Σήμερα, αγαπητοί Χριστιανοί, είναι η τελευταία Κυριακή που ψάλλεται το «Χριστός
Ανέστη». Είναι η έκτη Κυριακή μετά την Ανάσταση, η Κυριακή του Τυφλού.
Ο Χριστός
στη θεραπεία του εκ γενετής τυφλού του σημερινού Ευαγγελίου, επιδιώκει με την
επέμβαση αυτή να επικεντρώσει την προσοχή των ανθρώπων, όχι τόσο στην αιτία της
τυφλώσεως, μα στην σκοπιμότητά της. Πως και γιατί επετράπη αυτή η ασθένεια στον
άνθρωπο;
Δυο
σκέψεις αρχικά έχουμε να υπογραμμίσουμε
•
«Άνθρωπος λεγόμενος Ιησούς, πηλόν εποίησε και επέχρισέ τους οφθαλμούς, και είπε
« Υπαγε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψαι». Απελθών δε και νιψάμενος
ανέβλεψε .....» και «Εκ του αιώνος ουκ ηκούσθη, ότι ήνοιξε τις οφθαλμούς τυφλού
γεγενημένου. Ει μη ούτος παρά Θεού ουκ ηδύνατο ποιείν ουδέν....»
• «Ην
δε Σάββατον, ότε τον πηλόν εποίησεν ο Ιησούς και ανέωξεν αυτού τους
οφθαλμούς.....»
Και προχωρώντας πιο πέρα απ’
αυτές τις σκέψεις μας, τρία πράγματα, αδελφοί μου, υπογραμμίζονται σαν
απαραίτητα για τον άνθρωπο: το ψωμί, η υγεία και η ελπίδα. Στερημένος από τα
άλλα αγαθά μπορεί να ζήσει, χωρίς αυτά, όμως, βαδίζει ταχύτερα προς το θάνατο.
Η πείνα φθείρει το σώμα, ο πόνος δημιουργεί μίσος για το σώμα και η απελπισία
αφαιρεί κάθε χαρά - γεύση από οτιδήποτε.
Ο Ιησούς ευλόγησε τον άρτο, ώστε να χορτάσουν οι χιλιάδες που τον
ακολούθησαν, χάρισε τη ψυχική και σωματική υγεία όπου τον αναζήτησαν και έδωσε
την πίστη - ελπίδα για μια καλύτερη ζωή μέσα από την αγάπη, τόσο σε αυτόν τον
κόσμο, όσο και στην επουράνια συνέχειά του.
Η θεραπεία
λοιπόν του τυφλού είναι η ορατή φανέρωση της δυνάμεως του Θεού. Αυτή είναι και
η πρώτη σκέψη μας που τονίσαμε στην αρχή. Πραγματώνεται δε με την εγκόσμια
παρουσία του Χριστού, «ο οποίος απεστάλη για να φωτίσει τον κόσμο, που
κατέκειτο σκεπασμένος νεκρός στα σκοτάδια της πλάνης και της αμαρτίας».
Δεν απαρνήθηκε, ο Ιησούς, δεν απαρνείται ο Θεός, ποτέ τους αρρώστους,
δεν πιστεύει ότι ο πόνος είναι αναγκαίος για να νικηθεί η αμαρτία – και το κακό. Ούτε πιστεύει ότι η ασθένεια και ο
πόνος είναι συνέπεια αμαρτήματος του πάσχοντος η των γονέων του, αλλά δίνει μια
νέα διάσταση. Έτσι,
ετούτος ο τυφλός, που δεν αμάρτησε ούτε αυτός, ούτε οι γονείς του, φανερώνεται
ως όργανο του σκοπού του Θεού. Προορίζεται να δείξει στον κόσμο τα θαυμαστά
έργα του Δημιουργού. Να τους πει με απλά λόγια τι είναι και τι δεν είναι το
γεγονός να βλέπεις.
Οι Ιουδαίοι, αλλά και ο αρχαίος
κόσμος, έβλεπαν την αρρώστια σαν τιμωρία. Ο Ιησούς την διδάσκει σαν ευκαιρία
δόξας Θεού και μετάνοιας. Έτσι, λοιπόν, ο Ιησούς, που δεν επιθυμούσε να
βασανίζονται οι άνθρωποι για να βρουν την πραγματική σωτηρία, όταν τον
πλησιάζει ένας εκ γενετής τυφλός, τον θεραπεύει. Γιατί δεν ήρθε ο Ιησούς να
αρνηθεί την ζωή με τις χαρές της, αλλά να την επιβεβαιώσει. Η επιθυμία Του
είναι να διώξει τον πνευματικό πόνο και να φέρει την ψυχική υγεία, όταν, όμως,
στον δρόμο Του εμφανίζεται ο σαρκικός βασανισμός δεν αρνείται τη βοήθεια Του.
Δεν είναι περιπλανώμενος μάγος η σαν τον Μεσσία που περιμένουν αιώνες τώρα οι
Ιουδαίοι αλλά μέσα στην αγάπη Του βρίσκει καταφύγιο κάθε ανθρώπινη ανάγκη.
Εκείνη την στιγμή, τη βοήθεια Του τη ζήτησε ένας τυφλός που δεν είχε
δει ποτέ το φως της ημέρας. Το φως της ημέρας δε βοηθούσε τον τυφλό να δει.
Ο,τι δεν κατάφερε αυτό το γήινο φως, το πέτυχε η αγάπη και το έλεος του Ιησού.
Με το φως του Ιησού θεραπεύτηκε ο τυφλός και με την πίστη του μπόρεσε να
ελέγξει την μωρία των σοφών, των σχολαστικών διδασκάλων, που κοιτούσαν τον τύπο
και προσπερνούσαν την ουσία. Ο τυφλός διαφώτισε με την έλλαμψη του λόγου του
τους διδασκάλους σκοτεινών γραμμάτων και κενών ουσίας.
Η σχολαστική εμμονή στον τύπο (" Ην δε Σάββατον"), η δεύτερη
σκέψη μας, δεν επέτρεψε στους νομοδιδασκάλους να αισθανθούν την παρουσία της
ίδιας της ουσίας, του δημιουργού των νόμων, της μοναδικής αλήθειας. Η
μεμψίμοιρη και σχολαστική έρευνα του Θείου λόγου γίνεται εμπόδιο για την βίωση
της παρουσίας του Θεού.
Η συμπεριφορά αυτή είναι τυπική και παρουσιάζεται πανομοιότυπη στις
μέρες μας, όπως και στην εποχή του Ιησού. Οι «διδάσκαλοι» των οιωνδήποτε ιερών
κανόνων, οι σύγχρονοι Γραμματείς και Φαρισαίοι που παρουσιάζονται σαν τηρητές
και θεσμοφύλακες, αυτοί οι άνθρωποι που αγνοούν την ύπαρξη της βίωσης του
Χριστιανισμού και την αποδέχονται μόνο σαν γράμμα και τύπο νόμου, όλοι αυτοί,
όλοι εμείς, πρέπει να εντάξουμε, μέσα στον καθημερινό αγώνα μας για τη βιωτή,
τον Ιησού. Ο τυφλός είναι σε πλεονεκτικότερη θέση από εμάς γιατί, αν και δεν
έβλεπε ποιος τον θεράπευσε, αναγνωρίζει τον Σωτήρα, δεν έχει διδαχθεί γι' Αυτόν,
αλλά πιστεύει στον Κύριο.
Αδελφοί
μου!
Όλοι
μας, συνειδητά ή ασυνείδητα, απορούμε ποιος είναι ο πραγματικός μας εαυτός;
Εκείνος που, όντας τυφλός, ξεπλένει τα μάτια της ψυχής του και βλέπει την ουσία
του κόσμου, όπως την δίδαξε ο Ιησούς, με λόγο και έργα ή εκείνος που κρατά, σε
όποια θέση και να βρίσκεται, όσο ψηλά ή χαμηλά, το γράμμα του νόμου και αγνοεί
ηθελημένα πλέον ή βολεμένος με την τύφλωσή του, την ύπαρξη της αλήθειας;