Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

ΜΙΛΑ ΚΑΙ ΜΗ ΦΟΒΑΣΑΙ / ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ

Αποτέλεσμα εικόνας για κυριακη ιδ λουκα κηρυγμα«Οι προάγοντες επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση, αυτός δε πολλώ μάλλον έκραζεν.
Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με» (Λουκ. 18, 39)
Κραυγή λεπρών και τυφλού
Μια κραυγή, αγαπητοί, μια κραυγή ακούγεται στο Ευαγγέλιο της Κυριακής ΙΔ’ Λουκά. Πολλές κραυγές ακούστηκαν όταν ο Χριστός μας ήταν κάτω στη γη. Από πολλά στόματα βγήκαν κραυγές στο πέρασμα του Χριστού. Ήταν κραυγές πόνου και αγωνίας. Σωματικά και ψυχικά υπέφεραν τρομακτικά οι άνθρωποι. Ο πόθος της σωματικής και της ψυχικής σωτηρίας τους έκαιγε. Και γι’ αυτό σαν εμφανίστηκε ο Χριστός στον κόσμο, οι άνθρωποι έτρεξαν κοντά του και με κραυγές ζητούσαν τη βοήθεια του.
Σ’ άλλο σημείο του Ευαγγελίου του Λουκά ακούγεται η κραυγή των δέκα λεπρών. Από μακριά οι δέκα λεπροί φώναζαν, γιατί δεν μπορούσαν να πλησιάσουν κοντά απ’ τη λέπρα: «Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς» (Λουκ. 17, 13). Στο παραπάνω Ευαγγέλιο ακούμε άλλη κραυγή. Κάποιος φωνάζει. Κι αυτός από μακριά. Δεν μπορεί να πλησιάσει, αλλ’ ούτε να ιδεί το Χριστό. Είναι τυφλός. Από μακριά κραυγάζει: «Ιησού υιέ Δαβίδ, ελέησόν με».
Λεπροί και τυφλός ζητούν με αγωνία τη βοήθεια του Χριστού. Πραγματικές οι κραυγές τους, αλλά συγχρόνως και συμβολικές. Είναι οι κραυγές της κοινωνίας, της βρωμισμένης από τη λέπρα κοινωνίας- μιας κοινωνίας σάπιας απ’ το πολύ κακό και την πολλή αμαρτία- μιας κοινωνίας, που ζητά εκείνον που θα την καθαρίσει, θα την ξεπλύνει και θα εξαφανίσει τη βρωμιά, τις πληγές τής αμαρτίας. Και η κραυγή του τυφλού είναι πάλι η κραυγή του κόσμου, που ζούσε μέσα στο σκοτάδι- του αρχαίου κόσμου, που παρ’ όλα τα φώτα του πολιτισμού του, παρέμενε τυφλός όπως και πρώτα.
Είναι η κραυγή του κόσμου, που αναζητά το φως.
Κραύγασαν οι λεπροί, και τους άκουσε ο Χριστός και τους καθάρισε. Ο Χριστός είναι αυτός, που με το αίμα του, το τίμιο και πανάγιο, μας καθάρισε και μας καθαρίζει. «Το αίμα Ιησού Χρίστου του υιού του Θεού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας» (Α’ Ιωάν. 1, 7).
Κραυγάζει και ο τυφλός, για να τον ακούσει ο Χριστός, που είναι το Φως του κόσμου. Ο Χριστός, αυτός είναι που δημιούργησε το φως, που διέλυσε το αρχέγονο σκοτάδι με την προσταγή του «Γενηθήτω φως» (Γεν. 1, 3). Ο Χριστός, αυτός είναι που χαρίζει σ’ όλους τους ανθρώπους που γεννιώνται το σωματικό φως, αυτούς τους δύο φακούς, με τους οποίους συλλαμβάνουμε όλους τους ερεθισμούς του γύρω κόσμου και απολαμβάνουμε τις ομορφιές της φύσεως. Ο Χριστός, αυτός είναι που είπε κατηγορηματικά: «Εγώ ειμί το φως του κόσμου- ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής» (Ίωάν. 8, 12). Ο Χριστός, αυτός είναι που ήρθε να φέρει το φως, το θείο φως, το φως του λόγου του, τη διδασκαλία του, το φως της νέας ζωής, το φως το ανέσπερο, που φωτίζει πλούσια το δρόμο τής ζωής και οδηγεί στους πάμφωτους κόσμους του ουρανού. Ο Χριστός, αυτός είναι ο ίδιος φως, «ο αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον» (Ψαλμ. 103, 2). Ο Χριστός, αυτός είναι που ανάβει στις ψυχές το μυστικό φως. Ο Χριστός, αυτός είναι που θα μας κάνει να λάμψουμε στους ουρανούς σαν φώτα, σαν ήλιοι. Ο Χριστός, το φως το αληθινό, που φωτίζει «πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον» (Ίωάν. 1, 9).
Σ’ αυτόν λοιπόν τον Χριστό, την πηγή του φωτός, απευθύνεται ο τυφλός του Ευαγγελίου, ζητώντας το φως. Κραυγάζει: «Ιησού υιέ Δαβίδ, ελέησόν με».

Φιλαυτία και σκληρότης του κόσμου
Ας σταματήσουμε για λίγο σ’ αυτή την κραυγή. Κι ας παρακολουθήσουμε κάτι παράσιτα, που μπήκαν στη μέση και παρά λίγο να μην έφτανε η κραυγή του τυφλού στ’ αυτιά του Χριστού. Ο τυφλός δεν ήξερε στην αρχή, πως απ’ το μέρος που ζητιάνευε μέσα στην Ιεριχώ περνά ο Χριστός. Άκουσε θόρυβο μεγάλο, φωνές πολλές κοντά του, ένιωσε διαβάτες να περνάνε και ανασηκώθηκε. Άπλωσε τα χέρια, κάποιον ν’ ακουμπήσει, και με αγωνία ρώτησε τι συμβαίνει. Μερικοί βιαστικά – βιαστικά του απαντούν, πως περνά ο Χριστός, μα δεν σταματούν να του εξηγήσουν πολλά πράγματα «Ιησούς ο Ναζωραίος παρέρχεται».
Του φτάνει αυτό, για να ξεπηδήσει η ελπίδα μέσα του. Είχε ακούσει, πως ο Χριστός κάνει θαύματα και θεραπεύει ανθρώπους πούνε αθεράπευτοι για τους ανθρώπους. Κι όχι απλώς είχε ακούσει, αλλά και είχε πιστέψει. Γι’ αυτό, σαν πήρε την πληροφορία, πως εκείνη την ώρα περνά ο Χριστός, και πως για το πέρασμα του Χριστού γίνεται όλος αυτός ο θόρυβος, αμέσως ανοίγει το στόμα του και δυνατά παρακαλεί: «Ιησού υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Δεν θα τόπε μία φορά μονάχα αυτό. Θα τόπε πολλές φορές.
Κι ο κόσμος, που τον άκουγε να φωνάζει, τι θάπρεπε να κάνουν; θάπρεπε να συγκινηθούν απ’ την κραυγή του, απ’ την αγωνία του, απ’ τη μαύρη δυστυχία που ζούσε. Τι θάπρεπε να κάνουν; θάπρεπε να σταματήσουν, να τον πάρουν με στοργή και να τον οδηγήσουν από το χέρι μπροστά στο Χριστό. Τδκαναν αυτό; Όχι. Αλλά τι έκαναν; Σημειώνει ο ευαγγελιστής Λουκάς τι έκαναν. Έκαναν κάτι που έδειχνε σκληρότητα και φιλαυτία.
Είδαν εκείνοι το Χριστό. Τον άκουσαν, τον απήλαυσαν. Δεν νοιάζονται όμως για τον άλλο άνθρωπο, που δεν μπορεί να δει το Χριστό. Έτσι είναι και πολλοί χριστιανοί σήμερα. Γνώρισαν αυτοί το Χριστό. Βρέθηκαν γι’ αυτούς άλλοι, που τους οδήγησαν στο φως του Χριστού. Τώρα όμως αυτοί δεν νοιάζονται για τους άλλους, που ζουν μέσα στο σκοτάδι, μακριά από το Χριστό.
Οι άνθρωποι της Ιεριχούς δεν αρκέσθηκαν μόνο σ’ αυτό, στη φιλαυτία, στο ότι δηλαδή δεν νοιάστηκαν για τον άνθρωπο, να τον πάρουν και να τον φέρουν στο Χριστό. Έκαναν και κάτι άλλο, που έδειχνε σκληρότητα. Τι; «Επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση».
Τάχα νοιάζονταν για την ησυχία του Χριστού. Τάχα για να μην ενοχλείται ο Χριστός από τις φωνές του, άρχισαν να τον επιπλήττουν. «Επετίμων», λέει ο Ευαγγελιστής. Φαντασθήτε τώρα σεις τον τρόπο, που θα τον επιτιμούσαν και τι θα τούλεγαν, για να κλείσει το στόμα του.
-Σιωπή! Κλείσε το στόμα σου! Εσένα θ’ ακούμε; Μας ζάλισες με τις κραυγές σου! Δεν νομίζεις πως έγινες πολύ ενοχλητικός; Άντε, σταμάτα τώρα..
Θάπρεπε να οδηγούν προς το Φως
Άνθρωποι λοιπόν, που θάπρεπε να τον οδηγήσουν οι ίδιοι στο Χριστό, τον επιπλήττουν να σταματήσει να μιλάει στο Χριστό. «Επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση». Μα μήπως το ίδιο δεν συμβαίνει και σήμερα στην κοινωνία; Το φως υπάρχει. Ο Χριστός υπάρχει. Άνθρωποι όμως πολλοί δεν τον γνωρίζουν. Ζουν μακριά, μέσα στο σκοτάδι. Και κάποιος πρέπει να τους φέρει στο Χριστό.
Γονείς, που φέρανε παιδιά στον κόσμο, να δουν το φως του ήλιου, έχουν καθήκον να οδηγήσουν τα παιδιά τους στο Χριστό. Πάνω απ’ όλα, που νομίζουν πως πρέπει να δώσουν στα παιδιά τους, πρέπει να τους δώσουν το φως, να τους δείξουν το Χριστό, να τους μιλήσουν για το Χριστό, να τα οδηγήσουν οι ίδιοι στο σχολείο του Χριστού, στο Κατηχητικό.
Σύζυγος, που έχει γνωρίσει το Χριστό, αν αγαπάει τον άντρα της, πρέπει να τον οδηγήσει στο φως του Χριστού. Τότε η συζυγική ζωή θα είναι αρμονική και αδιατάρακτη.
Αδέλφια, που γνώρισαν οι ίδιοι το Χριστό, πρέπει τα άλλα αδέλφια τους που ζουν μέσα στο σκοτάδι να τα φέρουνε στο φως.
Παιδιά, που ένιωσαν το φως του Χριστού ν’ ακτινοβολεί μέσα τους, έχουν καθήκον να οδηγήσουν τους γονείς τους στο φως.
Τα σχολεία μας θάπρεπε να οδηγούν τα παιδιά στο φως του Χριστού.
Δάσκαλοι, καθηγηταί, γονείς και προ παντός ιερείς του Υψίστου οδηγοί προς το φως θάπρεπε νάνε.
Θέλουν να κλείσουν κάθε στόμα
Συμβαίνει τούτο; Με πολλούς συμβαίνει. Μα και με πολλούς συμβαίνει αυτό που συνέβη με τους ανθρώπους της Ιεριχούς. «Και οι προάγοντες επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση». Ο κόσμος δεν θέλει ν’ ακούει για Χριστό. Κι αν δει κανένα να μιλάει για Χριστό, προσπαθεί να του κλείσει το στόμα. Πώς συμβαίνει αυτό; Μερικά παραδείγματα θ’ αναφέρω για να το καταλάβετε.
-Ένα παιδάκι χαριτωμένο τού Κατηχητικού με θάρρος μιλούσε παντού για το Χριστό. Μια μέρα φάνηκε μαραμένο. Δεν ήθελε πια να ξαναμιλήσει φανερά για το Χριστό. Είχε χάσει την όρεξη του. Γιατί; Γιατί τα άλλα παιδιά του σχολείου και της γειτονιάς, αλλά και μεγάλοι, άρχισαν να ειρωνεύονται το παιδί και να το κοροϊδεύουν. Δεν ήθελαν ν’ ακούνε το παιδί να μιλάει για το Χριστό. Και το «επετίμησαν» να σιωπήσει μ’ αυτό τον τρόπο, με την ειρωνεία.
-Ένας νέος, τελειόφοιτος τού λυκείου, ήταν μία μέρα στενοχωρημένος. «Τι έχεις;», τον ρώτησα Απάντησε: «Να, χθες το βράδυ είχαμε επεισόδια στο σπίτι. Οι γονείς και τα’ αδέρφια μου, όλοι εναντίον μου. Ο λόγος; Γιατί είχα πάει να παρακολουθήσω μία θρησκευτική ομιλία. Μου είπαν να πάψω να μιλάω για τέτοια πράγματα, γιατί, όπως μου είπαν, ξεμυαλίστηκα. Είσαι νέος, μου είπαν. Βγες και λίγο έξω, πήγαινε και σε κανένα κινηματογράφο και σε κανένα πάρτυ. Όλο για το Θεό και το Ευαγγέλιο του μας μιλάς. Θα πάψης να μιλάς γι’ αυτά τα πράγματα. Τα’ ακούς;… «Επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση».
-Σε κάποιο σπίτι ήταν μαζεμένοι κάτι γνωστοί και φίλοι. Ένας απ’ αυτούς, αντί ν’ ακούγονται ανοησίες και περιττές κουβέντες, έβαλε ν’ ακούσουν απ’ το μαγνητόφωνο μία θρησκευτική ομιλία. Αμέσως ξεσηκώθηκαν όλοι σαν δαιμονισμένοι: «Κλειστό, δεν μπορούμε ν’ ακούμε. Θα το σπάσουμε, αν δεν το κλείσεις…». «Επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση».
-Μέσα σ’ ένα σπίτι μία νέα έχει γνωρίσει το Χριστό. Στην αρχή από ενθουσιασμό μίλαγε σ’ όλους μέσα στο σπίτι για το Χριστό. Διάβαζε δυνατά την Αγία Γραφή, προσευχόταν χωρίς να υπολογίζει τους άλλους. Οι άλλοι, κοσμικοί άνθρωποι, την πίεζαν: «Θα πάψης να μιλάς για τέτοια πράγματα. Δεν μπορούμε να σ’ ακούμε. Όλο με Ευαγγέλια και προσευχές. Κλειστό πια, βούλωσε το». «Επετίμων αυτή ίνα σιωπήση».
Άμα δούνε οι άνθρωποι του κόσμου κανένα να μιλάει ζωηρά για το Χριστό, να κηρύττει φλογερά για την πίστη, ενοχλούνται. Δεν θέλουν ν’ ακούνε. Δεν θέλουν φωνές και κραυγές. «Δεν το βουλώνει…», ακούς και λένε. Και προσπαθούν να κλείσουν το ζωντανό στόμα, απ’ όπου μεταδίδεται η φωνή του ζωντανού Θεού.
Τόσο πιο πολύ…
Ο κόσμος θέλει να κλείσει τα στόματα των χριστιανών. Με ειρωνείες, με πειράγματα, με επιπλήξεις, με απειλές, με διωγμούς, προσπαθεί να σφραγίσει τα στόματα, να μην ακούγεται η φωνή για το Χριστό. Ν’ ακούγονται δυνατά όλες οι φωνές του κόσμου κι όλα τα τραγούδια του κόσμου. Να μην ακούγεται όμως η φωνή των παιδιών του Θεού. Ν’ ακούγονται τα κηρύγματα της αθεΐας, του υλισμού, της διαφθοράς, της αναρχίας. Να μην ακούγεται όμως το ζωντανό κήρυγμα του Θεού. Να διδάσκονται όλα τα μαθήματα τα παιδιά της Ελλάδος. Ένα μάθημα μισούν και θέλουν να το καταργήσουν, το μάθημα για το Θεό και τη θρησκεία. Να σιγήσουν οι σάλπιγγες του Θεού! Αυτός είναι ο στόχος του διαβόλου.
Κι εμείς; Δέστε τι έκανε ο τυφλός. Όσο τον επιτιμούσαν οι άλλοι και τούλεγαν να πάψη να μιλάει, τόσο περισσότερο αυτός φώναζε και κραύγαζε. «Αυτός δε πολλώ μάλλον έκραζεν, Υιέ Δαβίδ, ελεησόν με». Όσο σεις μου λέτε να μη μιλάω, τόσο εγώ θα μιλάω. Και μίλαγε και κραύγαζε μέχρι που τον κάλεσε ο Χριστός κοντά του και του έδωσε το φως.
Όσο ο κόσμος μισεί το φως, τόσο εμείς θα μιλάμε για το φως. Όσο ο κόσμος σε εμποδίζει και σε επιπλήττει για να μη μιλάς για το Χριστό, τόσο εσύ θα μιλάς για το Χριστό. Μέσα σου θάχης πείσμα Ιερό και πάθος για το Ευαγγέλιο. Μέσα σου θα υπάρχει η απόφαση: «Μίλα για το Χριστό, και μη φοβάσαι…».
Μίλα δυνατά και οδήγει ψυχές στο φως του Χριστού, για ν’ αξιωθείς να λουστείς μία μέρα στο φως του Ουρανού.
ΑΡΧΙΜ. ΔΑΝΙΗΛ ΑΕΡΑΚΗ – «ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ»

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ / Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΝΕΟΣ

Evagelio

Πολλοὶ ἄνθρωποι σήμερα ἔχουν καλὴ διάθεση, εἶναι καλοπροαίρετοι. Ὡστόσο ἔχουν ἕναν στενὸ κύκλο ἐνδιαφερόντων, σὲ ὅσα τοὺς ἀρέσουν, σὲ ὅσα γνωρίζουν ἀπὸ τὴν παιδική τους ἡλικία, ἀπὸ τὴν οἰκογένειά τους, ἀπὸ τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τοῦ τόπου τους. Δὲν μαθαίνουν, δὲν διδάσκονται, δὲν προοδεύουν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ καλὴ διάθεση μόνη της καταντᾶ κάποτε καταφύγιο ραθυμίας καὶ ἔλλειψης ἀγωνιστικότητας. Ἄλλο εἶναι νὰ θαυμάζει κανεὶς τὴν θάλασσα καὶ ἄλλο νὰ γίνεται καπετάνιος καὶ νὰ ἀνοίγεται στὸ πέλαγος. Ἄλλο νὰ εἶναι κάποιος καλὸς καὶ ἀγαθὸς καὶ ἄλλο νὰ εἶναι χριστιανός.

Ὁ ἄρχοντας ποὺ πλησίασε τὸ Χριστό δὲν ἦταν ἄνθρωπος κακῶν διαθέσεων. Ἀντίθετα, ἦταν καλοπροαίρετος, αὐστηρὸς τηρητὴς τῶν ἐντολῶν τοῦ Νόμου καὶ μάλιστα ἦταν καὶ τύπος ἀνθρώπου ποὺ εἶχε ἀνησυχίες γιὰ τὴ σωτηρία του. Ἤθελε νὰ κερδίσει τὴν εὔνοια τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ ἐξαρχῆς τὸν προσφωνεῖ κολακευτικά: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ. 18,18). Μάλιστα, ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος σημειώνει καὶ τὴ λεπτομέρεια πὼς τόλμησε μπροστὰ στὸ πλῆθος νὰ γονατίσει ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ καὶ μετὰ νὰ τοῦ κάνει τὴν ἐρώτηση (Μάρκ. 10,17). Ὁ Βίκτωρ ὁ Πρεσβύτερος Ἀντιοχείας γράφει πὼς ὁ «νεανίσκος» (Ματθ. 19,20) δὲν ἦταν ὕπουλος, ἀλλὰ φιλάργυρος. Ἂς δοῦμε τὴν προσωπικότητά του.
Πρῶτα - πρῶτα εἶχε τηρήσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ μικρή του ἡλικία. Βέβαια, οἱ περισσότερες ἐντολὲς ποὺ εἶχε φυλάξει, εἶχαν ἀρνητικὸ χαρακτήρα, δηλ. δὲν εἶχε μοιχεύσει, δὲν εἶχε σκοτώσει, δὲν εἶχε κλέψει κλπ. Ἐντύπωση προκαλεῖ ἡ ὁμολογία του πὼς εἶχε, ἂν καὶ νεαρὸς στὴν ἡλικία, νικήσει τὰ σαρκικὰ πάθη, ποὺ εἶναι καταστάσεις δυσκαταγώνιστες. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πὼς εἶχε φόβο Θεοῦ˙ δὲν ἦταν ἀναίσθητος πνευματικά. Ἀκόμη καὶ ἡ ἐρώτηση ποὺ ἔκανε: «Τί ἔτι ὑστερῶ;» (Ματθ. 19,20) δείχνει τὴν ἀγωνία ποὺ εἶχε γιὰ τὴ σωτηρία του. Στὸ σημεῖο αὐτὸ παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «τί ἔτι ὑστερῶ;», ὃ καὶ αὐτὸ σημεῖον ἦν τῆς σφοδρᾶς ἐπιθυμίας αὐτοῦ», δηλ. ἡ ἐρώτηση ἦταν σημάδι τῆς πάρα πολὺ μεγάλης ἐπιθυμίας του, γιὰ νὰ σωθεῖ. Αὐτὴ ἡ συναίσθησή του πὼς πιθανῶς κάπου νὰ ὑστερεῖ καὶ ἡ ἐπιθυμία του νὰ γίνει καλύτερος, τὸν κάνει νὰ εἶναι συμπαθής.
Ὁ Κύριος «ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτὸν» (Μάρκ. 10,21). Ὁ Κύριος τὸν ἀγάπησε, ἐπειδὴ εἶδε πὼς ὅλα αὐτὰ τὰ χαρίσματα ποὺ εἶχε, δὲν ἦταν ψεύτικα, ἀλλὰ ἀληθινά. Ὁ νεανίσκος εἶχε νικήσει τὴ σάρκα του, εἶχε νικήσει τὸν ἐγωισμό του, εἶχε καταβάλει τὶς ἰδιοτροπίες του καὶ τὰ διάφορα νεανικὰ πάθη. Ποῦ ὅμως εἶχε νικηθεῖ;
Μπορεῖ κάποιος νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ συγχρόνως νὰ εἶναι δέσμιος τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Τὸ ἐγὼ τοῦ ἀνθρώπου ἐπινοεῖ πολλὲς φορὲς ἁμαρτωλὲς καταστάσεις μέσα μας, οἱ ὁποῖες τὶς περισσότερες φορὲς ἑστιάζονται στὶς προσπάθειές μας νὰ κατανικήσουμε τὸ φόβο τοῦ θανάτου καὶ νὰ σταθεροποιήσουμε τὴ ζωή μας μὲ τὴ βοήθεια τῶν ὑλικῶν πραγμάτων. Ὁ Θεὸς ζητάει ἀπὸ μᾶς τὴν τελεία ἀποδέσμευση ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ μᾶς κρατοῦν δέσμιους ἐντός του κόσμου. Ὁ νεανίσκος εἶχε νικήσει τὸν ἔρωτα τῶν σωμάτων, ἀλλ’ εἶχε νικηθεῖ ἀπὸ τὸν ἔρωτα τῶν χρημάτων. Ἦταν φιλάργυρος. Ἡ προσκόλληση στὸν ὑλικὸ πλοῦτο μπορεῖ νὰ ἀποβεῖ τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο γιὰ τὴν εἴσοδό μας στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀπαγκίστρωσή μας ἀπὸ τὰ χρήματα θεωρεῖται χάρισμα καὶ μάλιστα μεγάλο. Ὁ Κύριος ζήτησε ἀπὸ τὸν ἄρχοντα νὰ διανείμει τὴν περιουσία του στοὺς πτωχούς. Αὐτὸ ἦταν κάτι ἀνήκουστο γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Τοῦ εἶπε νὰ κάνει κάτι μεγάλο, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε καὶ μεγάλα ἔπαθλα: «ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ» (Λουκ. 18,22). Ὁ Κύριος τοῦ ὑποσχέθηκε νὰ τὸν κάνει πιὸ πλούσιο. Τοῦ εἶπε νὰ δώσει τὰ φθειρόμενα, γιὰ νὰ κερδίσει τὰ μένοντα καὶ αἰώνια. Ὁ νεανίσκος δὲν ἄντεξε τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου καὶ «ἀπῆλθε λυπούμενος» (Ματθ. 19,22). Τὰ κτήματα καὶ τὰ ὑπάρχοντα τοῦ ἀφαίρεσαν τὸ ζῆλο γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.
Ἀντὶ ἄλλων σχολίων ἂς ἀναφέρουμε τὴ γνώμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γιὰ τὴ φιλαργυρία ποὺ δείχνει τὴ φοβερὴ ἐπίδραση τοῦ πάθους πάνω μας. «Γνωρίζω (γράφει ὁ Ἅγιος) πολλοὺς νηστευτές, προσευχόμενους, στενάζοντες, ποὺ δείχνουν ὅλη τὴν ἀδάπανη εὐλάβεια, ἐνῶ δὲν προτίθενται νὰ δώσουν ἐλεημοσύνη οὔτε ἕναν ὀβολό. Τί τὸ ὄφελος τούτοις τῆς λοιπῆς ἀρετῆς;», δηλ. ποιὸ εἶναι σ’ αὐτοὺς τὸ ὄφελος ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ἀρετή; Κανένα ὄφελος δὲν ἔχουμε, ἐὰν κυριαρχεῖ ἕνα πάθος καὶ μάλιστα θανάσιμο, ἐπάνω μας, ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ἀρετή μας.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἂν δὲν εἶναι στραμμένη ἡ καρδιά μας στὰ μὴ βλέποντα, ἂν δὲν μποροῦμε νὰ τοποθετήσουμε στὴν πρέπουσα θέση τὴ γῆ ἀπέναντι στὸν οὐρανὸ κι ἂν δὲν καταλάβουμε ὅτι εἴμαστε στὴ γῆ, ἀλλὰ ὁ προορισμός μας εἶναι ὁ οὐρανός, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐννοήσουμε αὐτὰ ποὺ λέγει ἡ Ἐκκλησία μας γιὰ τὸν πλοῦτο. Ἂς προσπαθήσουμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ διάφορα πάθη μας. Ἀμήν.

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ΛΟΥΚΑ / ΖΩΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ


Αποτέλεσμα εικόνας για κυριακη θ λουκαΠαράξενο πράγμα, αδελφοί μου, η ζωή. Τη θεωρείς δεδομένη, τη θεωρείς δική σου, κτήμα σου, ένα αγαθό που σώνει και καλά σου ανήκει. Τη θεωρείς δυνατή και ατελείωτη, ώστε κι όταν ακόμα διακηρύσσεις τη ματαιότητα και τη βραχύτητά της, η διακήρυξη αυτή είναι μάλλον αμπελοφιλοσοφία της μιας δεκάρας, της ώρας της αποχώρησης απ’ το νεκροταφείο, μετά από κάποια κηδεία, παρά ουσιαστική πεποίθηση.
Ναι, λες πως τίποτα δε ζει για πάντα και πως όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα, μα αυτή τη μέρα της αναχώρησης θαρρείς πως μπορείς να την επιλέξεις και ίσως να τη ρυθμίσεις: Στη σκέψη σου ο θάνατος υπάρχει σαν ένα ενδεχόμενο και μάλιστα μακρινό - κάτσε να γεράσουμε και βλέπουμε- κι έτσι κι όταν ακόμα μιλάς για αυτόν, τα λόγια σου έχουν κάτι από τη σιγουριά του αθάνατου...
Κι ύστερα; Ύστερα, ένα πρωινό, ταραγμένες κραυγές και θρήνος σε φέρνουν αντιμέτωπο με μια πραγματικότητα που μοιάζει με εφιάλτη, καθώς ο δικός σου άνθρωπος, η μεγαλύτερη αδυναμία σου, η παρέα και το στήριγμα σου, ο διπλανός σου, ο γείτονας σου, ο φίλος σου, σε αποχαιρετά και κλείνει για πάντα τα μάτια και φεύγει...
Αυτή την μεγάλη πραγματικότητα, αγαπητοί Χριστιανοί, μας τονίζει ζωηρά σήμερα ό Κύριος με τη θαυμά­σια παραβολή του άφρονα πλουσίου.
Όποιος και να ’σαι, αδελ­φέ μου, σ' αυτόν τον κόσμο, σκέψου ότι κάποια μέρα θα πεθάνεις. Ό θάνατος είναι η μόνη βέβαιη πραγματικότα του φθαρτού τούτου κό­σμου. Και είναι ένα γεγονός που δεν το γλυτώνει κανείς. Ούτε τα μέσα των ισχυρών, ούτε τα πλούτη των πλουσίων, έχουν τη δύναμη να το μα­ταιώσουν. Υπάρχει, λοιπόν, θάνατος! Αυτή την αλή­θεια τα πάντα μας τη φωνάζουν. Τα άστρα σβήνουν, τα άνθη μαραίνονται, τα ζώα πεθαίνουν, ό άν­θρωπος φεύγει... Όπως λέ­γει και ο ποιητής: «Το άν­θος μαραίνεται, το έαρ πα­ρέρχεται, ό χρόνος κυλά. Και μόνον ο θάνατος επλάσθη αθάνατος· αυτός δεν γερνά!».
Στο βίο του Αββά Σισώη του μεγάλου δια­βάζουμε ότι. ευρεθείς κάπο­τε μπροστά στον τάφο του μεγάλου Αλεξάνδρου, και φέρνοντας στο νου του το τι είχε κατορθώσει ο μεγάλος αυτός στρατηλάτης και τι δόξες κέρδισε, ύψωσε τα χέρια του ψηλά και δακρυσμένος ανεβόηοε: «Αϊ, θάνατε, τις δύναται εκφυγείν σε;». Ο λόγος του Θεού και οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν ότι από τότε που ο άνθρωπος ξέφυγε από το θέλημα του Θεού, διά της παραβάσεως, ο θάνατος μπήκε στη ζωή μας και έγι­νε ο πιο ισχυρός και απαρά­βατος νόμος της. Καρπός, λοιπόν, της αμαρτίας μας ο θάνατος, κατέστη έκτοτε πανδαμάτωρ, δαμάζει τους πάντας. «Απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις» διακηρύττει η Άγια Γραφή (Έβρ. 9. 27). Έτσι από κει και πέρα, καθη­μερινά ακούμε και βλέπου­με γύρω μας τους ανθρώ­πους να πεθαίνουν. Τον ένα τον παίρνει ο θάνατος άρρωστο και εξαντλημένο. Τον άλλον επάνω στη δου­λειά του. Αυτόν την ώρα πού ταξιδεύει, εκείνον την ώρα πού γλεντά. Δεν σε προειδοποιεί, βλέπεις, ό θά­νατος. "Έρχεται ξαφνικά «εν η ώρα ου δοκούμεν». (Ματθ, 24, 44).
Αχ, λοιπόν, αδύναμο ανθρωπάκι της μιας στιγμής, εσύ που τυφλωνόσουν από δόξες, φήμες, φώτα, διασκεδάσεις και γνώσεις, εσύ που έχασες πολύτιμο χρόνο και σπατάλησες το θαυμασμό σου σε πολιτικούς, σε επιστήμονες, σε ποιητές, σε καλλιτέχνες, σε φανταχτερά πρόσωπα, σε μικρές και ασήμαντες βλέψεις της στιγμής... Εσύ που χαράμισες τα όσα, χρόνια απ' τη ζωή σου, για να γλεντάς σαν τον άφρονα πλούσιο, που δε σταμάτησες λεπτό να γκρεμίζεις τις αποθήκες σου και να τις ξαναστήνεις μεγαλύτερες, να τις κλειδώνεις και να τις διπλοκλειδώνεις πιστεύοντας πως μπορείς να δαμάσεις το θάνατο, που νόμισες πως μπορούσες να διπλοξαπλώσεις και να λες στον εαυτό σου «ψυχή μου έχεις πολλά αγαθά, αναπαύου φάγε πίε ευφραίνου», μα που δεν είχες διαθέσει ούτε ένα λεπτό για να σκεφτείς - να προετοιμαστείς - για το τέλος, που είτε το θέλεις είτε όχι, έρχεται... Που ποτέ δεν έφερες στο νου σου, πως ούτε επιτυχίες, ούτε χρήματα, ούτε πλούτη, ούτε τράπεζες, ούτε αποθήκες, ούτε γνώσεις, ούτε ομορφιά κάνουν τον άνθρωπο σημαντικό και ευτυχισμένο. Ενώ ευτυχία είναι εκείνο το χαμόγελο  το ευτυχισμένο και γλυκό, το ήρεμο χαμόγελο, που αποτυπώνεται στο πρόσωπο τη στιγμή που η ψυχή αφήνει για πάντα πίσω της τον κόσμο της ματαιοδοξίας.
Πόσο υπερφίαλος ήσουν λοιπόν, άφρονα άνθρωπε, όταν πίστευες πως μπορείς να σχεδιάζεις τη ζωή, χωρίς να υπολογίζεις και το τέλος στα σχέδια σου; Σπίτι, αποθήκες, χωρίς θεμέλια έχτιζες, γιατί ζωή που δε στηρίζεται στην ιδέα του θανάτου είναι θεμελιωμένη στην άμμο. Το βλέπουμε αυτό σε κάθε βήμα της ζωής μας… Γι’ αυτό: Ζήσε τα χρόνια που σου απομένουν, όσα ο Θεός ορίσει και απόλαυσε τη ζωή σου, μα φρόντισε και τα θεμέλια της. Την επόμενη φορά που θα φθονήσεις, θα αρπάξεις, θα αδικήσεις, θα κακολογήσεις, θα πληγώσεις, θα συνάξεις, θα γκρεμίσεις, θα κτίσεις, για να υψωθεί η ματαιοδοξία σου, σκέψου με τι τούβλα θεμελιώνεις τον οίκο της ψυχή σου και πόσο θα αντέξει το οικοδόμημα που λέγεται ζωή, στο σεισμό που λέγεται θάνατος... Το μαρτυρά αυτό ο Κύριος και Θεός μας με τη σημερινή του παραβολή όταν μας ρωτά «Α δε ητοίμασας τίνι έσται;»
Αγαπητοί Χριστιανοί!
«…Δεν σε ξεγελά η Εκκλησία, μας λέγει ο μοναχός Μωϋσής ο Αγιορείτης, σε ένα πρόσφατο βιβλίο του, δεν σου υπόσχεται ψευτοχαρά, ούτε διδάσκει κακομοιριές και υποκριτικές ταπεινοισχημίες, αλλά λεβέντικά, ντόμπρα, γενναία, αληθινά, καθαρά, και ξάστερα πράγματα. Σου λέγει να ’χεις μνήμη θανάτου, δεν εξορκίζει το θάνατο, θέλει να σ’ εξοικειώσει μαζί του, δεν σε κοροϊδεύει ότι δεν θα πεθάνεις ποτέ, σου λέγει πως ενθυμούμενος το θάνατο, έχεις μια υγιή αίσθηση της ματαιότητος της παρούσης ζωής. Έτσι σε αποδεσμεύει από τα ισχυρά δεσμά της ύλης, τα ψυχοφθόρα πάθη, σου θυμίζει την Κρίση, την αιώνια ζωή, την ατέλειωτη βασιλεία των ουρανών.» ( Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου: «Η ΕΥΛΑΛΗ ΣΙΩΠΗ»
Κάποτε ένας βασιλιάς είχε  ένα γελωτοποιό, για να τον διασκεδάζει. Μια μέρα ο γε­λωτοποιός έκανε τον βασιλιά να διασκεδάσει τόσο πολύ, που για να τον ανταμείψει του έδωσε ένα χρυσό ραβδί, λέ­γοντας του: Πάρε το αυτό και μόνο αν βρεις ποτέ κανένα πιο τρελό από σένα δώσ’ του το. Πέρασαν από τότε μερικά χρόνια και ό βασιλιάς αρρώστησε βαριά, έως θανάτου. Λέγει τότε στον γελωτοποιό: «Αγαπητέ μου, φεύγω για το μεγάλο ταξίδι». Ό γελω­τοποιός, κάνοντας ίσως πως δεν κατάλαβε, τον ρώτησε: «Και πότε, βασιλιά μου, θα γυρίσεις με το καλό;». Ο βα­σιλιάς αναστέναξε: «το τα­ξίδι αυτό δεν έχει γυρισμό»! Ο γελωτοποιός φανερά ξαφνιασμένος: «Πω! πω! πο­λύ μεγάλο ταξίδι! Φαντάζο­μαι τι ετοιμασίες θα έχεις κά­νει!». Ο βασιλιάς με βαθειά λύπη είπε: «Δυστυχώς, για όλα τα άλλα φρόντισα στην ζωή μου, αλλά για το ταξίδι μου αυτό δεν έκανα καμιά προετοιμασία». Τότε ό γελω­τοποιός, δίνοντας πίσω το χρυσό ραβδί, του είπε: «Πά­ρε το πίσω, βασιλιά μου. για­τί δεν βρήκα μέχρι τώρα πιο τρελό άνθρωπο από σένα!».
Μακάρι κι εμείς κι όσοι ακούσουν σήμερα τούτη την παραβολή τώρα τουλάχιστον, να συνέλθουμε και να σκεφθούμε σοβαρά ότι μας περιμένει ό θάνατος και η άλλη ζωή. Και ότι άρα πρέπει να ετοιμαζόμαστε... «Ιδού νυν καιρός ευπρόσ­δεκτος, ιδού νυν ημέρα σω­τηρίας» (Β' Κορ. 6, 2).



Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ΛΟΥΚΑ / ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΟΥ


"...τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;" 
      Ποιος δεν γνωρίζει αυτά τα λόγια του Ευαγγελίου που θα ακουστούν αύριο την Κυριακή 15η Νοεμβρίου 2015 από τα χείλη των ιερέων μας σε όλη την Ορθοδοξία, ποιος δεν γνωρίζει αυτήν την παραβολή που είπε ο Ιησούς ως απάντηση στον νομικό της εποχής του, που τον ρώτησε τι να κάνει για να κληρονομήσει την "αιώνια ζωή".
     Βλέπετε αγαπητοί μου, πως οι μεταφυσικές ανησυχίες μας δεν άλλαξαν και πολύ τα τελευταία δύο χιλιάδες και παραπάνω χρόνια που πέρασαν από την έλευση του Ιησού πάνω στην γη, αφού η ίδια ερώτηση προβληματίζει ακόμα τον άνθρωπο που διψά για την αιώνια και άφθαρτη ζωή κοντά στο θέλημα του Θεού.
     Έτσι ο νομικός αντί για απάντηση εισπράττει μια ερώτηση από τον Χριστό, ο οποίος τον ρωτά: "Έν τω νόμω τι γέγραπται; πώς αναγινώσκεις;", που τον φέρνει μπροστά στις ευθύνες του, αφού ήταν ένας μορφωμένος νομοδιδάσκαλος, γνώστης του γράμματος του νόμου, ο οποίος ευθαρσώς του απάντησε: "ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν·" 
Ε αυτό κάνε, ευλογημένε, και θα ζήσεις όπως επιθυμείς, του λέει ο Χριστός.
     Έτσι όμως για τον νομικό του σημερινού Ευαγγελίου, προέκυψε άλλο πρόβλημα, που αντί να τον καθησυχάσει τον έβαλε σε μεγαλύτερες σκέψεις: "να αγαπήσω τον πλησίον μου σαν να ήταν ο εαυτός μου;"  και έτσι ξαναρωτά τον Χριστό: "Και τίς εστί μου πλησίον;"
     Η απάντηση του Ιησού έρχεται καταπέλτης στον ψυχισμό όλων μας και έρχεται με την γνωστότερη παραβολή που είπε ο Χριστός και που τόσο όμορφα μας την περιγράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς, την παραβολή του σπλαχνικού και καλού Σαμαρείτη. 
     Στο πρόβλημα, στην ένδεια, στον πόνο, στην ανάγκη, στην αρρώστια, του συνανθρώπου μας έσκυψε το πιο απίθανο άτομο, ο Σαμαρείτης, ο αμαρτωλός, ο υποδεέστερος, ενώ ο Ιερεύς και ο Λευΐτης, άνθρωποι καταξιωμένοι που έχαιραν εκτιμήσεως και αναγνώρισης "...ιδών αυτόν αντιπαρήλθεν."
     Συγχωρέστε με αγαπητοί αδελφοί μου και αναγνώστες τις ιστοσελίδας του ναού μας, όμως στον νου μου ήρθε γράφοντας αυτές τις σκέψεις μου, ένα στιχάκι από ένα όμορφο λαϊκό τραγούδι με τίτλο "στα υπόγεια είναι η θέα" και το αφήνω και αυτό στην κρίση σας μαζί με την υπόλοιπη μικρή ανάλυση μου πάνω στην παραβολή του καλού Σαμαρείτη, που όλοι ξέρουμε τα λόγια που συνοδεύουν την ιστορία της, αλλά δύσκολα ασχολούμαστε με το βαθύτερο νόημα της που μας διδάσκει ο Κύριος μας, ίσως γιατί αρκετές φορές βρεθήκαμε να μοιάζουμε περισσότερο με τον Ιερέα και τον Λευΐτη της παραβολής αυτής και λιγότερο με τον Σαμαρείτη.
     Γνωρίζουμε όλοι μας  λοιπόν την απάντηση στην ερώτηση του νομικού: "Και τίς εστί μου πλησίον;". Την ήξερε και ο νομοδιδάσκαλος αυτός, όταν την έκανε στον Ιησού. Μπορούσε όμως να την εφαρμόσει; Είχε άραγε τα κότσια να δει ο σπουδαγμένος και πολυμαθής άνθρωπος της εποχής εκείνης μέσα στα μάτια του διπλανού του, του πλησίον του, τα δικά του τα μάτια και τον ίδιο του τον εαυτό; 
    Ο Χριστός συχνά-πυκνά μας φέρνει μπροστά στις ευθύνες μας. "Πορεύου και σύ ποεί ομοίως", μας λέει και μας ζητά να μοιάσουμε του καλού Σαμαρείτη της παραβολής, ξέροντας πως εύκολο δεν είναι, μα το έπαθλο που θα μας δώσει για την προσπάθεια μας είναι μεγάλο και δεν είναι άλλο από την κατάκτηση της αιώνιας ζωής, που είναι και το ζητούμενο του νομικού της περικοπής του ευαγγελίου μας, όπως σας έγραψα αρχικά, αλλά θα έπρεπε να είναι και το δικό μας ζητούμενο!!!
    Ας αναρωτηθούμε λοιπόν όλοι μας, σαν και αυτόν τον νομικό του Ευαγγελίου, σήμερα, τώρα, εδώ, μέσα από την ιστοσελίδα της εκκλησιά μας, των Αγίων και Δικαίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης, των Ανθοκήπων της Νέας Ευκαρπίας, "...τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;" για να πάρουμε την απάντηση από τον ίδιο τον Χριστό: Όπως αγαπάς εμένα έτσι να αγαπήσεις και τον διπλανό σου, και αν καταφέρεις να αγαπήσεις τον πλησίον σου, τότε θα είναι σαν να αγαπάς τον εαυτό σου. Αυτό κάνε για να ζήσεις πραγματικά"...τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ."