ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ
Ο πλούσιος, πνευματικά ατροφικός και προσωπικά εξασθενημένος, με τον προκλητικό του λόγο έδειξε το λάθος και το αδιέξοδο της καρδιάς του.
Η
λέξη ναός, αδελφοί μου, προέρχεται από το ρήμα ναίω και δηλώνει το κατοικητήριο,
κατοικητήριο του Θεού, δηλαδή τον τόπο στον οποίο κατοικεί ο Θεός. Με αυτήν την
σημασία και ο χώρος εκείνος, στον οποίο συναντώνται οι Χριστιανοί, που
αποτελούν το Σώμα του Χριστού, για να τελέσουν τα μυστήρια, ιδιαιτέρως το
μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, καλείται Ναός. Και φυσικά όταν λέγεται ότι εκεί
κατοικεί ο Θεός εννοείται ότι εκεί εκδηλώνεται η ενέργειά Του και όχι ότι στον
χώρο εκείνο περιορίζεται ο Θεός.
Αυτή
η φράση όμως εδώ στο κοντάκιο, αναφέρεται στην Παναγία, που είναι το πρόσωπο
εκείνο διά του οποίου έγινε άνθρωπος ο Υιός και Λόγος του Θεού. Η Παναγία μας
ονομάζεται “ο καθαρώτατος ναός του Σωτήρος” και “το ιερό θησαύρισμα της δόξης
του Θεού”. Αν ο χώρος εκείνος στον οποίο φαίνονται έκδηλα τα ενεργήματα του
Θεού ονομάζεται ναός, πολύ περισσότερο μπορεί να χαρακτηρισθεί η Παναγία ναός,
ακριβώς επειδή μέσα στην μήτρα της ο Υιός και Λόγος του Θεού προσέλαβε την
ανθρώπινη φύση, τη θέωσε παρέμεινε για εννέα μήνες σ’ αυτή, αγιάζοντας έτσι και
όλο το σώμα της. Γι’ αυτό η Παναγία λέγεται “καθαρώτατος ναός” και “ιερό
θησαύρισμα της δόξης του Θεού”. Είναι ναός η Παναγία δυνάμει της υποστατικής
ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως στο πρόσωπο του Λόγου.
Θυμόμαστε
λοιπόν αυτή τη μέρα, την είσοδο της
Παναγίας, που η ίδια έγινε ναός του ίδιου του Θεού, στο Ναό και την αφιέρωσή
της σ’ Αυτόν εκ μέρους των ευλαβέστατων γονέων της, του Ιωακείμ και της Άννας.
Εκ πρώτης
όψεως, η γιορτή αυτή φαίνεται να μας υπενθυμίζει απλώς κάποιο γεγονός που
συνέβη κάποτε, χωρίς να διαπιστώνεται ένα βαθύτερο νόημα. Ωστόσο υπάρχει και
κάτι άλλο που δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε. Και αυτό είναι η απόφαση των
ευλαβών γονέων να οδηγήσουν οι ίδιοι το παιδί τους στο Θεό και να το αφιερώσουν
στο Ναό Του. Αυτό είναι που πρέπει να τονίσουμε και να μην το περάσουμε
απαρατήρητα..
Η
νεολαία, τα παιδιά, αγαπητοί Χριστιανοί, υπήρξαν το εκλεκτότερο τίμημα της
Ανθρωπότητας. Σ αυτήν στήριξε πάντοτε τις ελπίδες της η κοινωνία για ένα
καλύτερο μέλλον. Γι’ αυτό και οι ευθύνες
όλων μας, και κυρίως των γονέων, είναι τεράστιες απέναντι στα παιδιά και τούς
νέους ιδιαίτερα. Ανάλογα με τις κατευθύνσεις που τούς δίνουμε, δρέπουμε κατά
καιρούς και τούς καρπούς. Όμως είναι αναγκαίο να συνειδητοποιήσουν οι γονείς
τελικά ότι μόνον ο Χριστός και η Εκκλησία, χωρίς κανένα ιδιοτελές αντίκρισμα
και συμφέρον, αποβλέπουν αποκλειστικά και μόνον στην πραγματική ευτυχία των
νέων μέσα σε καθαρούς, διάφανους και υγιείς ορίζοντες, μακριά από σκοπιμότητες
και υπολογισμούς.
Όλοι
οι γονείς προσπαθούν να προσφέρουν τα πάντα στα παιδιά τους, δυστυχώς όμως ,αρκετοί,
δεν θεωρούν καθόλου απαραίτητο να τα οδηγήσουν κοντά στο Θεό δια της Εκκλησίας,
είτε γιατί οι ίδιοι ποτέ δεν είχαν τέτοιου είδους εμπειρίες είτε γιατί έχουν
σχηματίσει την εντύπωση ότι μέσα στην Εκκλησία υπάρχει ο σκοταδισμός, ο
αναχρονισμός, η καθυστέρηση, η εκμηδένιση της προσωπικότητας. Και το μεγαλύτερο
πρόβλημα το έχουν οι γονείς αυτοί, αν κάποιο παιδί τους κάποια στιγμή, κατά
Χάριν Θεού, αναπτύξει κάποιες στενότερες σχέσεις με την Εκκλησία και φοβούνται
τότε ότι αυτό το παιδί τους θα γίνει παπάς η καλόγερος, σαν και αυτό να είναι
το τρομερότερο πράγμα που θα μπορούσε να τους συμβεί. Έτσι το προτιμούν στα ξενύχτια,
στα αδιάκοπα γλέντια, το προτιμούν να περνά σαν σίφουνας μπροστά τους με τη
μηχανή, το προτιμούν οπουδήποτε αλλού, όχι όμως στην Εκκλησία! Κρίμα που
υπάρχουν γονείς που σκέπτονται έτσι κάποιες φορές, αδικώντας κατάφωρα την
Εκκλησία. Γιατί στ’ αλήθεια, κανείς δεν μπορεί στα σοβαρά να δεχτεί ότι ο
Χριστός και η Εκκλησία έχουν ανάγκη να «στρατολογούν» οπαδούς. Ούτε και μπορεί
να γίνει κάποιος κληρικός η μοναχός εκβιαστικά, αν δεν έχει την «κλήση»και την
«κλίση». Αν δεν το θέλει ο ίδιος η αν εκ Θεού δεν έχει αυτόν τον προορισμό.
Πόσο
λανθασμένες και άδικες είναι αυτές οι απόψεις κάποιων συνανθρώπων μας που τόσο
αρνητικά επηρεάζουν και αρκετούς γονείς να μην οδηγούν τα παιδιά τους κοντά
στην Εκκλησία, μας το βεβαιώνουν κάποια λόγια του αγίου Ιωάννου του
Χρυσοστόμου. Λόγια που ειπώθηκαν πριν από δεκαπέντε περίπου αιώνες και που
δείχνουν το ακριβώς αντίθετο από αυτό που πιστεύουν αρκετοί Έλληνες σήμερα.
Έλεγε λοιπόν ο άγιος Χρυσόστομος «Δεν είναι ανάγκη να κάνουμε τούς νέους
μοναχούς η ασκητές, αντικοινωνικούς η απόκοσμους. Είναι όμως ανάγκη να τούς
κάνουμε καλούς και συνειδητούς χριστιανούς και για το δικό τους καλό, αλλά και
για την ευτυχία των ίδιων των νέων». Δεν πιστεύω να υπάρχουν πιο ρεαλιστικά
λόγια από αυτά, που ειπώθηκαν μάλιστα δια στόματος ενός σημαντικότατου εκκλησιαστικού
ανδρός.
Δεν
είναι «καταπιεστικός» ο Χριστός, αδελφοί μου, όπως νομίζουν πολλοί γονείς και
γενικά αρκετοί άνθρωποι. Απλώς τιθασεύει και ομολογεί σωστά τη δραστηριότητα
των νέων, για να γίνουν αυτοί περισσότερο δημιουργικοί και ολοκληρωμένοι. Είχα
διαβάσει κάπου «Το άλογο δεν πάει μπροστά, αν δεν το ζέψεις. Ο ατμός δεν κινεί
τη μηχανή, αν δεν τον περιορίσεις. Κανένας καταρράκτης δε γίνεται φως και
κινητήρια δύναμη, παρά όταν τον βάλεις σε κανάλι και η ζωή ποτέ δεν γίνεται
μεγάλη, αν δεν την προσανατολίσει κανείς, αν δεν την συγκεντρώσει και δεν
πειθαρχήσει κανείς σε μια ορισμένη ιδέα».
Ένας γραμματέας, μας διηγείται ο ευαγγελιστής Λουκάς, αδελφοί μου, πλησίασε τον Κύριο μας και είχε ένα διάλογο μαζί του για το, πως θα εξασφάλιζε την αιώνιο ζωή. Στο διάλογο ο Κύριος του υπενθύμισε τις εντολές που έπρεπε να εφαρμόσει. Ανάμεσα σε αυτές ήταν και η αγάπη στον πλησίον. Ο γραμματέας θέλησε να διευκρινίσει την έννοια του πλησίον και ρώτησε ευθέως τον Κύριο μας «Ποίος εἶναι πλησίον μου» τον οποίο οφείλω να αγαπώ όπως και τον εαυτό μου. Και ο Χριστός τον βοήθησε να καταλάβει όχι μόνο ποιος θεωρείται πλησίον, αλλά και πως φανερώνεται και εκδηλώνεται η αγάπη μας σε αυτόν.
Ας παρακολουθήσουμε τις σκέψεις του Κυρίου μας για να μάθουμε και εμείς όπως και ο γραμματέας εκείνος «Ποίος εἶναι ὁ πλησίον μας.»
Καταρχάς θα πρέπει να πούμε, ότι από την παραβολή φαίνεται, ότι ο ερωτών γραμματέας σαν άνθρωπος που μελετούσε το νόμο του Θεού που γνώριζε από τη μελέτη του, ποιός θεωρείται κατά την άποψη της παλαιάς διαθήκης «πλησίον». Έρχεται όμως ο Χριστός και του ανατρέπει αυτήν την γνωστή του εντύπωση και μεταβάλλει οριστικά την έννοια του «πλησίον» . Με την ιστορία του «καλοῦ Σαμαρείτη» που διηγήθηκε ο Χριστός μας φανέρωσε ότι «πλησίον μας» δεν θεωρείται μόνο ο αδελφός μας. Ο άνθρωπος που έχει την ίδια πίστη με μας. Πλησίον δεν είναι μόνο τα μέλη της οικογένειας μας ή και οι ομόφυλοι μας. Πλησίον δεν είναι μόνο οι φίλοι και οι οικείοι μας. Είναι και αυτοί αλλά και άλλοι πολλοί. «πλησίον» είναι και οι εχθροί μας. «πλησίον» είναι και αυτοί που θεωρούνται ξένοι, και αυτοί που έχουν διαφορετική πίστη από εμάς. Ο κόσμος όλος, οι άνθρωποι όλοι, είναι «πλησίον» για το χριστιανό. Ο Χριστός έδωσε με τη σημερινή παραβολή ένα παγκόσμιο χαρακτήρα στην έννοια του «πλησίον» και κατάργησε κάθε φραγμό μέσα στην καρδιά του ανθρώπου έτσι ώστε να μπορεί μέσα σε αυτόν να χωρούν όλοι ακόμα και οι εχθροί μας.
Μελετώντας βαθύτερα ακόμη την προβολή ο Χριστός μας φανερώνει σε μια θαυμαστή διάσταση ποιός θεωρείται «πλησίον» για το χριστιανό. Δεν ανήκει στο χριστιανό να αποφασίσει ποιός θα είναι ο πλησίον του. Αλλά ο κάθε άνθρωπος που βρίσκεται σε δύσκολη θέση, έστω και αν είναι ο εχθρός του τον προσκαλεί να γίνει πλησίον του. Αυτό σημαίνει την παγκόσμια και πανανθρώπινη αγάπη. Έτσι λοιπόν συμπεραίνουμε ότι θεωρούμε «πλησίον» μας κάθε άνθρωπο που ο Θεός βάζει στο δρόμο μας.
Πριν ο Κύριος διευκρινίσει ποιός θεωρείται πλησίον, καθιέρωσε την αγάπη προς τον πλησίον. «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σέ αὐτόν». Η αγάπη προς τον πλησίον συνοψίζει όλες τις εντολές. Αν αγαπάς, δεν θα ατιμάσεις, δε θα πορνεύσεις, δεν θα πεις ψέματα, δεν θα κλέψεις, δεν θα επιθυμήσεις τα υπάρχοντα του πλησίον. Η αγάπη προς τον πλησίον συνδέεται αδιάλυτα και άρρηκτα με την εντολή της αγάπης προς τον Θεό. Οι δύο εντολές είναι το αποκορύφωμα και το κλειδί του Νόμου. Ο Χριστός μας τόνισε κατηγορηματικά ότι υπό τις δύο αυτές εντολές της αγάπης του Θεού και του πλησίον, οι οποίες στην ουσία είναι μία εντολή δεν υπάρχει μεγαλύτερη από αυτές(Μαρκ.ιθ΄31).
Η αδελφική αγάπη είναι η τελείωση κάθε ηθικής υποχρεώσεως προς τον αδελφό μας. Ο Απόστολος Παύλος συνιστά : «διά τῆς ἀγάπης νά ἐξυπηρετεῖται ὁ ἕνας τόν ἄλλον»(Γαλ.ε΄14). Και αλλού : «σέ κανένα νά μή χρωστᾶτε τίποτα, παρά νά ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν ἄλλον ἔχει ἐκπληρώσει τόν νόμο διότι τό μή μοιχεύσεις, μή φονεύσεις, μήν κλέψεις, μήν ἐπιθυμήσεις καί ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐντολή συγκεφαλαιώνονται στά λόγια αὐτά . Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὅπως τόν ἑαυτό σου. Ἡ ἀγάπη δέν προξενεῖ κακό στόν πλησίον, ἑπομένως ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τοῦ νόμου»(Πωμ.ιγ΄8-10). Η αδελφική αγάπη είναι η μοναδική εντολή, το μοναδικό και ποικιλόμορφο έργο κάθε ζωντανής Πίστεως. Ακούστε πόσο ξεκάθαρα ο ευαγγελιστής της αγάπης γράφει για την προς τον πλησίον αγάπη μας. «ἐάν πεῖ κανείς» αγαπώ τον Θεό, αλλά μισεί τους αδελφούς του και αυτός είναι ψεύτης, διότι εκείνος που δεν αγαπά τον αδελφό του, τον οποίον έχει δει, πως είναι δυνατόν να αγαπά τον Θεό, τον οποίον δεν έχει δει ποτέ; Αυτή την εντολή έχουμε από αυτόν :όποιος αγαπά τον Θεό, να αγαπά τους αδελφούς του »(ΑΊωαν.δ΄19-21). Περιμένοντας την παρουσία του Κυρίου η αγάπη προς τον πλησίον είναι η ουσιαστική απαίτηση σύμφωνα με την οποία θα κριθούν οι άνθρωποι. Αυτή είναι η διαθήκη που άφησε ο Ιησούς : «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους ὅπως ἐγώ σας ἀγάπησα»(Ιωαν.ιγ΄34).
Η χριστιανική αγάπη είναι πανανθρώπινη, χωρίς κανένα διαχωρισμό κοινωνικό ή φυλετικό, χωρίς περιφρόνηση για κανέναν. Κάτι περισσότερο, απαιτεί να αγαπά κανείς και τους εχθρούς του. Η αγάπη δεν απογοητεύεται και έχει ως προϋπόθεση την απεριόριστη συγνώμη, την αυθόρμητη κίνηση προς τον αντίπαλο, την υπομονή, το καλό που ανταποδίδεται αντί του κάκου.
Στον « Ὕμνο τῆς ἀγάπης» ο Παύλος φανερώνει την φύση και το μέγεθος της αγάπης. Χωρίς να παραβλέπει καθόλου τις καθημερινές απαιτήσεις της ισχυρίζεται ότι χωρίς την αγάπη τίποτα δεν έχει αξία και ότι αυτή μόνη θα επιζήσει των πάντων : αγαπώντας όπως ο Χριστός ζούμε ήδη μια θεική πραγματικότητα .Με Αυτήν η Εκκλησία οικοδομείται με αυτήν ο άνθρωπος καθίσταται τέλειος για να ζήσει σε κοινωνία με το ΘΕΟ. Με Αυτή την αγάπη ο πιστός παραμένει κοινωνός του Θεού. Αυτή ήταν και η τελευταία προσευχή του Κυρίου μας : «τούς ἔκανα γνωστό τό ὄνομά σου καί θά τό κάνω γνωστόν, διά νά εἶναι μέσα τούς ἡ ἀγάπη μέ τήν ὁποία μέ ἀγαπήσεις καί ἐγώ νά εἶμαι μέσα τους»(Ιωαν.ιζ΄26).
Αδελφοί μου
όταν ζούμε με αυτήν την αγάπη δίνουμε τη μαρτυρία με την οποία ο κόσμος μπορεί να αναγνωρίσει τον Ιησού Χριστό ως απεσταλμένο του Πατρός και ότι εμείς είμαστε μαθητές του Ιησού Χριστού.
«Ἀπό αὐτό θά ξέρουν ὅλοι ὅτι εἶστε μαθητές μου, ἐάν δηλαδή ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας»(Ιωαν.ιγ΄35).