Καθώς βηματίζουμε προς τα Χριστούγεννα η Εκκλησία, με τέλεια παιδευτικό τρόπο, μας οδηγεί σε μια σημαντική συνάντηση. Μας καθοδηγεί και μας προωθεί να συναντήσουμε ευλογημένες και αγιασμένες μορφές, που προετοίμασαν τον ταλαίπωρο κόσμο για την μεγάλη και συγκλονιστική, την σώζουσα και ελπιδοφόρα συνάντηση με τον Θεάνθρωπο Λυτρωτή.
Έτσι με φιλάνθρωπο τρόπο προσεγγίζει την ταραγμένη ζωή μας και στο ανήσυχο σκοτάδι της αγωνίας μας, ρίχνει ιλαρό φως με την προβολή και την παρουσίαση των ιερών μορφών των Προπατόρων.
Ταυτόχρονα φέρνει στ’ αυτιά μας ένα αγωνιώδες κάλεσμα του Θεού για την πραγματοποίηση, μέσα στα όρια του ανίσχυρου και πεινασμένου κυριολεκτικά στη ψυχή κόσμου, μας, ενός Μεγάλου Δείπνου. Μας φέρνει πιο κοντά στην ουσία και το περιεχόμενο, το βάθος της Σάρκωσης του Θεού. Τότε ακριβώς μετέχουμε στο σωτήριο Δείπνο ζώντας, προσωπικά και βαθειά.
Εύκολα, αδελφοί μου, ο άνθρωπος με καθαρά μάτια μπορεί να διακρίνει το σωτήριο νόημα του Δείπνου, στο οποίο σήμερα, με την ευκαιρία της μνήμης των προπατόρων του Κυρίου μας και ενώ βρισκόμαστε στα Προπύλαια των Χριστουγέννων, αναφέρεται η Εκκλησιά. Ένα Δείπνο αλλιώτικης μορφής. Ένα δείπνο με το οποίο ο πιστός κοινωνεί το Χριστό. Εξάλλου σε κάθε εποχή, πολύ περισσότερο στην δική μας, που την διακρίνει η βαριά και καταθλιπτική σύγχυση γύρω από τα πνευματικά, που ο άνθρωπος τριγυρνά τους άφιλους και ανάδελφους κοινωνικούς δρόμους περίτρομα και βασανιστικά, που τον τρέφει ο άγριος υλιστικός μας πολιτισμός με τα ευτελή, ατελή και φθοροποιά ξυλοκέρατά του. που γονατισμένος νευροψυχικά, όπως είναι, δεν αντέχει να σηκώνει κεφάλι και ν’ ατενίζει μ’ ελπίδα το μέλλον του, αφού το παρόν τον κρατά δέσμιο στην σκληρή πραγματικότητα, που κολυμπάει στ’ αγαθά, αλλά παραμένει αχόρταγος, πεινασμένος εσωτερικά και βασανίζεται, που άτολμα απευθύνεται στον Θεό ή πεισματικά τον αγνοεί και προσπερνά αδιάφορα από κοντά Tου για να γίνεται η πείνα και η δίψα της καρδιάς ολοένα και περισσότερο εφιαλτική, ο Θεός, ταπεινά. σιωπηρά και χαρισματικά, επιμένει να προσφέρει το ιερό και μαρτυρικό Tου Σώμα, για να τραφεί το πολύπαθο πλάσμα Tου, ο άνθρωπος.
Μεγαλόπρεπο το Δείπνο της βασιλείας του Θεού. Μεγαλόπρεπο και πλούσιο σε πνευματικά αγαθά, όπως και ο Θεός ο οποίος το ετοίμασε για χάρη των ανθρώπων και τους οποίους εκάλεσε να γίνουν συμμέτοχοι αυτών των αγαθών.
Όμως ποια η ανταπόκριση στη μεγάλη και τιμητική αυτή πρόσκληση; Δυστυχώς, όχι μόνο αρνητική, αλλά και αποκαρδιωτική. Πρώτον, γιατί ήταν καθολική, αφού «ήρξαντο από μιάς παραιτείσθαι πάντες». Καθολική άρνηση σαν να ήταν προσυνεννοημένοι κάτι που εκφράζει την κοινωνική κατάσταση της εποχής, ή της κάθε εποχής. Η κατάσταση ήταν αποκαρδιωτική όχι μόνο από την καθολικότητα της άρνησης, αλλά και από τους λόγους που ο καθένας επικαλέσθηκε για να δικαιολογήσει την άρνησή του. Κοινό χαρακτηριστικό όλων, η απροθυμία και η άρνηση.
«Αγρόν ηγόρασα», είπε ο πρώτος «και έχω ανάγκη να πάω να το δω». Μια απάντηση που έγινε παροιμιώδης και που εκφράζει διαχρονικά την πλήρη αδιαφορία.
Ο δεύτερος, επικαλείται λόγους επαγγελματικούς. Και αυτοί οι επαγγελματικοί λόγοι όχι μόνο τον απορρόφησαν, αλλά και τον έκαναν άπληστο και προ πάντων, υλόφρονα.
Ο τρίτος θα προβάλει σαν δικαιολογία της άρνησής του το γάμο και την οικογένεια.
Οι καλεσμένοι της παραβολής, αγαπητοί Χριστιανοί, πρόταξαν τρεις διαφορετικούς λόγους για να δικαιολογήσουν την άρνησή τους. Το Δείπνο όμως δεν ματαιώθηκε, ούτε και η πρόσκληση έλαβε τέλος. Η πρόσκληση του Θεού είναι προσωπική και άρα διαχρονική. Απευθύνεται συνεχώς σ’ όλους τους ανθρώπους. Απευθύνεται στους Χριστιανούς και πάλι λίγο πριν το γεγονός της ενανθρώπησης. Απευθύνεται σε μας που δυστυχώς όλο και λιγότερο, όλο και πιο επιδερμικά και εξωτερικά βιώνουμε το γεγονός; Σε μας που περιοριζόμαστε σ’ ένα εξωτερικό διάκοσμο, στις βιτρίνες των ημερών, στα φαγοπότια, τα ξενύχτια, τις διασκεδάσσεις. Σε μας που λέμε πως γιορτάζουμε Χριστούγεννα μα λείπει από αυτά ο Χριστός!
Αλλά και όσοι βρισκόμαστε στην Εκκλησία, ανταποκρινόμαστε στην πρόσκληση για συμμετοχή στο Δείπνο της βασιλείας του Θεού, τη Θεία Κοινωνία; Σ’ αυτή την πρόσκληση που επαναλαμβάνεται κάθε φορά που τελείται το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, απαντούμε θετικά; Κι ακόμη περισσότερο, όσοι ανταποκρινόμαστε θετικά, μήπως η συμμετοχή μας στο μυστήριο της Θείας Κοινωνίας έγινε μια απλή συνήθεια; Πόσοι πλησιάζουμε στο μυστήριο με τη συναίσθηση του φόβου του Θεού, ή την πίστη ότι ζούμε το γεγονός της Ενανθρώπησης του Θεού και ζούμε πραγματικά τη δική μας ανάσταση;
H Ζωοτρόφος Τράπεζα που ετοίμασε ο Σαρκωμένος Θεός και παρέδωσε δια της Εκκλησίας Tου στην έναγχο πικραμένη και πνευματικά ταλαιπωρημένη ανθρωπότητα προκαλεί ανύσταχτα, σταθερά και ατελείωτα τον αχθοφόρο της καθημερινότητας. Σε Δείπνο ζωής μας καλεί ο Χριστός. Με την αδιάλειπτη δική Tου παρουσία και την ζωντανή προσφορά. Σφάγιο χορταστικό ο Ίδιος απλωμένο στο ζωοφόρο Τραπέζι της Θείας Ευχαριστίας.
Αδελφοί μου, πλησιάζουν Χριστούγεννα. Ο Ιησούς, με τη μορφή του «δούλου» της παραβολής, μας προσκαλεί και σήμερα «έρχεσθε ότι έτοιμά εστι πάντα». Μας καλεί να μετατρέψουμε το σπήλαιο της καρδιάς μας σε νέα Βηθλεέμ απ’ όπου θα διαλαλείται η ενανθρώπηση πλέον και σαν εσωτερική μαρτυρία ο απόηχος της οποίας θα αντανακλά στην όλη ζωή και συμπεριφορά μας. Ο Κύριος είναι σαφής: «Λέγω γαρ υμίν ότι ουδείς των ανδρών εκείνων των κεκλημένων γεύσεταί μου του δείπνου». Εμείς σε ποιους ανήκουμε, στους «εκλεκτούς» ή στους «κεκλημένους»; Η απόφαση είναι προσωπικά δική μας. Αμήν.