καρπός που έσπειραν μεγά­λωσε, ωρίμασε κι έγινε κίτρινος για θερισμό. Κι έτσι αυτοί γίνονται θεριστές και μαζεύουν τον ώριμο καρπό που δεν έσπειραν.
Ο αγρός του Θεού στη γη έχει σπαρεί από την αρχή με ζωή. Σποριάδες ήταν οι προπάτορές μας, οι άνθρω­ποι του Θεού, προφήτες και δίκαιοι, κυρίως οι προφήτες. Εκείνοι έσπειραν, μα δεν είδαν τον καρπό ν' αυξάνει και να ωριμάζει. Έζησαν όλοι με πίστη και πέθαναν με πίστη, χωρίς να δουν τους καρπούς της επαγγελίας. Τους είδαν μόνο από μακριά, με την πνευματική τους όραση (βλ. Εβρ. ια’,13).
Ο Κύριος Ιησούς είπε κάποτε στους μαθητές Του: «Πολλοί προφήται και δίκαιοι επεθύμησαν ιδείν α βλέ­πετε, και ουκ είδον» (Ματθ. ιγ’, 17). Οι σποριάδες δε βλέπουν εκείνα που βλέπουν οι θεριστές: τον καρπό και το θερισμό. Κι οι δυό τους όμως θα λάβουν μισθό για τον κόπο τους, γιατί κι οι δυό τους είναι εργάτες στον αγρό του Θεού, ίνα και ο σπείρων ομού χαίρη και ο θερίζων.
Ο Κύριος επαινεί τους κόπους και τους αγώνες των προφητών και των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης, ταυ­τόχρονα όμως ενθαρρύνει τους αποστόλους στον αγώνα του θερισμού τους. Είναι σα νά 'θελε να πει: Αυτοί έκα­ναν μεγαλύτερους αγώνες από σας, γιατί είναι πιο δύ­σκολο και πιο κουραστικό να σπέρνεις, χωρίς να βλέπεις τον καρπό στον αγρό σου, παρά να θερίζεις τον ώριμο καρπό. Εσείς μπήκατε στο δικό τους κόπο. Εκείνοι αγω­νίστηκαν και πέθαναν σαν μισθωτοί και δούλοι, χωρίς να δουν στο μεταξύ τον Κύριο του αγρού. Εσείς έχετε τον Κύριο ανάμεσά σας, εργάζεστε σαν γιοί, όχι σαν μισθω­τοί ή δούλοι. Στην ουσία ο ίδιος ο Κύριος εργάζεται, εσείς είστε οι συν-εργάτες Του. Γι' αυτό ευφρανθείτε και σπεύσετε με χαρά να θερίσετε τον ώριμο καρπό.
«Εκ δε της πόλεως εκείνης πολλοί επίστευσαν εις αυτόν των Σαμαρειτών δια τον λόγον της γυναικός, μαρτυρούσης ότι είπέ μοι πάντα όσα εποίησα» (Ιωάν. δ’, 39). Δέστε πόσο ώριμος είναι ο καρπός! Δέστε πόσο πλούσιος είναι ο θερισμός! Η διψασμένη γη ρούφηξε γρήγορα το νερό. Πολλοί Σαμαρείτες πίστεψαν στο Χριστό ακόμα και προτού τον δουν, μόνο με τα λόγια που άκουσαν από τη γυναίκα. Η Σαμαρείτιδα δεν ήταν απόστολος, ούτε κι έκανε κάποιο θαύμα. Αντίθετα μά­λιστα, ήταν μια γυναίκα αμαρτωλή. Κι έτσι όμως τα λόγια της είχαν πλούσιο θερισμό ανάμεσα σ' αυτούς τους ειδωλολάτρες. Τί ντροπή, τί αμηχανία για τους Ιουδαί­ους, τον Εκλεκτό Λαό! Εκείνοι άκουσαν από το στό­μα Του όλα τα δυνατά λόγια, μα παράμειναν κουφοί και τυφλοί, αμετανόητοι και σκληρόκαρδοι! Η Σαμαρείτιδα δεν κράτησε για τον εαυτό της τα καλά λόγια που άκουσε από τον Κύριο. Έτρεξε αμέσως να τα μεταδώ­σει και στους άλλους, γι' αυτό και της αξίζει κάθε έπαι­νος. Είναι σαν τη γυναίκα που βρήκε τη χαμένη δραχμή κι αμέσως φώναξε τις γειτόνισσές της λέγοντας: «Συγχάρητέ μοι, ότι εύρον την δραχμήν ην απώλεσα» (Λουκ. ιε’, 9).
«Ως ουν ήλθον προς αυτόν οι Σαμαρείται, ηρώτων αυτόν μείναι παρ' αυτοίς· και έμεινεν εκεί δύο ημέρας. και πολλώ πλείους επίστευσαν δια τον λόγον αυτού» (Ιωάν. δ’, 40-41). Οι Ναζαρηνοί ζητούσαν να τον γκρεμίσουν από το χείλος του όρους (βλ. Λουκ. δ’, 29), δια τον λόγον αυτού. Οι Γαδαρηνοί του ζήτησαν να τους αφήσει και να φύγει μακριά (Λουκ. η’, 37). Αυτοί εδώ οι Σαμαρείτες όμως του ζήτησαν να μείνει μαζί τους, ηρώτων αυτόν μείναι παρ αυτοίς. Ο Κύριος ανταποκρί­θηκε στο αίτημά τους κι έμεινε μαζί τους δυο μέρες. Κι ο θερισμός ήταν πραγματικά μεγάλος, πλούσιος, τόσο για εκείνους που τον πίστεψαν από τα λόγια που άκου­σαν από τη γυναίκα, όσο και για εκείνους που πίστεψαν άμεσα στα δικά Του λόγια.
Στη συνέχεια έλεγαν στη γυναίκα: «ουκέτι δια την σην λαλιάν πιστεύομεν· αυτοί γαρ ακηκόαμεν, και οίδαμεν ότι ούτός εστιν αληθώς ο σωτήρ του κόσμου ο Χριστός» (Ιωάν. δ’, 42). Δε μας είναι γνωστά όσα είπε ο Κύριος τις δυο αυτές μέρες στους πνευματικά πεινασμένους και διψασμένους ανθρώπους. Δε γράφτηκε τίποτα γι' αυτά. Δεν υπάρχει αμφιβολία όμως πως τα λόγια Του είναι ύδωρ ζων, που όταν το πίνει ο άνθρωπος δεν ξαναδιψάει ποτέ πια. Αυτό φαίνεται πρώτο από το μεγάλο πλήθος εκείνων που πίστεψαν στον Κύριο και δεύτερο από την ορθή ομολογία της πίστης τους: ούτός εστιν αληθώς ο σωτήρ του κόσμου, ο Χριστός.
Ανάμεσα στους πολλούς θεούς που πίστευαν οι Σα­μαρείτες, μέσα τους διατηρούσαν και κάποια πίστη στο Θεό του Ισραήλ. Και κρατούσαν την πίστη αυτή όχι επειδή γνώριζαν το Θεό αυτό, αλλ' από σεβασμό στον Ισραήλ (Ιακώβ), που κάποτε είχε ζήσει ανάμεσά τους. Γι' αυτό κι η Σαμαρείτιδα μίλησε για τον «πατέρα μας Ιακώβ» (Ιωάν, δ’, 13). Οι Σαμαρείτες σίγουρα θα είχαν ακούσει την προφητεία για το άστρο που θ' ανατείλει από τον Ιακώβ («ανατελεί άστρον εξ Ιακώβ», Αριθ­μοί, κδ’, 17).
Όταν ο βασιλιάς των Μωαβιτών Μπαλάκ ξεκίνησε πόλεμο εναντίον των Ισραηλιτών, κάλε­σε τον προφήτη Βαλαάμ ν' ανακοινώσει νίκη εναντίον του Ισραήλ, για να ενθαρρύνει το στρατό του. Ο Μπαλάκ υποσχέθηκε στο Βαλαάμ να του δώσει μεγάλα δώρα για τις υπηρεσίες του κι ο Βαλαάμ πήγε στο στρατόπε­δο του βασιλιά. Όταν όμως προσπάθησε να κάνει τα μαγικά του και να προφητεύσει αυτά που ήθελε ο Μπαλάκ, ξαφνικά τον επισκέφτηκε το Πνεύμα του Θεού κι άρχισε να προφητεύει όχι αυτά που ήθελε ο Μπαλάκ, αλλ' εκείνα που ήθελε ο Θεός. «Ως καλοί οι οίκοί σου Ιακώβ, αι σκηναί σου Ισραήλ». Όταν ο Μπαλάκ άκου­σε τα λόγια αυτά επιτίμησε τον Βαλαάμ, εκείνος όμως δεν πτοήθηκε και συνέχισε: «Φησί Βαλαάμ, υιός Βεώρ, φησίν ο άνθρωπος ο αληθινώς ορών, φησίν ακούων λό­για ισχυρού, όστις όρασιν Θεού είδεν εν ύπνω, αποκεκαλυμμένοι οι οφθαλμοί αυτού... ανατελεί άστρον εξ Ιακώβ, αναστήσεται άνθρωπος εξ Ισραήλ» (Αριθ. κδ’). Και να που εμφανίστηκε Εκείνος που προείδε ο Βαλαάμ από παλιά. Το άστρο έλαμψε από τη φυλή του Ιακώβ κι ήταν λαμπρότερο από τον ήλιο, πιο όμορφο από το καλλίτερο όνειρο. Κι οι Σαμαρείτες το είδαν και χάρηκαν. Το είδαν και πίστεψαν. Ήπιαν μέχρι κορεσμού το ύδωρ το ζων κι έζησαν στον αιώνα.
Ο Σωτήρας μας Χριστός δεν έδωσε το ζων ύδωρ μό­νο στους Σαμαρείτες και τους Ιουδαίους. Το έδωσε κι εξακολουθεί να το δίνει μέχρι σήμερα σε κάθε άνθρωπο που έχει επίγνωση της πνευματικής του δίψας στην έρη­μο αυτής της ζωής. Κάποτε ο Κύριος στάθηκε στην Ιε­ρουσαλήμ «και έκραξε λέγων· εάν τις διψά, ερχέσθω πρός με και πινέτω» (Ιωάν. ζ’, 37). Πρόσεξε πως το αναφέρει ο ευαγγελιστής: έκραξε.
 Ο Καλός Ποιμήν δεν ψιθυρίζει. Φωνάζει, κράζει το ποίμνιό Του, το καλεί στο νερό. Από την αγάπη Του για το ανθρώπινο γένος ο Χριστός στέκεται στη μέση της ερήμου αυτού του κόσμου και κράζει σ' όλους τους ταξιδιώτες που είναι εξα­ντλημένοι από τη δίψα. Ευλογημένοι είναι όσοι ακούνε τη φωνή Του και τον πλησιάζουν με πίστη. Ο Χριστός δε θα τους ρωτήσει ούτε ποια γλώσσα μιλάνε ούτε σε ποιο έθνος ανήκουν. Ούτε την ηλικία τους θέλει να μά­θει ούτε αν είναι πλούσιοι ή φτωχοί. Θα δώσει σε όλους ύδωρ ζων για να τους ενισχύσει και να τους αναζωογο­νήσει, να τους ανανεώσει και να τους αναγεννήσει, να τους υιοθετήσει, να τους βγάλει από το πύρινο καμίνι αυτού του κόσμου και να τους οδηγήσει στη γη της επαγ­γελίας.
Πόσο υπέροχο είσαι, ύδωρ ζων! Γλυκύτατε Σωτήρα μας, δροσερή, κρυστάλλινη κι ανανεωτική πηγή, πόσο πλούσιος και ζωοποιός είσαι! Πνεύμα Αγιο, Παράκλητε, προσάγαγε στον Κύριο Ιησού όλους εκείνους που οι ψυχές τους διψούν για την αιώνια ζωή και κραυγάζουν: «Η ψυχή μου διψά για το Θεό, για το Ζώντα Θεό!»
Δόξα και ύμνος σε Σένα, Κύριε Ιησού, μαζί με τον Πατέρα και το Αγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαί­ρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν!

(Απόσπασμα από το βιβλίο «ΟΜΙΛΙΕΣ Γ’: ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΗΜΕΡΑ – Από την Κυριακή του Πάσχα ως την Πεντηκοστή» Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Μετάφραση – Επιμέλεια ΠΕΤΡΟΥ ΜΠΟΤΣΗ – 2011)