Δευτέρα 11 Ιουλίου 2016

ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ Η ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ

«Μέγα το κατόρθωμα τό σόν, μέγα και πανάριστον  όντως, σου τό εκνίκημα φύσις γαρ ευπτόητος και ευταπείνωτος, τον αόρατον δράκοντα, το όρος το  μέγα, νουν τόν πολυμήχανον, Μαρίνα σύ αληθώς, είλες ευτελές ώς στρουθίον, και καταπατούσα χορεύεις, νυν μετά Αγγέλων αξιάγαστε.»
Μέσα στην ουράνια παστάδα του νυμφίου Χριστού, «νύμφη περικαλλής», «βασίλισσα πεποικιλμένη», «στολισθείσα φαιδρώς» με την πορφύρα που έβαψε το αίμα της και «τόν παρθενίας χιτώνα, τό σώμα κοσμούσα, χρυσέον ώς ύφασμα», «διπλοίς στεφάνοις κοσμουμένη», ξεχωρίζει η «αμνάς του Ιησού» για της οποίας την καταγωγή και την άθληση «ή των Αντιοχέων πόλις έγκαυχάται», η μεγαλομάρτυς αγία Μαρίνα.


Πολλά τα εγκώμια που έχουν γραφτεί για τη χάρη της. Ο βίος της γραμμένος ελληνικά, με αρχή «Ουδέν ούτως ήδύνει και καθιλαρύνει ψυχήν», σώζεται σε δύο αγιορείτικα χειρόγραφα στις ιερές μονές Ιβήρων και Μεγίστης Λαύρας. Στη Μεγίστη Λαύρα σώζεται επίσης και άλλο μαρτύριο της, με αρχή «Ή της Αναστάσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού χάρις». Εξ’ άλλου, στη Μεγίστη Λαύρα και στην ιερά μονή Παντοκράτορος υπάρχει και ο ελληνικός «Λόγος εις την Αγίαν Μαρίναν» με αρχή «Και την Εκκλησίαν αρα, ής ό Χριστός κεφαλή» που έγραψε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ο Κύπριος. Επίσης, από τις παλαιότερες συνοπτικές καταγραφές της «αθλήσεως» της, είναι και εκείνες που σώζονται στο «Συναξάριο Κωνσταντινουπόλεως (9ος-10ος αι. μ.Χ.) καθώς και στο περίφημο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου (958-1025) του οποίου η συγγραφή αποδίδεται στον Συμεών τον Μεταφραστή περί τα έτη 961-964 μ.Χ.
Σταχυολογώντας πληροφορίες για την Αγία από τον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, από το Μηναίο Ιουλίου, από τον Συναξαριστή του αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου και από το Μηνολόγιο του Βασιλείου που ξεκινά με την φράση «Ή του Χριστού μάρτυς Μαρίνα», μπορούμε να συνοψίσουμε τον βίο της ως ακολούθως:
Η ένδοξη αγία μεγαλομάρτυς Μαρίνα γεννήθηκε λίγο μετά τα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα, στα σκοτεινά χρόνια των διωγμών, στην Αντιόχεια της Πισιδίας. Και μαρτύρησε επί Αυγούστου Κλαυδίου Β’ του Γοτθικού (268-270) το έτος 270 μ.Χ.


Η Αντιόχεια της Πισιδίας (αποκαλούμενη σήμερα Yalvac) απλωμένη στις πλαγιές της οροσειράς του Ταύρου, την εποχή εκείνη ήταν μία επιφανής ρωμαϊκή αποικία με μεγάλη εμπορική ανάπτυξη. Έφερε τον τίτλο: «Λαμπρότατη και σεβασμιωτάτη Αντιοχέων Κολωνία, αποικία Ρωμαίων», και οι κάτοικοι της αναγνωρίζονταν ως «Ρωμαίοι πολίτες».
Στην πόλη λατρεύονταν θεότητες ινδικής κυρίως προέλευσης, αλλά και φοινικικής. Στο πισιδικό πάνθεο κυριαρχούσαν η Αστάρτη και ο Δίας, ενώ οι κάτοικοι της Αντιόχειας έτρεφαν ιδιαίτερο σεβασμό στον ψευδοθεό Μην Ασκηνό, που τον θεωρούσαν προστάτη της γονιμότητας και του πολλαπλασιασμού ζώων και φυτών.
Μεταξύ των ετών 45-48 μ.Χ. ο απόστολος των εθνών Παύλος, στην διάρκεια της πρώτης αποστολικής περιοδείας του, έχοντας ως βοηθό του τον Βαρνάβα, ήρθαν στην Αντιόχεια της Πισιδίας και ευαγγελίστηκαν τον Λόγο του Κυρίου στην συναγωγή των Ιουδαίων. Οι Ιουδαίοι τους αντιμετώπισαν με δυσπιστία και τότε οι δύο απόστολοι στράφηκαν προς τους ειδωλολάτρες κατοίκους, οι οποίοι τους άκουσαν με ενθουσιασμό. Όταν οι Ιουδαίοι είδαν ότι οι εθνικοί ασπάστηκαν την διδασκαλία του Παύλου και «διεφέρετο ό λόγος του Κυρίου δι’ όλης της χώρας», εξέγειραν τους άρχοντες και κατεδίωξαν τους αποστόλους, βγάζοντας τους από τα σύνορα της πόλης. Τότε οι δύο απόστολοι ακολουθώντας την εντολή του Κυρίου: «Και όσοι εάν μή δέξωνται ύμας μηδέ άκούσωσιν υμών, έκπορευόμενοι εκείθεν εκτινά¬ξατε τόν χουν τόν ύποκάτω τών ποδών υμών εις μαρτύριον αύτοίς• αμήν λέγω ύμϊν, άνεκτότερον έσται Σοδόμοις ή Γο-μόρροις εν ήμερα κρίσεως ή τη πόλει εκείνη» (Μάρκ. ΣΤ, 11), αποτίναξαν την σκόνη της Αντιόχειας που είχε συσσω-ρευθεί κάτω από τα υποδήματα τους και αναχώρησαν για το Ικόνιο (Πραξ. ΙΓ, 14-52).
Δύο αιώνες αργότερα, την εποχή που έζησε στην Αντιόχεια της Πισιδίας η Αγία Μαρίνα, η ειδωλολατρία επικρατούσε, ενω ο χριστιανισμός είχε  γνωρίσει έναν από τους μεγαλύτερους διωγμούς του επί Δεκίου το έτος 250 μ.Χ.
Η Αγία ήταν μοναχοθυγατέρα κάποιου ιερέα των ειδώλων, του Αιδέσιου (ή Αιδέσιμου), και όταν έμεινε ορφανή από μητέρα στα δώδεκα της χρόνια, ο πατέρας της ανέθεσε την ανατροφή της σε κάποια καλή γυναίκα. Εκείνη η παραμάνα, που ήταν μία πιστή κρυπτοχριστιανή, μαζί με τα κανακέματα που αρμόζουν στα μικρά παιδιά και τις ιστορίες που τους λένε, ξεκίνησε να μιλά στη μικρή Μαρίνα και για τον Χριστό. Έτσι σιγά-σιγά η αγία, με τη στοργή και την αγάπη εκείνης της ευλαβικής και μακάριας γυναίκας, κατηχήθηκε στην χριστιανική πίστη. Οι λόγοι του Κυρίου που άκουγε με προσοχή και με δίψα μάθησης, εισχώρησαν στο εύφορο έδαφος της ψυχής της και ρίζωσαν γερά, σαν τον καλό σπόρο του Ευαγγελίου (Μάρκ. Γ’, 8). Σύντομα θα απέδιδαν πλούσιους καρπούς.
Μπορεί κανείς να φανταστεί τι μεγάλο ρήγμα δημιουργήθηκε στην σχέση πατέρα και κόρης, όταν η Μαρίνα ομολόγησε θαρρετά ότι ήταν Χριστιανή.
Ο Αιδέσιος, ο ειδωλολάτρης πατέρας της, όταν έμαθε την ακλόνητη μεταστροφή της στον Χριστιανισμό αμέσως την αποκλήρωσε. Όμως η Αγία δεν πτοήθηκε από το μίσος του γεννήτορα της. «Και έσεσθε μισούμενοι ύπό πάντων διά τό όνομα μου» (Ματθ. 1,22) ήταν οι λόγοι του Κυρίου που την παρηγορούσαν. Γνώριζε ότι ασπαζόμενη την χριστιανική πίστη, την μόνη αληθινή, θα ερχόταν αντιμέτωπη με τον πατέρα της ο οποίος όχι μόνον ήταν ειδωλολάτρης, αλλά και ιερέας των ψευδοθεών. Ο Κύριος είχε πει: «Μή νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γήν ούκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν. Ήλθον γάρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός… και εχθροί του άνθρωπου οί οικιακοί αυτού. Ό φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ έμέ ούκ εστι μου άξιος» (Ματθ. I, 34-37). Αυτά ήταν τα λόγια που οδηγούσαν πλέον την ζωή της και φλόγιζαν την επιθυμία της. Πατέρας της πλέον ήταν ο Ουράνιος Πατέρας όλων, και ήθελε αυτό σε όλους να το πει. Ήθελε να ομολογήσει την πίστη της και να μαρτυρήσει για το όνομα του Χριστού, προτρεπόμενη από τους λόγους Του: «Πάς ούν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν τών ανθρώπων, ομολογήσω κάγώ έν αύτώ, έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. I, 32).
Και εκείνη η ημέρα για την οποία ανυπομονούσε, έφθασε. Ήταν πλέον δέκα πέντε ετών η Μαρίνα και για να μπορεί να εξοικονομεί τον επιούσιο άρτο της έβοσκε πρόβατα. Βρισκόταν λοιπόν με το κοπάδι της σε έναν αγρό, όταν την είδε ο έπαρχος της πόλης Ολύμβριος που είχε βγει περίπατο στην εξοχή, θαμπωμένος από την ομορφιά της, που έμοιαζε ανώτερη από όλα τα λουλούδια εκείνου του αγρού, την ερωτεύτηκε αμέσως και πόθησε να την κάνει γυναίκα του. Ζήτησε λοιπόν να την οδηγήσουν στο ανάκτορο του.
Η νεαρή Μαρίνα ακολούθησε ήρεμα τους φρουρούς που την συνόδευαν στον έπαρχο. Καταλάβαινε ότι τα βήματα της δεν την κατεύθυναν προς έναν επίγειο νυμφίο. Ποτέ δεν θα γινόταν σύζυγος του Ολύμβριου. Αντίθετα, η οδός την οποία βάδιζε την οδηγούσε κατευθείαν στον Νυμφίο που ποθούσε η ψυχή της. Στον ουράνιο Νυμφίο Ιησού Χριστό. Επάνω στο Πανάγιο όνομα Του ακουμπούσε όλες τις ελπίδες της και έδιωχνε μακριά κάθε φόβο. «Ούτε ένα σπουργίτι δεν μπορεί να πέσει νεκρό στη γη χωρίς την θέληση του ουράνιου Πατέρα σας. Μη φοβάστε λοιπόν. Έχετε μεγαλύτερη αξία από πολλά σπουργίτια» (Ματθ. I, 29-32) είχε πει ο Κύριος Ιησούς. Εκείνος λοιπόν που φρόντιζε ξεχωριστά για κάθε ένα από τα δημιουργήματα Του, θα φρόντιζε και για εκείνην. Γνώριζε ότι και κάθε τρίχα της κεφαλής της ήταν μετρημένη από τον Κύριο.
Ενισχυμένη λοιπόν από αυτούς τους λόγους, η Μαρίνα βάδιζε άφοβα προς την κατοικία του ηγεμόνα. Ήταν οπλισμένη με την ασπίδα της πίστεως και την μάχαιρα του πνεύματος, τους λόγους δηλαδή του Κυρίου, που γνώριζε ότι θα την έσωζαν από κάθε δυσκολία. Θυμόταν την προτροπή του αποστόλου Παύλου: «Έπί πάσιν άναλαβόντες τόν θυρεόν της πίστεως, εν ώ δυνήσεσθε πάντα τά βέλη του πονηρού τά πεπυρωμένα σβέσαι» (προς Εφεσίους ΣΤ, 16). Δεν σκεφτόταν τι θα πει. Δεν προετοίμαζε στο μυαλό της απολογίες. Γνώριζε ότι με το που θα άνοιγε το στόμα της, το Πνεύμα το άγιο θα μιλούσε για εκείνην. Τι κι αν ήταν ένα αδύναμο κορίτσι; Τι κι αν έπρεπε να αντιμετωπίσει ολόκληρο ηγεμόνα; «Τά ασθενή του κόσμου εξελέξατο ό Θεός ίνα καταισχύνη τά ισχυρά» (Κορινθ. Α, 27) είχε πει ο απόστολος. Και αν δεν ήταν μόνον ο ηγεμόνας αλλά ήταν όλες οι δυνάμεις του πονηρού, και πάλι η Μαρίνα γνώριζε ότι μπορούσε να νικήσει ντυμένη την πανοπλία του Θεού. Ο θείος Παύλος και πάλι την προέτρεπε νοερά με τους λόγους του: «Ένδύσασθε τήν πανοπλίαν του Θεού προς τό δύνασθαι υμάς στήναι προς τάς μεθοδείας του διαβόλου• ότι ούκ εστίν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά πρός τάς αρχάς, πρός τάς εξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας του σκότους» (Εφεσ. ΣΤ, 11-12).
Υπερασπιστής της στη θλιμμένη οδό που ακολουθούσε, θα ήταν ο ίδιος ο Χριστός. Εκείνος θα ελάφρυνε το βάρος του σταυρού, που η Αγία κουβαλούσε στους εφηβικούς της ώμους, ακολουθώντας τον Νυμφίο της καρδιάς της.
Η Αγία παρουσιάστηκε στον Ολύμβριο με σεμνότητα, και όταν ξεκίνησε η συζήτηση, η Μαρίνα έδωσε την απάντηση της με σύνεση στον έπαρχο, ομολογώντας του με θάρρος: «Της Πισιδίας είμαι γέννημα και θρέμμα, και τό του Κυρίου μου Ιησού Χρίστου επικαλούμαι όνομα». Αυτή η απάντηση άλλαξε αμέσως την διάθεση του Ολύμβριου και τα αισθήματα του απέναντι της. Διέταξε να την κλείσουν φυλακή μέχρι την επόμενη ημέρα που ξημέρωνε γιορτή και είχαν θυσία. Όμως μάταια έλπιζε. Ο ηγεμόνας έμοιαζε με εκείνους που «ήλλαξαν την δόξαν του άφθαρτου Θεού έν όμοιώματι εικόνος φθαρτού άνθρωπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών, και έσεβάσθησαν και έλάτρευσαν τή κτίσει παρά τόν κτίσαντα» (Ρωμ. Α, 23-25). Η Αγία απεναντίας ως μόνον και μέγα Αρχιερέα στον οίκο του θεού αναγνώριζε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό ο οποίος «μίαν υπέρ αμαρτιών προσενέγκας θυσίαν εις τό διηνεκές έκάθισεν εν δεξιά τού Θεού» (προς Εβρ. Δ, 14 και I, 12). Μόνο σε Αυτόν μπορούσε να θυσιάσει, και ως θύμα πρόσφερε τον ίδιο τον εαυτό της. Η Μαρίνα με την απολογία της σκόρπισε σαν καπνό κάθε μάταιη ελπίδα του ηγεμόνα. Τον κατατρόπωσε χλευάζοντας τα είδωλα για την ασθένεια και τη ματαιότητα τους, και δεν του άφησε περιθώριο αντιλογίας. Τότε ο Ολύμβριος την παρέδωσε στα χέρια των δημίων.
Την ξάπλωσαν κατά γης και την χτυπούσαν με αγκαθωτά ραβδιά, μέχρι που το αίμα της κοκκίνησε το χώμα. Έπειτα την φυλάκισαν, και λίγες ημέρες αργότερα την περίμενε νέο μαρτύριο. Την κρέμασαν από τα χέρια και ξέσχιζαν για ώρες το σώμα της με σιδερένια νύχια. Η Αγία όμως έδειχνε καρτερία• «ό δέ ύπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται» (Ματθ. I, 22) είχε πει ο Κύριος. Και η Μαρίνα θυμόταν αυτούς τους λόγους που την ενίσχυαν τώρα στις δύσκολες αυτές ώρες του μαρτυρίου. Δεν φοβόταν τους δημίους με τα σιδερένια νύχια που έφθειραν μόνο το χωμάτινο κορμί της, οργώνοντας το με αιμάτινα ρυάκια. Την ψυχή της που ανήκε στον Κύριο τίποτε και κανένας δεν μπορούσε να την βλάψει.
Βλέποντας την Αγία ακλόνητη στην πίστη της την έριξαν πάλι στο κελί της φυλακής. Και εκεί, εκείνο που δεν κατάφερε ο έπαρχος, προσπάθησε να το κατορθώσει, μάταια όμως, ο μισόκαλος διάβολος. Ενώ λοιπόν η αγία προσευχόταν στο δεσμωτήριο «έφάνη αύτη δράκων παμμεγέθης, έχων όφεις περί τόν τράχηλον αύτού, και συρίζων πέριξ της αγίας, ήπείλη καταπιείν αυτήν. Καί κατασφραγισαμένη καί ποιήσασα τόν τύπον του σταυρού, ενέκρωσεν αυτόν». (Μηναίο Βασιλείου). Στον συναξαριστή του αγίου Νικόδημου του αγιορείτου και, με μικρές παραλλαγές, στο μηναίο Ιουλίου αναφέρονται τα εξής: «Έγεινε δέ εκεί σεισμός μέγας, ώστε έσαλεύθη ή φυλακή, καί ιδού έμβηκεν από εν μέρος της φυλακής εις δράκων, ό όποιος έρπων κατά γής έκαμνε φοβερόν συρισμόν, καί έφάνη ότι έχυσε φωτίαν πέριξ τής άγιας. Επειδή δέ ή άγια έφοβήθη πολλά καί έγεινε σύντρομος διά τήν θεωρίαν ταύτην, προσηύχετο εις τόν θεόν όθεν ό φοβερός εκείνος δράκων μεταβληθείς, έφαίνετο ώς μαύρος τις σκύλος. Ή δέ μάρτυς άρπάσασα τούτον άπό τάς τρίχας, καί ευρούσα εκεί εν σφυρίον ερριμένον, εκτύπησεν αυτόν εις τήν κεφαλήν καί εις τήν ράχιν, καί τελείως αυτόν εταπείνωσε». Στο χειρόγραφο της Μεγίστης Λαύρας αναφέρεται ότι ο διάβολος παρουσιάστηκε σαν δράκοντας φοβερός. Από το στόμα και τα μάτια του έβγαιναν καπνοί και φωτιά, τα δόντια του ήταν άσπρα και η γλώσσα του κόκκινη σαν αίμα. Με θόρυβο και σφυρίγματα πλησίασε την αγία, κι εκείνης της φάνηκε ότι την κατάπιε μέχρι τη μέση. Έντρομη, επικαλέστηκε το σωτήριο όνομα του Χριστού και χρησιμοποιώντας ως δίστομη ρομφαία το σημείο του σταυρού, ξέσχισε την κοιλιά του και γλίτωσε. Στη συνέχεια ο δαίμονας της παρουσιάστηκε σαν σκύλος και η αγία χτυπώντας τον με ένα σφυρί, τον εταπείνωσε. Για τρίτη φορά προσπάθησε να την πειράξει ενώ προσευχόταν. Της παρουσιάστηκε σαν ένας τεράστιος μελαμψός άνδρας• την άρπαξε από τα χέρια και τη φοβέριζε ότι θα την σκοτώσει αν δεν σταματούσε τις προσευχές. Τότε αρπάζοντας τον η αγία από τα μαλλιά, τον χτύπησε και τον ανάγκασε να εξαφανιστεί. Αμέσως, όλη η φυλακή έλαμψε από ένα φωτεινό σταυρό που ένωνε γη και ουρανό, και ένα περιστέρι ανάγγειλε στην αγία το επικείμενο τέλος της, συγχαίροντας την ταυτόχρονα για το κατόρθωμα της: «Χαίρε, Μαρίνα, ή λογική περιστερά του Θεού, ότι ένίκησας τόν πονηρόν και τον έχθρόν κατήσχυνας».
Μετά την μεγαλειώδη αυτή νίκη κατά του διαβόλου, η αγία αναπαύθηκε στο σκοτεινό κελί της με την καρδιακή ταραχή που ακολουθεί κάθε μεγάλη μάχη, αλλά και πνευματική ηρεμία ταυτόχρονα, μαζί και ταπείνωση, ενθυμούμενη τους λόγους του Κυρίου: «Ιδού δίδωμι υμίν τήν έξουσίαν του πατείν επάνω όφεων καί σκορπιών και επί πάσαν τήν δύναμιν του εχθρού, καί ουδέν ύμας ου μή άδικήση. Πλήν έν τούτω μή χαίρετε, ότι τά πνεύματα υμίν υποτάσσεται• χαίρεται δέ ότι τά ονόματα υμών έγράφη έν τοις ουρανοίς» (Λουκ. Γ, 19-20).
Την επομένη ημέρα νέα μαρτύρια περίμεναν την Αγία. Την κρέμασαν από τα χέρια και με αναμμένες λαμπάδες έκαιγαν το στήθος και τα πλευρά της. Κι έπειτα, την έριξαν με το κεφάλι προς τα κάτω μέσα σ’ ένα λέβητα γεμάτο νερό για να την πνίξουν. Αμέσως όμως έγινε σεισμός και ο φωτεινός σταυρός μαζί με το περιστέρι φάνηκαν και πάλι. Η Αγία ελευθερώθηκε από τα δεσμά της και με το που αναδύθηκε από το νερό δέχτηκε στο κεφάλι από το περιστέρι, αμάραντο λουλουδένιο στεφάνι. Έτσι, ο λέβητας εκείνος του μαρτυρίου με το νερό, μετατράπηκαν για την Αγία σε κολυμβήθρα αναγεννήσεως, αφού ακόμη δεν είχε προλάβει να δεχτεί το βάπτισμα, που τόσο ποθούσε, στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Το πλήθος που παρακολουθούσε το μαρτύριο, βλέποντας το θαύμα πίστεψε στο Χριστό, και αμέσως ο Ολύμβριος διέταξε τον αποκεφαλισμό όλων των πιστών. Ταυτόχρονα, καταδίκασε και την αγία Μαρίνα να αποκεφαλιστεί με ξίφος. «Καί καταλαβούσα η άγια τόν τόπον της τελειώσεως, και επί πολύ προσευξαμένη, έτελειώθη».
Η μαρτυρική σορός της κηδεύτηκε με τιμές από κάποιον πιστό ονόματι Θεότιμο. Και όταν καθιεροοθηκε ο Χριστιανισμός, ανεγέρθηκε στην Αντιόχεια της Πισιδίας μεγαλοπρεπής ναός προς τιμήν της Αγίας Μαρίνας, στον οποίο αποθησαυρίστηκε και το τίμιο λείψανο της σε πολυτελή λειψανοθήκη, αποτελώντας πηγή πλείστων ιαμάτων προς δόξαν του Τριαδικού Θεού, στον οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Αυτός ήταν εν συντομία ο βίος και το μαρτύριο της Αγίας μεγαλομάρτυρος Μαρίνας που η Εκκλησία μας με λαμπρότητα τιμά την μνήμη της στις 17 Ιουλίου.

Πηγή: Η Αγία Μαρίνα, Μανουήλ Τασούλας, Ιερός ναός Αγίας Μαρίνας Θησείου