Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

 Με  αποσπάσματα από το βιβλίο του Αρχιμ. Βασιλείου, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Ιβήρων)

«Η παραβολή του ασώτου υιού»

Η ευαγγελική παραβολή


Και πάλι σήμερα, αδελφοί μου, δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου παραβολή η γνωστή σε όλους μας παραβολή του Ασώτου.

Ένας άνθρωπος έχει δύο γιούς. Ο νεότερος γιος ζητάει χωρίς περιστροφές από τον πατέρα του το μερίδιό του από την κληρονομιά.

Και ο πατέρας του δίνει το κομμάτι, το επιβάλλον μέρος της περιουσίας, που ζητάει. Είναι άρχοντας αγάπης. Δεν ενδιαφέρεται για τον εαυτό του. Ενδιαφέρεται να σώσει το παιδί του. Αυτό βρίσκεται στο σκοπό της ζωής του, είναι καταξίωση του είναι του. Δεν τον ενδιαφέρει τι θα πει ο κόσμος, όπως ενδιαφέρει τόσο πολύ εμάς για το πως θα χαρακτηρίσουν το παιδί μας για τις αστοχίες του, δεν τον ενδιαφέρει αν θα χάση το κύρος του, αν παρουσιαστεί ως πατέρας αποτυχημένος, με παιδί που αφήνει το σπίτι και φεύγει μακριά. Η αγάπη του πατέρα πάει πιο μακριά απ' ό,τι μπορεί να πάει η κρίση του κόσμου ή η ανταρσία του γιου του. Για τον λόγο αυτό δεν του κάνει διδασκαλία με λόγια. Τώρα πρέπει να τον αφήσει να περιπλανηθεί, να πάθει, να μάθει, να δει προσωπικά το ψεύδος και τις ανυπόστατες απάτες.

Αυτό ξέρει ο πατέρας, ότι είναι κάτι θανάσιμα επικίνδυνο, αλλά δεν βλέπει άλλη λύση. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τον συντροφεύει πάντοτε με την αγάπη του, που υπάρχει στο σπίτι, αλλά απλώνεται παντού. Δίνει αγωγή στο παιδί του υποφέροντας μυστικά ολόκληρος, βγαίνοντας στο σταυρό της αναμονής. Το θέμα δεν είναι ο πατέρας να κρατήσει δια της βίας τον γιο κοντά του, αλλά να του δώσει τη δυνατότητα, να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις, ώστε ο ίδιος μόνος του να έλθει προς αυτόν.

Και ο άσωτος φεύγει. Πηγαίνει για να ζήσει σε μια χώρα ξένη, όπου τα πάντα ξοδεύονται χωρίς να ανανεώνονται. Αλλά μετά από λίγο μένει μόνος. Οι φίλοι του έμειναν κοντά του όσο κράτησαν τα πλούτη του. Αρχίζει να ζει την έκπτωση και την εξαθλίωση. Και όταν πηγαίνει να ζητήσει βοήθεια τον σπρώχνουν πιο χαμηλά. Τον στέλνουν να βόσκει χοίρους. Τον κάνουν χοιροβοσκό. Του αρνούνται τη φύση του, την ανθρωπιά του, την αξιοπρέπειά του, την ευγένειά του.

Η επιστροφή και η μετάνοια

Όμως, η δοκιμασία του νεότερου γιου στη μακρινή χώρα φανέρωσε και το τι έκρυβε μέσα του, τι αντοχή είχε, τι έμεινε ανέπαφο, σε ποιόν να καταφύγει, που υπάρχει τροφή, ζωή και ανάσταση για όλους.

Και αρχίζει να μονολογεί: "Μπορεί να τα έχασα όλα! Μπορεί να χάθηκα κι εγώ. Κυριολεκτικά να πέθανα. Αλλά υπάρχει κάτι που δεν χάνεται, δεν πεθαίνει. Είναι ο πατέρας μου και η αγάπη του. Δεν σκέφτομαι τα παιδιά του - είμαι ανάξιος για κάτι τέτοιο - σκέφτομαι τούς υπηρέτες του, πως τούς φέρεται, πως τούς χορταίνει. Θα σηκωθώ και θα γυρίσω πίσω και θα πω στον πατέρα μου: Αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιόν σου. Σε σένα που έχεις τέτοια αγάπη που γεμίζει ουρανό και γη. Σε σένα που ακόμη εδώ, στη μακρινή χώρα της στέρησης και της κόλασης, με συνοδεύεις. Δεν είμαι άξιος να λέγομαι γιος σου. Ξέπεσα, έχασα την υιοθεσία. Αυτή είναι η αμαρτία μου. Δεν είναι η περιουσία σου που σπατάλησα. Καθύβρισα τη μια σχέση του παιδιού προς τον πατέρα. Πάτερ ήμαρτον".

Και ο άσωτος παίρνει το δρόμο της επιστροφής. Πριν ακόμη φθάσει στο σπίτι, ο πατέρας τον βλέπει από μακριά και τρέχει. Χωρίς να του πει τίποτα, πέφτει ολόκληρος στην αγκαλιά του και τον καταφιλεί. Ήδη ο γιος κατάλαβε, πήρε την απάντηση. Ο πατέρας άκουσε την εξομολόγηση. Γιατί πάντοτε ήταν μαζί με το παιδί του. Αυτό το οποίο παρακαλώ να προσέξουμε είναι ότι η πρώτη λέξη της ομολογίας του δεν είναι "συγχώρα με", αλλά "πατέρα". Είναι το όνομα του πατέρα που ανεβαίνει από τα βάθη του είναι του και του δίνει το θάρρος να ελπίζει.

Η πατρική αγάπη

Εκείνη τη στιγμή ο άσωτος ομολογεί το λάθος του και σιωπά. Δεν μπορεί να συνεχίσει. Τα χάνει με τον χείμαρρο της αγάπης του πατέρα που τον διαλύει. Και το λόγο παίρνει ο πατέρας που μιλά ξεκάθαρα εν σιωπή. Δεν λέει στο παιδί του για τον εαυτό του. Ούτε αν πόνεσε, ούτε πόσο πόνεσε όταν έφυγε. Ούτε πόσο χαίρεται τώρα που γύρισε. Ούτε τον μαλώνει για να δικαιώσει τον εαυτό του. Αυτά δε λέγονται. Διότι η μυσταγωγία της σχέσης τους ιερουργείτε σε χώρο βαθειάς σιωπής. Έτσι νίκησε η πατρική αγάπη το θάνατο, το ψυχικό θάνατο. Και άναψε τούτη η χαρά, το πανηγύρι, που ενδύεται και πάλι ο γιος την στολή την πρώτη, και φορά το δακτυλίδι της υιοθεσίας, και θύεται ο μόσχος ο σιτευτός. 

Οι δικές μας επιστροφές

Ο άνθρωπος που αισθάνεται τον κόσμο αυτόν τόσο δικό του, που ποτέ δεν δοκίμασε νοσταλγία για μια διαφορετική πραγματικότητα, δεν μπορεί να κατανοήσει ούτε τύψεις, ούτε μετάνοια. Βρίσκεται σε «χώρα μακρά», σε μια πνευματική έρημο, απομονωμένος, αποξενωμένος από τον Θεό-Πατέρα και έτσι δύσκολα μπορεί να νιώσει τη χαρά της κοινωνίας μαζί Του. Εκεί  δυσκολεύεται να αναγνωρίσει ότι έχει συντρίψει την πνευματική του ομορφιά, την αληθινή ζωή, πως κάτι στο ίδιο το υλικό της ζωής, κάτι πολύτιμο, καθαρό και όμορφο, έχει καταστραφεί και διαλυθεί. Και από δω και πέρα ξεκινά  η επιστροφή. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου». Η στιγμή της μεγάλης απόφασης και της μεγάλης εκλογής.  Και τούτο είναι η μετάνοια. Είναι η ολοκληρωτική αλλαγή. Είναι η οντολογική μετάλλαξη του ανθρώπου από την κατάσταση της εγωπαθούς αυτάρκειας στην κατάσταση της συναίσθησης της αμαρτωλότητας. Είναι η μετάβαση στο πνεύμα της ταπείνωσης και της συντριβής μπροστά στον απόλυτα αγαθό Θεό. Είναι η συνειδητοποίηση της πτωτικής μας κατάστασης, της επώδυνης τραυματικής εμπειρίας μας και της απουσίας διαύλων της χάριτος του Θεού στον εαυτό μας. Είναι το πρώτο βήμα για την οντολογική μας αποκατάσταση. Έπεται η υλοποίηση της απόφασης για την έμπρακτη αλλαγή της νοοτροπίας μας και τη διόρθωση της πορείας μας προς το Θεό.

Δεν είναι της ώρας να αναλύσουμε τη σχέση που έχει ο καθένας μας με τον πατέρα,  και με το γιο. Αυτό όμως για το οποίο πρέπει να είμαστε βέβαιοι όλοι είναι, ότι μπορούμε να γυρίσουμε στον Πατέρα μας, γιατί εκείνος είναι η ζωή, η επικύρωση της αξιοπρέπειάς μας, η επανεύρεση της ανθρωπιάς μας.

Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου. Πόσο απλό αλλά και πόσο δύσκολο. Από αυτά όμως τα λόγια εξαρτώνται όλα τα άλλα. Όλα εξαρτώνται από την αυθεντική μετάνοια, από το φωτισμό του νου, της καρδιάς και της ψυχής που αναγνωρίζει το φως της θείας αγάπης και προσδοκά ανά πάσα στιγμή να πληρώσει αυτή τη ζωή.