Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ / ΣΥΓΚΥΠΤΟΥΣΑ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ

 


ΣΥΓΚΥΠΤΟΥΣΑ 


ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ

 

Ισχυρή πρόκληση για μια σωτήρια υπέρβαση προβάλλει η σημερινή ευαγγελική περικοπή, η οποία ξεδιπλώνει ενώπιόν μας μηνύματα ουράνιας αντοχής. Η συγκύπτουσα γυναίκα βίωνε το δικό της μαρτύριο πριν να γνωρίσει τη λύτρωση που προσφέρει η αγάπη του Χριστού στις προοπτικές της θαυματουργίας Του. Πριν να λυτρωθεί όμως η ταλαίπωρη εκείνη γυναίκα έκανε το αποφασιστικό βήμα, το οποίο ζητεί πάντοτε από μας ο Χριστός. Η κατάστασή της ήταν όντως τραγική. Την είχε κυριεύσει πονηρό πνεύμα, σύμφωνα με την περιγραφή του ευαγγελιστή Λουκά. Την κρατούσε καθηλωμένη για δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια χωρίς να μπορεί να ορθώσει το κορμί της και ήταν καταδικασμένη να βλέπει μόνο προς το έδαφος, αφού ήταν συγκύπτουσα.

Αλήθεια, πόσο μεγαλείο ψυχής και δύναμη πνευματική χρειάζεται κάποιος κάτω από τέτοιες συνθήκες να σέρνει το κορμί του, φοβερά ταλαιπωρημένο όπως ήταν και να παρευρίσκεται κάθε Σάββατο στη Συναγωγή; Να συμμετέχει στη λατρεία και κυρίως να διατηρεί την ελπίδα της.

Πολύ περισσότερο όμως, προκαλεί σίγουρα θαυμασμό το γεγονός ότι σε καμιά περίπτωση η γυναίκα εκείνη δεν διαμαρτυρόταν για την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει. Αντίθετα, εκείνο στο οποίο περιοριζόταν ήταν να επικαλείται τη βοήθεια του Θεού και να επιζητεί την χάρη του. Άλλωστε και ο ίδιος ο Χριστός μπροστά σ’ αυτό το μεγαλείο ψυχής, ονομάζει τη γυναίκα «θυγατέρα του Αβραάμ», δηλαδή παιδί του Θεού.

Πραγματικά πολλά θα μπορούσε να μας διδάξει η στάση της συγκύπτουσας γυναίκας, η πίστη της οποίας μπροστά στις φοβερές δοκιμασίες της ζωής την αναδεικνύει πρότυπο προς μίμηση. Ο πόνος, οι θλίψεις, οι ασθένειες και οι όποιες δοκιμασίες μέσα στις αγκάλες της αγάπης του Θεού μεταβάλλονται σε ευλογημένες γέφυρες σωτηρίας. Αυτό μας διδάσκει και η σοφία των πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι πολύ εύστοχα σημειώνουν ότι ο άνθρωπος με τις δοκιμασίες και τις θλίψεις φωτίζεται, γιατί ο πόνος τον οδηγεί στην ταπείνωση, η οποία με τη σειρά της μας επαναφέρει στη φυσική ψυχική μας κατάσταση. Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακας αναφέρει χαρακτηριστικά: «Οι πνευματικά αδύνατοι ας γνωρίζουν ότι ο Θεός τους επισκέπτεται, όταν παρουσιάζονται σωματικές ταλαιπωρίες και κίνδυνοι και εξωτερικοί πειρασμοί. Ενώ οι τέλειοι ας Τον γνωρίζουν από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος και από την προσθήκη των χαρισμάτων».

Εν μέσω θλίψεων, δοκιμασιών, αλλά και του μαρτυρίου, βάδισαν την οδό προς την τελείωση και αναδείχθηκαν αιώνια πρότυπα ζωής οι άγιοι που λάμπουν στο ορθόδοξο χριστιανικό στερέωμα της Εκκλησίας του Χριστού. Δύο μεγάλες μορφές από αυτούς τιμούμε και σήμερα. Πρόκειται για την αγία Βαρβάρα τη Μεγαλομάρτυρα και τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό, την πραγματικά εξέχουσα πατερική αυτή μορφή.

Η αγία Βαρβάρα αποτελεί κόσμημα του 3ου αιώνα μ.Χ. Καταγόταν από την Ανατολή και μεγάλωσε μέσα σε ειδωλολατρική οικογένεια. Ο πατέρας της πλούσιος, αλλά και φανατισμένος ειδωλολάτρης. Η κόρη του καλοπροαίρετος άνθρωπος κατηχήθηκε στην πίστη του Χριστού από μία ευσεβή γυναίκα. Μετά την βάπτισή της ζούσε, μέσα στον πύργο που την είχε κλεισμένη επειδή ήταν πολύ όμορφη, με άσκηση και προσευχή. Οι δυσκολίες ήσαν πάμπολλες, αλλά η αγία Βαρβάρα είχε μάθει να αναθέτει με εμπιστοσύνη στον Θεό όλα τα προβλήματα και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε. Ο πατέρας της δεν άργησε να μάθη ότι η κόρη του είναι Χριστιανή. Άρχισε να φτιάχνει στο σπίτι του ένα λουτρό και διέταξε να ανοίξουν δύο παράθυρα. Η αγία είπε στους τεχνίτες και άνοιξαν τρία παράθυρα. Στην απορία του πατέρα της απάντησε ότι άνοιξε τρία παράθυρα, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τότε, γεμάτος θυμό όρμησε εναντίον της με ξίφος και εκείνη κατέφυγε στο δάσος. Την κυνήγησε, την συνέλαβε και την οδήγησε στον ειδωλολάτρη ηγεμόνα που προσπάθησε, πρώτα με κολακείες και ύστερα με απάνθρωπα βασανιστήρια, να την πείση να αρνηθή τον Χριστό. Επειδή όμως εκείνη έμεινε σταθερή και ακλόνητη στην πίστη, ο ηγεμόνας διέταξε να την αποκεφαλίσουν και ο πατέρας της γεμάτος μίσος και τυφλό φανατισμό, την αποκεφάλισε με ίδιά του τα χέρια, για να λάβη έτσι η μακαρία τον στέφανο του μαρτυρίου.

Πραγματικά, τόσο με το άγιο παράδειγμα της αγίας Βαρβάρας όσο και με εκείνο της συγκύπτουσας γυναίκας αποκαλύπτονται στη ζωή μας οι σωτήριες εκείνες δίοδοι διά μέσου των οποίων ο άνθρωπος ακόμα και μέσω των πιο ζοφερών καταστάσεων και δοκιμασιών αναδεικνύεται χαριτωμένη εικόνα του Θεού και ακτινοβολεί η παρουσία του σε φωτεινούς ορίζοντες.

Αδελφοί μου!

Η αναφορά του ανθρώπου στον Θεό και η ανάθεση σε Αυτόν, με ακλόνητη εμπιστοσύνη, των διαφόρων προβλημάτων που τον απασχολούν, είναι ένας τρόπος ζωής που τον βοηθά να πορεύεται ισορροπημένα στην ζωή του και να μην απελπίζεται, να μη τον “παίρνουν από κάτω”, όπως συνήθως λέμε. Γιατί δεν είναι μικρό πράγμα να σε μισή ο ίδιος ο πατέρας σου, να σε παραδίδει στα βασανιστήρια και τέλος να σού προξενή τον θάνατο με τα ίδια του τα χέρια.

Μήπως δεν συμβαίνουν και στις μέρες μας παρόμοια γεγονότα; Δηλαδή, το να θέλει κανείς να επιβάλει τις απόψεις του στον άλλο, όταν αισθάνεται ότι έχει την δυνατότητα να το κάνη, είτε με κολακείες και υποσχέσεις για καλύτερη ζωή, είτε με διαφόρους εκβιασμούς όταν ο άλλος είναι σε μειονεκτική θέση. Πολλές φορές η φτώχεια και η εξαθλίωση οδηγούν τους ανθρώπους στην απόφαση να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να υποβληθούν στην δοκιμασία της αναζήτησης καλυτέρων και πιο ανθρώπινων συνθηκών ζωής. Και τότε, δυστυχώς, λαμβάνουν χώρα αρκετά τραγικά γεγονότα, σε πολλά από τα οποία είναι πρωταγωνιστές και κάποιοι γονείς.

Το άλλο που παρατηρούμε. Η πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία και η αποστασία του από τον Θεό, τον οδήγησε στην δημιουργία υποκατάστατων του αληθινού Θεού. Στην ανακάλυψη διαφόρων θρησκειών, οι οποίες ουσιαστικά λατρεύουν τα κτίσματα και ανύπαρκτους θεούς. Ο Χριστός έγινε άνθρωπος για να ελευθερώσει τον άνθρωπο από την τυραννία του διαβόλου και των κτισμάτων. Η Ορθοδοξία δεν είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, δεν είναι ανακάλυψη του ανθρώπου και με αυτή την έννοια δεν είναι θρησκεία, αλλά Εκκλησία. Δυστυχώς, γινόμαστε και σήμερα μάρτυρες άρρωστων εκδηλώσεων, όπως είναι το μίσος και ο τυφλός φανατισμός, που πηγάζουν από τα διάφορα ανθρώπινα κατασκευάσματα.

Αδελφοί μου!

Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να πιστεύη ό,τι θέλει, αλλά δεν μπορούμε να τα ισοπεδώνουμε όλα. Η βίωση της Ορθοδόξου εκκλησιαστικής ζωής εξανθρωπίζει τον άνθρωπο και τον ανυψώνει σε τέτοιο σημείο, ούτως ώστε να αγαπά, όχι μόνον τα σαρκικά του παιδιά που είναι το αυτονόητο, ή τους φίλους και τους ομοϊδεάτες του, αλλά και τους εχθρούς του και να σέβεται την διαφορετικότητά τους και την πίστη τους. Η προσωπική κοινωνία με τον προσωπικό Θεό της Εκκλησίας γεννά την ακλόνητη εμπιστοσύνη στην αγάπη Του, η οποία απαλλάσσει τον άνθρωπο από όλα τα συμπλέγματα και τα αδιέξοδα και ανυψώνει την ανθρωπιά του.

 


Για τη διαμόρφωση του κειμένου τούτου πήραμε σαν πηγές κείμενα των

Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα  και Xριστάκη Ευσταθίου, Θεολόγου.

 

 

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2022

ΠΛΟΥΤΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ / ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ


Αποτέλεσμα εικόνας για ΠΛΟΥΤΟΣΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ



Ο επάρατος πλουτισμός


          Στην εποχή της βαθιάς οικονομικής κρίσης που ζούμε, αγαπητοί μου, κατά την οποία οι λαοί γινόμαστε θύματα της διεθνούς και εγχώριας πλουτοκρατίας, το Ευαγγελικό απόσπασμα της ΙΓ Κυριακής του Λουκά, καθίσταται άκρως ενδιαφέρον και επίκαιρο. Ο Χριστός ερωτάται από έναν ιουδαίο άρχοντα για τον τρόπο με τον οποίο θα κατακτήσει την αιώνια ζωή. Τού υποδεικνύει να τηρήσει πιστά τις εντολές του Θεού και, όταν λαμβάνει τη σχετική διαβεβαίωση καλεί τον συνομιλητή Του, να πουλήσει όλα τα υπάρχοντά του, να τα μοιράσει στους πτωχούς και να Τον ακολουθήσει. Ο πλούσιος έπεσε σε μελαγχολία και έφυγε, γιατί δεν ήθελε να στερηθεί τα πλούτη του. Ο Χριστός τότε ομολόγησε ότι ο πλουτισμός είναι εμπόδιο για την κατάκτηση της Βασιλείας των ουρανών. Γιατί συμβαίνει αυτό;
          Το κυνήγι του πλουτισμού δημιουργεί ανθρώπους χωρίς ηθικές αναστολές και αισθήματα. Κατασκευάζει ανθρώπους – μηχανές που λειτουργούν με μόνο και αποκλειστικό σκοπό την αύξηση του πλούτου έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Στο σκοπό αυτό τα διεθνή συστήματα του πλουτισμού δε διστάζουν να θυσιάσουν ανθρώπινα δικαιώματα, να στερήσουν κατοχυρωμένα εργασιακά και ασφαλιστικά προνόμια, να εκμαυλίσουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, δημιουργώντας στρατιές νεόπτωχων, ανέργων και δυστυχισμένων ανθρώπων, χωρίς παρόν και ελπίδα για το μέλλον. Δε διστάζουν να κερδοσκοπήσουν στην πλάτη ολόκληρων κρατών και να εξευτελίσουν την ιστορία λαών, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη σταθερότητα των κερδών τους. Οι κοινωνικές αναταραχές και εξεγέρσεις για την προάσπιση του δικαίου των λαών τούς αφήνουν παντελώς αδιάφορους.
            Το κυνήγι του πλουτισμού δημιουργεί ανθρώπους αιχμαλώτους του χρήματος και τούς οδηγεί στην εκούσια δέσμευση μιας ιδιότυπης σκλαβιάς. Η ζωή τους εξαρτάται από την αυξομείωση των χρηματοοικονομικών δεικτών, χαλαρώνοντας τους ανθρώπινους δεσμούς, περιορίζοντας ή εξαφανίζοντας την ανάγκη της κοινωνικότητας, που δίδει τη θέση της στον επικίνδυνο ατομισμό. Ένας σύγχρονος Ορθόδοξος Ιεράρχης, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο της ιδιότυπης αυτής αυτοδέσμευσης, επισημαίνει: «Εκείνος που ασχολείται συνέχεια με χρήματα, τόκους και δανεισμούς, με κέρδη και επιχειρήσεις, γίνεται χειρότερος και από τα άλογα ζώα, γιατί αποδεικνύεται δούλος κάτω από το χειρότερο αφεντικό. Ενώ πλαστήκαμε από τον Θεό ευγενείς και ελεύθεροι, υποδουλωθήκαμε στον πλούτο. Πράγματι, πολλοί από εμάς τον πλουτισμό τον έχουμε κάνει σκοπό της ζωής μας. Είτε με θεμιτά, είτε με αθέμιτα μέσα, μαζεύουμε συνεχώς και προσπαθούμε να κρατηθούμε στη ζωή αυτή με τα χρήματα. Η ασφάλειά μας δεν είναι ο Θεός, αλλά ο πλούτος και τα υλικά πράγματα»[1]
          Το κυνήγι του πλουτισμού καταστρέφει τη φιλότιμη συνείδηση των λαών που είχαν μάθει να ζουν μέσα από την έντιμη και σκληρή εργασία, νιώθοντας πλούσιοι με τα λίγα, ευτυχισμένοι και αυτάρκεις με τα απλά. Πλέον η έντιμη εργασία θεωρείται ουτοπία και οι νέες γενιές γαλουχούνται με τα «οράματα» της απάτης, της ευκολίας, της «αρπαχτής», της μίζας, των υπόγειων διαδρομών του χρήματος. Αλλά αυτό συμβαίνει γιατί το πρόβλημα ξεκινά από ψηλά. Όταν τα ηγετικά πρόσωπα της κοινωνίας αποδεικνύονται επιρρεπή στο πάθος του πλουτισμού, αποκομίζοντας αδικαιολόγητα προσωπικά κέρδη και οφέλη, χάρη στα δημόσια αξιώματά τους, τότε στέλνουν τα χειρότερα μηνύματα στους λαούς. Λειτουργούν ως τραγικά παραδείγματα προς αποφυγήν και εδραιώνουν ένα σύστημα σήψης και διαφθοράς το οποίο είναι δύσκολο να αποκαθαρθεί, έστω κι αν αποκαλυφθεί.
Και ερχόμαστε στα δικά μας!
Στα όσα εξωφρενικά ζούμε τα τελευταία χρόνια.
Στα όσα μας επέβαλαν με δικτατορικό τρόπο , που τελειωμό δεν έχουν!
Συνέχεια λέω και επιμένω ότι δεν είναι τυχαία. Δεν έγιναν όλα αυτά επειδή τώρα τελευταία είδαν οι φίλτατατοι μας Ευρωπαίοι και μαζί μ΄ αυτούς οι επίσης φίλτατοι μας, Αμερικάνοι, που πάντα και παντού τους βρίσκει όλος ο κόσμος μπροστά τους, η κρίση αυτή δεν είναι μια πραγματική κρίση, αλλά μια κρίση που σκόπιμα κάποιοι δημιούργησαν για να πετύχουν τους δικούς τους στόχους και σκοπούς.
Όλα είναι προμελετημένα και καλά προσχεδιασμένα με τρόπο και σχεδιασμό μαφιόζικο ώστε να γίνουν όλα αυτά και να μας φέρουν σ’  συτό το σημείο. Όλα γίνονται και αποβλέπον στα άνομα σχέδια φερέλπιδων οικονομικών δικτατόρων οι οποίοι σχεδιάζουν να υποδηλώσουν οικονομικά, διοικητικά, ψυχικά, και με κάθε άλλο τρόπο τους ανθρώπους όλης της γης. Βλέπετε τι γίνεται και τι μας ζητάνε συνεχώς. Αποβλέπουν σε μια παγκόσμια δικτατορία!
Σας αναφέρω τι γράφεται για όλα αυτά το 1977. Προσέξτε το το 1977, πριν 15 χρόνια!
«…Αυτοί που μεθοδεύουν υπογείως τα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θέλοντας να επιτύχουν μεγαλύτερη τεχνητή κρίση, επέλεξαν την οδό της οικονομίας. Γι' αυτόν το λόγο πιέζουν τις κυβερνήσεις και τις αναγκάζουν να επιβάλλουν οικονομικό «σφίξιμο» στους λαούς, προκειμένου να κατεβάσουν τους δείκτες της οικονομίας στο όριο που θέτουν. Αυτό όμως έχει ως αποτέλεσμα οι χώρες να σφίγγουν - σαν σε μέγγενη - οικονομικά τους πολίτες τους με δυσβάστακτους φόρους, διάφορες οικονομικές συνεισφορές, διπλασιασμό σχεδόν των αντικειμενικών κριτηρίων και μείωση των κοινωνικών παροχών, με αποτέλεσμα, ναι, μεν, να πέφτουν κατά κάποιον τρόπο οι οικονομικοί δείκτες των χωρών, άλλα να ανεβαίνουν κάποιοι άλλοι δείκτες κατακόρυφα. Πολλές επιχειρήσεις αναγκάζονται να κλείσουν. Φέτος ανακοινώθηκε ότι θα κλείσει το 65% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με την επιβολή των επιπρόσθετων αντικειμενικών κριτηρίων. Κάποιες, για να επιβιώσουν, αναγκάζονται να φοροδιαφεύγουν η να χρηματίζουν κρατικούς υπαλλήλους, προκειμένου να τακτοποιήσουν τις υποθέσεις τους. Και όταν αυτά γίνονται σε επίπεδο επιχειρήσεων, καταλαβαίνετε - με την ανεργία που βασιλεύει - τι γίνεται σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο. …Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο το γεγονός ότι διάλεξαν τη σύγκλιση των οικονομιών, προκειμένου να ενωθεί η Ευρώπη, γιατί αυτή η σύγκλιση οδηγεί σε οικονομική εξαθλίωση, που ως φυσικό επακόλουθο έχει την απόκλιση από τις ηθικές αρχές. … Το πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αυστηρές προδιαγραφές: … Ο λαός, καταπιεζόμενος από τα δυσβάσταχτα οικονομικά μέτρα και την ηθική κατάπτωση, θα ζήτα εναγωνίως κάποιον να του δώσει τη δυνατότητα να ξανασάνει. Το εναγώνιο αυτό αίτημα του δεν πρόκειται να εισακουστεί, παρά μόνον όταν απελπιστεί εντελώς από όλους τους δικούς του πολιτικούς κι από κάθε εθνικό μέτρο. Φυσικά, τότε οι σκοτεινοί αυτοί κύκλοι θα προβάλλουν τον «άνθρωπο τους», άλλα και το τέλειο σύστημα του παγκοσμίου ελέγχου και την κατάργηση της προσωπικής ελευθερίας με τη δικαιολογία ότι θα είναι η λύση, για να ελαχιστοποιηθούν πλέον όλοι οι δείκτες εγκληματικότητας, διαφθοράς κ.λ.π., που με την σκληρή πολιτική λιτότητας ανέβηκαν σε υψηλά επίπεδα. (ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ . ιερομονάχου Χριστοδούλου Αγιορείτου  Άγιον Όρος 1997,  σελ. 108 – 109).
Αδελφοί μου!
          Ο Παπαδιαμάντης είχε χαρακτηρίσει την πλουτισμό και την πλουτοκρατία «μόνιμο άρχοντα του κόσμου και διαρκή αντίχριστο. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς. Αύτη παράγει την κοινωνικήν σηπεδόνα. Αύτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγείς»[2]. Να γιατί είναι σταθερό και μόνιμο εμπόδιο για την κατάκτηση της Βασιλείας των ουρανών.
          Να γιατί υποθηκεύεται η ζωή μας, το μέλλον των παιδιών μας, το μέλλον της πατρίδας μας.
………………………………………………………………………………………
Το κείμενο με πλάγια γραφή είναι προσθήκες δικές μας στο κήρυγμα της Ι. Μ. Δημητριάδος.
         





[1] Ιωήλ, Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης & Αλμωπίας, «Θυσία Εσπερινή», σελ. 102
[2] «Χαλασοχώρηδες» 

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2022

ΕΙΣΟΔΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

 


«ΣΗΜΕΡΟΝ ΤΩ ΝΑΩ ΠΡΟΣΑΓΕΤΑΙ Η ΠΑΝΑΜΩΜΟΣ ΠΑΡΘΕΝΟΣ»

 

                                     ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου -καθηγητού

 

 

 

Η εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου είναι μια σημαντική θεομητορική εορτή, την οποία εορτάζουν με σεβασμό και λαμπρότητα οι ορθόδοξοι πιστοί σε όλο τον κόσμο. Καθιερώθηκε γύρω στον 6ο αιώνα στην Ιερουσαλήμ με βάση την αρχαία παράδοση της Εκκλησίας μας. Κατ’ αυτήν εορτάζεται το γεγονός της εισόδου της Παναγίας μας στο Ναό του Σολομώντος, όταν ήταν τριών ετών.

Βεβαίως δεν υπάρχουν βιβλικές μαρτυρίες για το γεγονός αυτό. Πληροφορίες αντλούμε από την παράδοση της Εκκλησίας μας, η οποία διέσωσε πάμπολλα γεγονότα, τα οποία δεν ιστορούνται στα Ιερά Ευαγγέλια. Επί τη ευκαιρία θα θέλαμε να τονίσουμε για μια ακόμα φορά πως τα Ευαγγέλια δεν είναι ιστορικά κείμενα με την αυστηρή έννοια του όρου, αλλά είναι κατά κύριο λόγο ιεραποστολικά κείμενα, τα οποία γράφηκαν για να εξυπηρετήσουν συγκεκριμένες ιεραποστολικές και ποιμαντικές ανάγκες της αρχαίας Εκκλησίας. Έτσι, λοιπόν, έμεινε έξω από τις ευαγγελικές διηγήσεις το μεγαλύτερο μέρος της επί γης παρουσίας του Κυρίου και της ζωής των άλλων ιερών προσώπων, που σχετίζονται με το έργο της σωτηρίας. Αντίθετα, μέρος αυτών των πληροφοριών διέσωσε η Ιερά Παράδοση, η οποία είναι, όπως γνωρίζουμε, ισόκυρη με την αγία Γραφή.

Σύμφωνα, λοιπόν, με την Ιερά Παράδοση, οι γονείς της Θεοτόκου Ιωακείμ και Άννα ήταν άνθρωποι ευσεβείς και δίκαιοι. Ανήκαν στη μικρή εκείνη μερίδα των πιστών και ευσεβών Ιουδαίων, οι οποίοι περίμεναν εναγωνίως  την έλευση του Μεσσία. Πάσχιζαν οι ευλαβείς αυτοί άνθρωποι να αποκτήσουν παιδιά, ελπίζοντας πως από τους απογόνους τους θα γεννιόταν ο Μεσσίας.

Οι γονείς της Θεοτόκου ζούσαν με την προσδοκία της τεκνογονίας, όμως δυστυχώς, ήταν άτεκνοι. Είκοσι ολόκληρα χρόνια επιχειρούσαν να τεκνοποιήσουν χωρίς αποτέλεσμα. Το όνειδος της ατεκνίας και η κατάσταση της μοναξιάς δημιουργούσαν στην ψυχή τους αφόρητη πικρία. Όμως δεν έχασαν την πίστη τους στο Θεό ούτε στιγμή. Είχαν την πεποίθηση πως ο Θεός είναι ο χορηγός όλων των αγαθών και κύρια της τεκνογονίας. Η ζωή τους κυλούσε με προσευχή, νηστεία και έντονη προσδοκία, ότι ο Θεός θα άκουγε τις ικεσίες τους και θα τους ελεούσε εν τέλει.

Πράγματι, ο Θεός εισάκουσε τις προσευχές τους. Άγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε στην Αγία Άννα και της ανήγγειλε το ευχάριστο γεγονός, ότι θα γίνει μητέρα. Το γηραιό ζευγάρι απέκτησε επί τέλους κλήρα. Η ευσεβής γηραιά Άννα γέννησε ένα χαριτωμένο κορίτσι, το οποίο ονόμασαν Μαρία (εβραϊκά Μαριάμ), που σημαίνει Κυρία. Την ανέλπιστη χαρά τους εξέφρασαν με αίνους και ευχαριστίες στο Θεό. Θεώρησαν το νεογέννητο βρέφος ως δικό Του δώρο και γι’ αυτό, από την πρώτη στιγμή, το αφιέρωσαν με όλη τους την ψυχή σ’ Αυτόν

Η μικρή Μαρία από βρέφος ήταν στολισμένη με χάριτες και ιδιότητες λογικά ανεξήγητες. Φάνηκε από τότε πως ήταν ξεχωρισμένη από το Θεό να υπηρετήσει το σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου. Η σύνεση, η  πραότητα, η ταπείνωση και η υπακοή Της κατέπλησσε τους γονείς Της και τον κοινωνικό τους περίγυρο.

Όταν η Μαρία έγινε τριών ετών, οι ευσεβείς γονείς της αποφάσισαν να  πραγματοποιήσουν την υπόσχεσή τους προς το Θεό, να Του προσφέρουν ως δώρο την αγαπημένη τους θυγατέρα. Άλλωστε, όπως λέει η παράδοση, βρισκόταν σε τέτοια προχωρημένη ηλικία και οι δυο τους, ώστε δεν μπορούσαν πια να φροντίσουν τη μικρή Μαρία. Έτσι όδευσαν προς το Ναό του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ. Εκεί συνάντησαν το συγγενή τους ιερέα Ζαχαρία, πατέρα του Ιωάννου του Προδρόμου, ο οποίος ήταν άτεκνος και αυτός ως τότε. Υπηρετούσε με φόβο Θεού το ιερό και προσευχόταν αδιάκοπα να τον ελεήσει ο Θεός και να αποκτήσει και αυτός παιδί με την αγαπημένη του σύζυγο Ελισάβετ.

Η άφιξή τους στον περικαλλή Ναό γέμισε την ψυχή τους με κατάνυξη και ευλάβεια. Πατούσαν τον ιερό χώρο, όπου η παρουσία του Κυρίου ήταν αισθητή. Οι Ιουδαίοι πίστευαν πως ο Ναός ήταν η κατοικία του Θεού και θρόνος του τα Άγια των Αγίων, γι’ αυτό το διαμέρισμα εκείνο θεωρείτο χώρος δέους και τρόμου. Κανένας δεν έμπαινε εκεί, παρά μονάχα ο αρχιερέας του έτους μια φορά το χρόνο, την ημέρα του Εξιλασμού, για να θυμιάσει, ανυπόδητος, ασκεπής και με ένα λιτό χιτώνα.

Ο ιερέας Ζαχαρίας τους υποδέχτηκε σε κάποια από τις μεγάλες πύλες της μεγάλης αυλής. Ο λαός δεν επιτρεπόταν να εισέλθει στο Ναό. Μόνο ο αρχιερέας, οι ιερείς και λευίτες εισέρχονταν στον πρόναο και τα Άγια, για να προσφέρουν τις καθιερωμένες από το Μωυσή θυσίες και να επιτελέσουν τις τελετουργίες. Ο λαός στεκόταν στην ευρύχωρη αυλή και στις απειράριθμες παρακείμενες στοές, όπου παρακολουθούσε τις θυσίες, τις προσευχές και τις άλλες διάφορες τελετές των ιερέων.

Με έκπληξη και θαυμασμό παρατήρησαν πως η μικρή Μαρία όχι μόνο δεν έφερε κάποια αντίσταση, όπως ήταν φυσικό, να αποχωριστεί τους γονείς της, αλλά με χαρά ακολούθησε τον σεβάσμιο Ζαχαρία στο Ναό του Κυρίου. Η χάρις του Θεού είχε σκεπάσει κάθε φυσική Της αντίδραση, την είχε καταστήσει ήδη πολύτιμο σκεύος εκλογής. Η παμπάλαια χριστιανική παράδοση αναφέρει πως ο γέρων Ζαχαρίας, κατά θείαν έμπνευση, οδήγησε τη Μαρία στα Άγια των Αγίων. Εκεί, στο ιερότατο, θεοσκότεινο και απρόσιτο διαμέρισμα του Ναού εισήλθε για να περάσει τα παιδικά Της χρόνια αμόλυντη από την ανθρώπινη αμαρτία, ως πολύτιμος θησαυρός σε ασφαλές θησαυροφυλάκιο!

Οι συνθήκες ζωής στο χώρο εκείνο ήταν λίαν δυσμενείς για ένα κοινό θνητό. Όπως είπαμε, βασίλευε πυκνό σκοτάδι και η είσοδος οποιουδήποτε ήταν αυστηρά απαγορευμένη, για τη χορήγηση τροφής. Όμως η μικρή Μαρία δεν ήταν μια οποιαδήποτε κοινή θνητή. Είχε κληθεί από τη γαστέρα της μητέρας Της να γίνει η μητέρα του Θεού. Ο αφιλόξενος χώρος του άδυτου του Ναού μεταβλήθηκε για χάρη Της σε παραδείσιο περιβάλλον. Ουράνιο άκτιστο φως, που μόνο Αυτή έβλεπε, φώτιζε άπλετα και εκτυφλωτικά το χώρο. Άγγελοι του Θεού βρίσκονταν αδιάκοπα κοντά Της και της κρατούσαν συντροφιά. Άλλοι άγγελοι της κουβαλούσαν μυστική ουράνια τροφή και άλλοι την υπηρετούσαν.

Αυτό κράτησε δώδεκα ολόκληρα χρόνια, μέχρι την ηλικία των δεκαπέντε χρόνων Της. Τότε ο Ζαχαρίας μαζί με άλλους σεβάσμιους και ευλαβείς ιερείς του Ναού αποφάσισαν να βγάλουν τη Μαρία από τα Άγια των Αγίων και να την οδηγήσουν στον κόσμο. Για προστασία την αρραβώνιασαν με τον ευσεβή και μεστό ηλικίας Ιωσήφ, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, διατελούσε σε χηρεία και είχε την προστασία παιδιών του από την πρώτη γυναίκα του. Εγκαταστάθηκαν στην όμορφη και ήσυχη κώμη Ναζαρέτ, όπου εκεί λίγο καιρό αργότερα έγινε ο άγιος Ευαγγελισμός Της.

Η μεγάλη και παγκόσμια θεομητορική εορτή των Εισοδίων εορτάζεται λαμπρά από την Εκκλησία μας. Οι ιερές ακολουθίες έχουν πανηγυρικό χαρακτήρα. Μεγάλοι υμνογράφοι, συνέθεσαν ύμνους μεγάλης ποιητικής και θεολογικής αξίας. «Χαίρει ο ουρανός και η γη τον ουρανόν τον νοητόν πορευόμενον ορώντες εις θείον οίκον ανατραφήναι σεπτώς» αναφέρει ένας ύμνος. Οι πιστοί κατακλύζουμε τους ναούς και τιμούμε την Αειπάρθενο, η Οποία έγινε αιτία της σωτηρίας μας και μας σκεπάζει κάτω από τις αέναες προσευχές Της στον Υιό Της και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό.

  

 

 

 

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ΛΟΥΚΑ Ἡ παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου

 

«Εἶπε δὲ ὁ Θεός: Ἄφρων…»

TH Loukaα. Η σημερινή Κυριακή προβάλλει με μεγάλη ενάργεια το κακέκτυπο του αληθινού ανθρώπου, εκείνου που αποκλείεται από τη Βασιλεία του Θεού: τον άφρονα πλούσιο, τον άνθρωπο που η μόνη έγνοια του ήταν πώς να έχει και να κατέχει τα υλικά του αγαθά, πώς να αυξάνει τα γεννήματά του, σε βαθμό τέτοιο, που τελικώς να δυστυχεί μέσα στην υποτιθέμενη «ευτυχία» του: η καρποφορία των χωραφιών του τον κάνει να γεμίζει από άγχος και στενοχώρια. Μέχρις ότου εμφανίζεται από το «πουθενά» ο παράγων Θεός, για να βάλει τέλος στους προβληματισμούς και τις λύσεις του: «σήμερα θα πεθάνεις! Ζητάνε την ψυχή σου!» Κι ο  θάνατος έρχεται ως το όριο που φωτίζει την ποιότητα της όλης προγενέστερης ζωής του, που του ανοίγει τα μάτια για να δει ότι τελικώς όλα τα χρόνια που πέρασαν ήταν ενώπιον του Θεού μία ανοησία. «Εἶπε δὲ ὁ Θεός: Ἄφρων!»

β. 1. Δεν πρόκειται για εκτίμηση και αξιολόγηση ενός ανθρώπου, που θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει το περιεχόμενό της. Ποιος άνθρωπος μπορεί να κατέχει το αλάθητο; «Ο νόμος του ανθρωπίνου μυαλού είναι η πλάνη» σημειώνουν οι άγιοι Πατέρες μας. Ούτε πρόκειται για μία κρίση,  που μπορεί να κινείται στο επίπεδο της κατάκρισης, καρπού ζηλοφθονίας και εμπάθειας. Μία τέτοια εμπαθής κρίση δεν επιτρέπεται από τον ίδιο τον νόμο του Θεού, διότι υφαρπάζει δικαίωμα που ανήκει μόνον σ’  Εκείνον. Ο ίδιος ο Κύριος το επισημαίνει: «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε». «Εάν δε κάποιος χαρακτηρίσει τον αδελφό του «ανόητο» είναι ένοχος ενώπιον της κρίσεως του Θεού».

Εδώ, στο περιστατικό που περιγράφει ο Κύριος για τον πλούσιο, έχουμε την κρίση του ίδιου του Θεού, δηλαδή Εκείνου  που η κρίση Του είναι απολύτως δίκαιη, διότι «γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τὰ πάντα ἐνώπιόν Του»,  συνεπώς ανοίγει τα μάτια του ανθρώπου, ώστε να δει κι αυτός το αποτέλεσμα των επιλογών και των συμπεριφορών της ζωής του. Κι είναι η μόνη αληθινή κρίση, διότι πηγάζει από Εκείνον που η αγάπη Του προς τα πλάσματά Του είναι άπειρη και συνεπώς έχει πάντοτε γνήσιο ενδιαφέρον γι’ αυτά. Μόνον εκείνος που αγαπά μπορεί και να κρίνει ορθά, πέρα από στρεβλώσεις των εμπαθών κινημάτων της καρδιάς  του. Όπως το λέει και πάλι ο Κύριος: «Μὴ κρίνετε κατ’  ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε». Και δικαία κρίση είναι αυτή που πηγάζει από καρδιά που αγαπά. Η άπειρη αγάπη λοιπόν του Θεού αποδεικνύει και την αληθινότητα της κρίσεώς Του.

2. Κι ακόμη περισσότερο: η κρίση αυτή του Θεού, όπως φαίνεται στο περιστατικό της παραβολής, ηχεί πολύ πένθιμα, σαν καμπάνα που σημαίνει τον θάνατο κάποιου, διότι όχι μόνον είναι αληθινή, αλλά και τελεσίδικη και αμετάκλητη: λέγεται την ώρα του θανάτου, που ο άνθρωπος δεν έχει άλλο περιθώριο αλλαγής του. Ο θάνατος συνιστά το απόλυτο όριο, μετά το οποίο ο άνθρωπος απλώς κρίνεται για όλο το περιεχόμενο της ζωής του, για ό,τι έπραξε, για ό,τι είπε, για ό,τι σκέφτηκε ακόμη. «Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἄπαξ ἀποθανεῖν, καὶ μετὰ τοῦτο κρίσις» κατά τον απόστολο. Ό,τι διάφορες φιλοσοφίες και θρησκείες έχουν διδάξει περί μεταλλαγής του ανθρώπου, περί μετενσάρκωσης ή μετεμψύχωσής του σε άλλες καταστάσεις, μέσα στον κόσμο τούτο, αποτελούν φληναφήματα και ανοησίες, που προέρχονται από τον σκοτισμένο λόγω της αμαρτίας και των παθών νου του ανθρώπου. Η αλήθεια που απεκάλυψε ο Κύριος είναι κρυστάλλινη: ο άνθρωπος με τον θάνατό του κρίνεται από τον Θεό, κατά μερικό πρώτα τρόπο, λόγω της συνέχειας μόνο της ψυχής του, κι έπειτα, κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, θα κριθεί και γενικά, διότι τότε με την Παρουσία αυτή του Κυρίου θα αναστηθεί και το σώμα του, ώστε ενωμένο με την ψυχή να σταθεί ενώπιον του φοβερού βήματός Του. Η γενική αυτή όμως κρίση δεν θα είναι διαφορετική από την πρώτη. Απλώς θα είναι επιτεταμένη, διότι θα συνυπάρχει μαζί με την ψυχή και το σώμα. Και βεβαίως η κρίση αυτή οδηγεί  είτε στην αιώνια ζωή είτε στην αιώνια κόλαση, με την έννοια του πώς «εισπράττει» ο άνθρωπος τη μία και ενιαία αγάπη του Θεού προς όλους: είτε θετικά, αν φεύγει από τη ζωή αυτή εν μετανοία, είτε αρνητικά, αν φεύγει εναντιωμένος προς τον Θεό ή με αδιαφορία προς Αυτόν.

3. Ποια ήταν τα γνωρίσματα της ζωής του άφρονος πλουσίου, που οδήγησαν στον χαρακτηρισμό του ως άφρονος και ανοήτου; Πότε συνεπώς κάποιος ζει ανόητα, κατά την κρίση του ίδιου του Θεού;

(α) Όχι ασφαλώς επειδή «εὐφόρησεν ἡ χώρα του». Η ευφορία αυτή των χωραφιών του υπήρξε μία ευλογία που του δόθηκε από τον Θεό – δεν φαίνεται να κοπίασε γι’ αυτήν ο πλούσιος∙ ο Θεός απλώς επέτρεψε να συμβεί, προφανώς για να του δώσει ευκαιρία να ανοιχτεί στον συνάνθρωπο.  Αλλά εκείνος πώς την αντιμετώπισε; Μ’ έναν απόλυτα εγωιστικό τρόπο. Πέντε «μου» της προσωπικής αντωνυμίας μετράμε στον προβληματισμό του: «ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;… Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας…καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου». Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό του. Δεν υπάρχει ίχνος προβληματισμού για τον οποιονδήποτε συνάνθρωπό του, έστω και συγγενή του. Έτσι η αφροσύνη του ήταν ο εγωιστικός τρόπος σκέψεως και ζωής του.

) Αυτός ο εγωισμός του, ως νοσηρή στροφή μόνον στον εαυτό του, δεν περιέχει ίχνος αναφοράς και προς τον Θεό. Συνήθως, ακόμη και σε ασχέτους προς την πίστη του Θεού ανθρώπους, σε στιγμές ευτυχίας τους ακούμε και ένα «δόξα τῷ Θεῷ». Εδώ, δεν υπάρχει τίποτε τέτοιο: καμία δοξολογική ενατένιση του Θεού, για κάτι που εξώφθαλμα σχετιζόταν μ’  Εκείνον: είπαμε ότι η ευφορία της γης του  δεν είχε να κάνει με καμία από τις δικές του προσπάθειες. Ήταν μία δωρεά του Θεού. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η αφροσύνη του δεν έχει αποκλείσει μόνον τον συνάνθρωπο, αλλά και τον ίδιο τον Θεό, τον χορηγό του πλούτου του. Κι είναι τούτο πράγματι που επισημαίνει ο λόγος του Θεού: «εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ∙ οὐκ ἔστιν Θεός». Μπορεί θεωρητικά να μην ακούγεται στην παραβολή η αθεΐα του πλουσίου, διαπρυσίως όμως καταγγέλλεται αυτή στο επίπεδο της ζωής του. Κι αυτό είναι το πιο καθοριστικό.

(γ) Η διαγραφή του Θεού και του ανθρώπου όμως φέρνει άγχος. Αντί ο πλουτισμός να του δίνει χαρά – ως ευκαιρία, είπαμε, προσφοράς χαράς σε άλλους – του προσθέτει θλίψη και στενοχώρια. Αλλά πάντοτε αυτό είναι το τίμημα του επιλέγοντος τον εγωιστικό, δηλαδή τον αμαρτωλό,  τρόπο ζωής. Το σημειώνει ο απόστολος Παύλος: «θλίψις καὶ στενοχωρία παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ κακόν». Ο άφρων πλούσιος, δηλαδή, ήδη από τη ζωή αυτή ζούσε με στοιχεία κόλασης. Η πορεία του ήταν προδιαγεγραμμένη, εφόσον δεν έδειχνε σημεία μετάνοιας. Κι επιπλέον: το άγχος του για το «έχει» του, σαν να  του «έκλεβε» και το μυαλό του:  τον έκανε να αδυνατεί να σκεφτεί το αυτονόητο, ότι δηλαδή τα γεννήματά του, κλεισμένα σε αποθήκες, θα σάπιζαν. Συνήθως ο εγωιστής άνθρωπος χάνει και την όποια «εξυπνάδα» του.

(δ) Η αφροσύνη του όμως έγκειται και στην ψευδαίσθηση της αληθινής ζωής. Ο πλούσιος δεν ελάμβανε υπόψη του το πιο βέβαιο γεγονός της ζωής: την ύπαρξη του θανάτου. Ο προβληματισμός του, βλέπουμε, κινείται σε επίπεδο σχεδόν «αιωνιότητας» γι’ αυτόν της παρούσας ζωής. «Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, κείμενα εἰς ἔτη πολλά». Πράγματι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κυριολεκτικά «πετάει στα σύννεφα». Το φαντασιακό επίπεδο είναι ο χώρος της ζωής του. Γι’  αυτό και η «προσγείωση» έρχεται τόσο απότομα και «ανώμαλα» γι’ αυτόν.

4. Τα κύρια αυτά στοιχεία της αφροσύνης του πλουσίου που οδηγούν σ’ ένα τέλος τραγικό – όχι μόνον έρχεται ο θάνατος, αλλά έρχεται με μία συνοδεία «δυνάμεων» ξένων προς τον Θεό: «τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σου», άρα δείχνουν και την αιώνια συνέχεια εκτός Θεού – μας οδηγούν εκ του αντιθέτου στην επισήμανση των στοιχείων που επαινούνται από τον Θεό και μπορούν να χαρακτηριστούν ως εμφροσύνη και σωφροσύνη. Πρόκειται για τον «πλουτισμόν κατά Θεόν», που λέει ο Κύριος στην κατακλείδα της παραβολής, ο οποίος κάνει τον άνθρωπο που τον έχει να βρίσκεται με τον Θεό και να χαίρεται αενάως τη χαρά της παρουσίας Του. Πώς λοιπόν πρέπει να ζει ο άνθρωπος, ώστε στο τέλος του να ακούσει με χαρά ότι ευαρέστησε τον Θεό; Μα, ασφαλώς, πρώτον, να στέκεται καλά έναντι του συνανθρώπου του, δηλαδή με ανιδιοτελή αγάπη και ειλικρινές ενδιαφέρον, έστω κι αν τούτο μπορεί να σημαίνει και θυσία γι’ αυτόν. Το παράδειγμα της γνωστής παραβολής του καλού Σαμαρείτη συνιστά εν προκειμένω καθοδηγητικό στοιχείο επ’ αυτού. Δεύτερον, να πιστεύει και να αγαπά τον Θεό. Για τον σώφρονα άνθρωπο, ο Θεός δεν είναι αμελητέα ή ανύπαρκτη κατάσταση, αλλά το κέντρο της ζωής του. Προτεραιότητά του συνεπώς είναι το πώς θα θεμελιώνει αδιάκοπα τη ζωή του, τις σκέψεις του, τα λόγια του, τη συμπεριφορά του, στο θέλημα Εκείνου. Με αποτέλεσμα να νιώθει ως το παιδί στην αγκαλιά του Πατέρα του. Ο σώφρων άνθρωπος, έτσι, τρίτον,  δεν ζει με άγχη και ανασφάλειες, αλλά η πάντα νουν υπερέχουσα ειρήνη του Χριστού βραβεύει τον νου και την καρδιά του. Και βεβαίως,τέλος, ο σώφρων, στον οποίο ευαρεστείται ο Θεός, έχει συναίσθηση της προσωρινότητας και της φθαρτότητάς του. «Καθ’  ημέραν αποθνήσκει», όπως λέει και ο απόστολος, με την έννοια ότι δεν τρέμει τον θάνατο, αλλά τον προσδοκά με χαρά, γνωρίζοντας ότι ο ίδιος ο Θεός θα παραλάβει την ψυχή του και όχι κάποιοι που το μόνο που επιζητούν είναι η δυστυχία του. 

γ. Τι άραγε επιθυμούμε να ακούσουμε και εμείς στο τέλος της ζωής μας ως κριτική γι’ αυτήν από τον Θεό; «Ἄφρων» ἤ «σώφρων καὶ ἔμφρων;» Το ερώτημα μεταφράζεται: θησαυρίζουμε για τον εαυτό μας ή πλουτίζουμε κατά Θεόν; Κι είναι τούτο η καθημερινή και αδιάκοπη πρόκληση επιλογής μας σε κάθε κίνηση της ύπαρξής μας. Στη μία περίπτωση, το κέντρο βάρους είναι ο κόσμος με τη φθαρτότητά του και τη διαρκή ταραχή του, υπό την κυριαρχία του διαβόλου, του άρχοντος του κόσμου τούτου. Στην άλλη, το κέντρο βάρους είναι ο Θεός και το άγιο θέλημά Του, με όλες τις χαρές και τη δόξα που συνοδεύουν την παρουσία Του. Ο Χριστιανός βεβαίως δεν προβληματίζεται: επιλέγει πάντοτε το θέλημα του Θεού. Επιλέγει δηλαδή όχι μόνον το αιώνιο, αλλά και του κόσμου τούτου αληθινό συμφέρον του.

π. Γεώργιος Δορμπαράκης

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Η´ ΛΟΥΚΑ - Ἡ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου

 

«Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς ·πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως» (Λουκ. 10, 37)

H Loukaα. Μία από τις γνωστότερες παραβολές του Κυρίου, που διασώζεται μόνον από τον ευαγγελιστή Λουκά, περιέχει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, την παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Αφορμή για να την πει ο Κύριος έδωσε ένας νομοδιδάσκαλος, ένας δηλαδή Ιουδαίος θεολόγος, ο οποίος θέλοντας να Τον φέρει σε δύσκολη θέση – «εκπειράζων αυτόν» - Του έθεσε αφενός το θέμα πώς κερδίζεται η αιώνιος ζωή, αφετέρου το θέμα ποιος είναι ο πλησίον του ανθρώπου, όταν αποκαλύφθηκε ότι ερώτησε κάτι που του ήταν ήδη γνωστό. Ο Κύριος δεν δυσανασχετεί και δεν παρεξηγείται  με την «πονηριά» του θεολόγου. Του απαντά με τρόπο κανονικό και σοβαρό, οδηγώντας τον όμως στο σημείο συμφωνίας του με ό,τι ο Ίδιος έλεγε. Η τελική προτροπή Του μάλιστα προς αυτόν δεν του αφήνει κανένα περιθώριο αντίδρασης. «Πορεύου και συ ποίει ομοίως».

β. 1. Ο Κύριος καταρχάς καλεί σε κινητοποίηση τον νομοδιδάσκαλο, συνεπώς και κάθε άνθρωπο, προκειμένου να πορεύεται στη ζωή του κατά το πρότυπο του καλού Σαμαρείτη. Η προτροπή Του δηλαδή δεν αφήνει υποψία εφησυχασμού του ανθρώπου, αδράνειας ή περιδίνησης μέσα στα δικά του πάθη. Ο εφησυχασμός και  η αδράνεια δεν σχετίζονται με αυτό που συνιστά θέλημα του Θεού, διότι φανερώνουν καταστάσεις που αλλοιώνουν τη φυσιολογία του ανθρώπου, την κατ’  εικόνα Θεού δηλαδή δημιουργία του. Ο άνθρωπος είναι κίνηση, ενέργεια, πορεία προς τα εμπρός, δημιουργία. Αν υπάρχουν τόσοι συνάνθρωποί μας που δυστυχώς ταλαιπωρούνται από ψυχολογικά κυρίως προβλήματα, είναι γιατί έπεσαν στην παγίδα της στασιμότητάς τους και της ανακύκλωσης των ίδιων πάντοτε παθών τους, κυρίως δε των λογισμών τους. Σαν να λειτουργούν, με άλλα λόγια, μ’ έναν τρόπο «αυτιστικό», περιφερόμενοι αδιάκοπα γύρω από το κέντρο του εαυτού τους. Ο Κύριος λοιπόν στο πρόσωπο του νομοδιδασκάλου καλεί όλους τους ανθρώπους σε πορεία προς τα εμπρός, χωρίς να στρέφονται προς τα οπίσω.

2. Η πορεία αυτή δεν είναι ανεξέλεγκτη και άσκοπη. Δεν καταξιώνεται ο άνθρωπος απλώς με το να πορεύεται, αλλά να πορεύεται σωστά. Και το σωστά σημαίνει: κατά το πρότυπο που προβάλλει η παραβολή ως δικαιωμένο από τον Θεό τρόπο ζωής, δηλαδή του καλού Σαμαρείτη. «Πορεύου και συ ποίει ομοίως». Ομοίως όχι με τον τρόπο  του ιερέα ή του λευίτη, των ιερωμένων του Ιουδαϊσμού, διότι ο τρόπος αυτός καταδικάστηκε και από τον ίδιο τον νομοδιδάσκαλο: είναι ο τρόπος του εγωισμού, της προτεραιότητας των προσωπικών συμφερόντων έναντι των πραγματικών αναγκών του συνανθρώπου, της προτεραιότητας ακόμη και μιας θρησκευτικής αποστολής έναντι του άλλου – δεν αρνείται κανείς ότι μπορεί οι συγκεκριμένοι ιερωμένοι να βρίσκονταν και σε μια τέτοια αποστολή. Το ομοίως λοιπόν είναι με τον τρόπο ζωής του Σαμαρείτη. Αυτός είναι που επαινείται  και θεωρείται ότι βρήκε την οδό της αιώνιας ζωής. Και ποιο είναι το γνώρισμα της οδού αυτής; Όπως αναγκάζεται να το ομολογήσει και ο νομοδιδάσκαλος: «ο ποιήσας το έλεος μετ’  αυτού». Σωστός δηλαδή τρόπος που δικαιώνεται από τον Θεό είναι η αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Όπως τίθεται στην παραβολή, η αγάπη αυτή συνιστά μονόδρομο: έξω από την αγάπη ο άνθρωπος χάνεται σε δρόμους που τον απομακρύνουν από τη σχέση του με τον Θεό. Κι αυτό θα πει: για να βρω τον Θεό: «την αιώνιον ζωήν», πρέπει να βρω τον συνάνθρωπό μου: να ποιώ «έλεος μετ’  αυτού».

3. Ο προσδιορισμός της αγάπης προς τον συνάνθρωπο, ως της απόλυτης καθοριστικής προϋπόθεσης για την αιώνια ζωή, απαιτεί, κατά την παραβολή, τρεις διευκρινίσεις:

(1) ο άλλος, ο πλησίον, δεν είναι ο άνθρωπος που ανήκει σε μία συγκεκριμένη ομάδα, κατά τον καταδικασμένο τύπο της Ιουδαϊκής εκδοχής: των Φαρισαίων για παράδειγμα που θεωρούσαν πλησίον μόνον τους γνώστες του ιουδαϊκού νόμου, άρα έθεταν εκτός της έννοιας αυτής τους φτωχούς και αγραμμάτους, ή των Εσσαίων, που θεωρούσαν πλησίον μόνον τους ανήκοντες στην κοινότητά τους, ή ακόμη και των απλών Ιουδαίων, που απέρριπταν την έννοια του πλησίον για τους μη Ιουδαίους. Πλησίον, κατά το πρότυπο του Σαμαρείτη, είναι ο κάθε συνάνθρωπος, ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας ή κοινωνικής τάξεως, διότι ο ίδιος ο άνθρωπος που αγαπά γίνεται πλησίον του άλλου. Απόδειξη τούτου είναι το γεγονός ότι ο Κύριος αντιστρέφει το ερώτημα του νομοδιδασκάλου: από την παθητική διατύπωσή του -  «τις εστί μου πλησίον;» - το θέτει με ενεργητική διάθεση – «γεγονέναι πλησίον». Εγώ να γίνομαι πλησίον του άλλου.

(2) Η αγάπη έτσι προς τον οποιονδήποτε συνάνθρωπο έχει το γνώρισμα της θυσίας. Μπροστά στην ανάγκη του άλλου, το θέλημα του Θεού απαιτεί προσωπική στάση, απώλεια ίσως του χρόνου μας, της άνεσής μας και των δικών μας αναγκαίων μέσων, προσφορά των χρημάτων μας, έγνοια διαρκή. Ό,τι δηλαδή επέδειξε ο Σαμαρείτης. Πρόκειται για την αληθινή αγάπη, για την οποία μίλησε ο Κύριος και με λόγο σαφή, εκτός των παραβολών: «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλλήλους. Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού». Είναι η αγάπη που έζησε ο Ίδιος και που Τον ανέβασε στον Σταυρό, γεγονός που τονίζεται και από την αλληγορική ερμηνεία της παραβολής, σύμφωνα με την οποία ο Σαμαρείτης είναι ο ίδιος ο Χριστός.

(3) Αυτονοήτως, η αγάπη, με τα παραπάνω δεδομένα, δεν είναι θεωρία και λόγια, αλλά πράξη. «Ο ποιήσας το έλεος μετ’  αυτού» λέει. Και: «πορεύου και συ  π ο  ί ε ι  ομοίως». Όσο κανείς μένει σε λόγια, ακόμη και σε μία πραγματική καλή διάθεση, δεν έχει αγγίξει την αγάπη που δικαιώνει. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν του Θεού, αλλ’  ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς».

4.  Η αγάπη όμως προς τον συνάνθρωπο που δικαιώνει αυτόν που την ασκεί, είναι, σύμφωνα με το ευαγγελικό ανάγνωσμα, άμεσα συνδεδεμένη και με την αγάπη προς τον Θεό. Ο Κύριος χαρακτήρισε ορθή την απάντηση του νομοδιδασκάλου, όταν ανέφερε την πεμπτουσία του λόγου του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της ισχύος σου και  εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Δηλαδή, η αγάπη έχει διπλή διάσταση: προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο. Και ο Ίδιος έτσι τοποθέτησε τα πράγματα: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε», είπε. Κι επειδή η κύρια εντολή Του είναι το «αγαπάτε αλλήλους», άρα αγαπάμε τον Χριστό, εάν αγαπάμε και τους άλλους, όπως και αγαπάμε τους άλλους, εάν αγαπάμε τον Χριστό. Μονομερής ακολουθία της αγάπης, επιλογή της μιας από την άλλη, σημαίνει διαστροφή και των δύο. Είναι τόσο καίριας σημασίας τούτο, ώστε ο ίδιος ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος σημειώνει ότι «όποιος ισχυρίζεται ότι αγαπά τον Θεό και μισεί τον συνάνθρωπό του, είναι ψεύτης». Όπως και το αντίστροφο: «αγαπάμε τον συνάνθρωπο, όταν αγαπάμε τον Θεό και τηρούμε τις εντολές Του». 

γ. Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη απαιτεί προς αποδοχή της γενναιότητα ψυχής και απόφαση υπακοής μέχρι θανάτου. Μελετώντας την βεβαιώνουμε δυστυχώς την πνευματική μας γύμνια. Διότι συνήθως τι διαπιστώνουμε στη ζωή των περισσοτέρων μας; Την ακολουθία ενός εύκολου και βολεμένου χριστιανισμού, που έχει ως πρότυπο μάλλον τον τρόπο ζωής του ιερέα και του λευίτη παρά του Σαμαρείτη. Ο Κύριος δεν θέλει κάτι από τη ζωή μας. Θέλει ολόκληρη τη ζωή μας. Μας έδωσε και μας δίνει τη δική Του, κυρίως μέσω του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, κομματιάζεται από αγάπη για εμάς, και ζητεί αντίστοιχο τρόπο ζωής. Η συμπεριφορά Του, όπως καταφαίνεται με κρυστάλλινο τρόπο στη συμπεριφορά του Σαμαρείτη, δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας. Πόσοι άραγε αντέχουμε να είμαστε αληθινοί χριστιανοί; Πόσοι, τουλάχιστον,  όταν βλέπουμε τη μικρότητά μας, στρεφόμαστε μέσα μας και κλαίμε για την κατάντια μας; Πώς χωρίς έλεος προς τους άλλους μπορούμε έστω και να ζητάμε το έλεος του Θεού για εμάς;

π. Γεώργιος Δορμπαράκης

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2022

Κυριακή Ζ’ Λουκά

 Ο Κύριος θεραπεύει τις αρρώστιες και ανασταίνει πεθαμένους


Έβδομη Κυριακή του Λουκά σήμερα, αγαπητοί. Το ιερό Ευαγγέλιο μας μιλάει για δύο μεγάλα θαύματα, τα οποία έκανε ο Χριστός στην Καπερναούμ, τη δεύτερη πατρίδα Του, αφού είχε γυρίσει από τη χώρα των Γαδαρηνών, που Τον έδιωξαν, όπως είπαμε σε προηγούμενη Κυριακή, οι κάτοικοί της. Τον περίμεναν, όμως, στην Καπερναούμ αμέτρητοι, κι ανάμεσά τους ξεπρόβαλε σε κάποια στιγμή ο άρχων της Συναγωγής Ιάειρος, που στα Ελληνικά σημαίνει Φώτιος, ο οποίος είχε μια μονάκριβη κόρη, που ήταν στα τελευταία της.

Ο πόνος και η αγάπη μας οδηγούν στη ζωή. Ίσως είχε ακούσει για το Χριστό, αλλά δεν Τον είχε δει ποτέ δεν είχε πάει, δηλαδή κοντά Του. Τώρα ο πόνος για τη θυγατέρα του και η αγάπη γι’ αυτήν, τον έφεραν μπροστά στα πόδια του Χριστού. Και παρεκάλεσε τον Κύριο, αφού γονάτισε ενώπιον Του, να κάνει γρήγορα, να πάει στο σπίτι του, να θεραπεύσει την κόρη του. Είχε λίγη πίστη, αλλ’ ο Χριστός και το λίγο το δέχεται και το κάνει πολύ, ενώ ο Εκατόνταρχος Του είπε: «Κι από μακριά, Κύριε, μπορείς να θεραπεύσεις τον δούλο μου τον άρρωστο». Τι διαφορά! Κι ο Κύριος αμέσως σηκώθηκε, να πάει. Τι καταδεχτικός είναι, τι εύσπλαχνος, και τι φιλάνθρωπος και τι άρχοντας! Ο άρχοντας της Συναγωγής συνάντησε τον Άρχοντα της ειρήνης και της αγάπης, τη Ζωή και την Ανάσταση. Πήγαινε, λοιπόν, ο Χριστός, και φαίνεται ήταν σε δημόσιο χώρο που Τον κάλεσε στο σπίτι του ο Αρχισυνάγωγος, έτρεξαν πλήθη αμέτρητα από περιέργεια, από θαυμασμό και απ’ ό,τι άλλο.

Και καθώς επήγαιναν εκεί και κινδύνευε ο Χριστός να συνθλιβεί από το πλήθος, ανάμεσά τους άλλη μια πονεμένη ύπαρξη μια αιμορροούσα γυναίκα, που χρόνια δώδεκα υπέφερε, καταξοδεύτηκε στους γιατρούς και καλό δεν βρήκε. Είχε όμως μέσα της πίστη και είπε: «Αν ακουμπήσω το άκρον του ενδύματος του Ιησού, θα γίνω καλά». Το ‘πε και το ΄κανε. Κι έγινε καλά. Κι ο Χριστός αισθάνθηκε –Θεάνθρωπος ών –αυτό που συνέβη. Και εγύρισε και είπε: «Ποιος με ακούμπησε;». O Ιησούς ήξερε τι έλεγε˙ ποιος Τον ακούμπησε με πίστη. Κι εμείς μπορεί να ακουμπάμε τον Ιησού με τον Άγιον Άρτο, τη Θεία Μετάληψη, αλλά πολλές φορές δύναμη δεν παίρνομε, και Χάρη δεν βρίσκομε, γιατί δεν ακουμπάμε με πίστη.

Και η γυναίκα παρουσιάστηκε μπροστά Του, τρέμοντας η καημένη κι απ’ το θαύμα που έγινε, κι απ’ το φόβο που είχε, γιατί όσοι έπασχαν απ’ αυτή την αρρώστια, ήσαν νομικώς ακάθαρτοι και απεβάλλοντο από τους δήθεν σπουδαίους, και Του είπε όλη την αλήθεια. Κι ο Ιησούς την είπε θυγατέρα Του. Έτσι είναι η πίστη. Είναι σχέση, είναι σύνδεση, είναι ομορφιά. Και της έδωσε την ειρήνη Του και τη χάρη Του.

Κόντευαν να φτάσουν σπίτι του Ιάειρου και κάποιος οικιακός ήλθε και Του είπε, πως:  «Πέθανε το παιδί σου. Μην κουράζεις τον Δάσκαλο». Ο Ιησούς, όμως, του έδωσε θάρρος ακόμη και στον θάνατο. «Μη φοβάσαι έχε πίστη και θα σωθεί». Φτάσαν εκεί πέρα, και ρώτησαν τι γίνεται. Και είπαν πάλι αυτό: «Πέθανε». Κι ο Ιησούς είπε: «Δεν πέθανε, αλλά κοιμάται». Κι οι άλλοι Τον περιγελούσαν, αφού ήξεραν πως πέθανε. Κι αυτό το περιγέλασμα είχε το θετικό του. Απέδειξε πως όντως είχε πεθάνει και μετά όντως έγινε ανάσταση. Ο Χριστός πάντα απ’ το πικρό βγάζει και το γλυκό. Αυτή είναι η ομορφιά Του.

Και μπήκε μέσα, έβγαλε έξω όλους, εκτός από τους τρείς Μαθητάς και τους γονείς της κόρης, την ακούμπησε, την πήρε απ’ το χέρι και της λέει: «Κόρη, σήκω». Και σηκώθηκε αμέσως, όπως και η αιμορροούσα θεραπεύθηκε αμέσως. Αυτή είναι η χάρη του Χριστού. Και ύστερα είπε να της δώσουν να φάει, να επανέλθει στη ζωή και στις λειτουργίες της. Ήταν όντως ανάσταση, θαύμα μέγα Χριστού. Και είπε στους γονείς, να μην πουν πουθενά τίποτα. Θα το μάθαιναν όλοι φυσικά, αλλά ήθελε ν αποφύγει το φθόνο των εχθρών Του.

Ω Ιησού μου γλυκύτατε! Ακόμη και τους εχθρούς Σου φροντίζεις! Πώς να μην σε αγαπάμε! Πώς να μη Σε λατρεύουμε! Και πώς να μη Σε πιστεύουμε, μ’ όλη μας την καρδιά!

  Πηγή: † Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη (2009). ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΤΟΜΟΣ Β΄, Από την Κυριακή μετά την Πεντηκοστή, Λευκωσία: Περιοδικό «Ακτή», σελ.138-141.