Όπως,
αγαπητοί Χριστιανοί, ο διάβολος είπε το πρώτο ψέμα το μεγαλύτερο ψέμα του
κόσμου, στον παράδεισο, έτσι και σήμερα μας λέει το δεύτερο και μεγάλο ψέμα.
Το πρώτο
ψέμα όπως ήτανε ότι οι άνθρωποι, αν παρακούσουν τον Θεό και στηριχτούν στις
δυνάμεις τους, στο μυαλό τους, στα χέρια τους στα πόδια τους, στις ικανότητες
τους, θα γίνουν Θεοί. Βέβαια κάθε άλλο παρά έτσι έχουν τα πράγματα. Οι άνθρωποι
δοκίμασαν και ακόμα δοκιμάζουν και κάθε άλλο παρά Θεοί έχουμε γίνει.
Το
δεύτερο μεγάλο ψέμα που ευρέως κυκλοφορεί, είναι ότι οι άνθρωποι θα πάνε στην
ανυπαρξία. Μιλάει για την ανυπαρξία. Τότε μίλαγε για Θεότητα των ανθρώπων με
τις δυνάμεις τους. Τώρα λέει, ο άνθρωπος ας κάμει ότι θέλει, ας φάει, ας
σκοτώσει, ας πιει, ας διαφθείρει, ας κλέψει, ας ευεργετήσει, ας κάνει ότι
θέλει· όταν πεθάνει θα γίνει ατμός, θα γίνει τίποτα, θα επανέλθει στο μηδέν.
Καλό είναι λοιπόν να προσέξουμε λίγο αυτό το πράγμα και να πούμε δυο λόγια
διότι δυστυχώς αυτό, ακούγεται από πολλούς και το έχουν οι περισσότεροι πιστέψει
έστω και αν δεν το λένε με λόγια. Κατά βάθος αυτό πιστεύουμε· ότι ο άνθρωπος
χάνεται. Και ακούς ένα, κατά πάντα Ορθόδοξο, και λέει «έχασα εγώ τον άνθρωπό
μου!» Βλέπεις Χριστιανούς μέχρι πρότινος, μόλις χάσουν, πρόωρα ένα δικό τους άνθρωπο, να τα βάζουν με το
Θεό, να τα βάζουν με την Εκκλησία, και να διακόπτουν σχέσεις μ’ αυτή. Μα πώς έχασες τον άνθρωπο σου; Ο άνθρωπος σου
ζει, και θα πας, θα πάμε όλοι, θέλουμε δε θέλουμε να βρούμε τον άνθρωπο μας.
Η
παραβολή που ακούσαμε σήμερα αγαπητοί Χριστιανοί, μιλάει ακριβώς για πολλά
θέματα, ξεκαθαρίζει πολλά πράγματα και λέει ότι αυτό το μεγάλο δεύτερο ψέμα του
σατανά δεν πρέπει να περάσει. Θα δούμε τρεις φράσεις που μας τα λένε ξεκάθαρα
όλα αυτά.
Η πρώτη
φράση είναι η εξής :«Εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς υπάρχων εν βασάνοις» Ας
προσέξουμε τη λέξη «υπάρχων», στην κόλαση. Άρα υπάρχει η κόλαση. Πώς έρχονται
τώρα οι άλλοι και λένε δεν υπάρχει τίποτα και ο άνθρωπος πεθαίνει και υπάγει
στο μηδέν και δεν υπάρχει πέραν του τάφου τίποτα. Εάν πιστεύεις στο Ευαγγέλιο
και το διαβάζεις είναι καθαρά, υπάρχω σημαίνει ύπαρξη.
Και το
δεύτερο που βγαίνει από δω είναι το «εν βασάνοις». Ας το προσέξουμε και τούτο.
Δεν λέει υποφέρων εν βάσανα. Που σημαίνει ότι τα βάσανα της κολάσεως δεν είναι
εξωτερικά. Δεν είναι τα καζάνια και οι φωτιές και τα παρόμοια, που είναι
εξωτερικά πράγματα. Δεν λέει υποφέρει, αλλά βασανίζεται. Υπαρξιακά βασανίζεται.
Η ύπαρξη του τον βασανίζει. Ο ίδιος υπαρξιακά είναι ένα βάσανο. Αυτή είναι η
κόλαση. Αλλά και από ένα άλλο σημείο. Ότι δεν ζητάει από τον Αβραάμ να τον
βγάλει από κείνο το μέρος, και να
γλιτώσει. Γιατί; Γιατί ξέρει ότι όπου και αν πάει η κόλαση θα πάει μαζί του. Η
κόλαση δεν είναι το μέρος. Δεν είναι τοπική η κόλαση. Κολασμένοι και
Παραδεισιακοί είναι σε μία κατάσταση.. Δεν είναι η αλλαγή του τόπου που μας
γλιτώνει απ’ την κόλαση. Η κόλαση είναι μέσα τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι
ελεύθερος, δημιουργεί τον εαυτό του κόλαση και ο Θεός δεν μπορεί να επέμβει.
Πως είναι δυνατόν να τον βγάλει από τον εαυτό του αφού του έχει δώσει την
ελευθερία; Η κόλαση λοιπόν είναι μέσα μας. Ένα άλλο σημείο που και αυτό είναι
καθαρό. τι λέει; Απέθανε ο Λάζαρος λέει και «εγένετο απενεχθύναι υπό των
αγγέλων εις τους κόλπους του Αβραάμ». Τι θέλει να πει αυτό; Θα πει ότι οι
Παραδεισιακοί άνθρωποι δεν πάνε μόνοι τους στον Παράδεισό. Δεν τολμούν να
σκεφτούν για Παράδεισο. Όποιος είναι πραγματικά σωστός, σωσμένος άνθρωπος, δεν
σκέφτεται πραγματικά ότι κάνει για τον Παράδεισο. Τον εαυτό του τον προορίζει
για την κόλαση, από ταπεινοφροσύνη. Ώστε τους Παραδεισιακούς ανθρώπους, όσοι
καταξιωθούν για εκεί, θα τους πάνε άγγελοι, αντίθετα , οι κολασμένοι πάνε μόνοι
τους στην κόλαση. Εθελοντές στην κόλαση!. Που το διαπιστώνω αυτό. Πάλι μέσα από
την παραβολή.
Και το
τρίτο! «Ίνα μη και αυτοί έλθουσιν στον τόπο τούτο της βασάνου» Βλέπει ο
κολασμένος ότι υποφέρει, ότι δεν είναι δυνατόν, ούτε βρεγμένος δάκτυλος να του
καταψύξει την γλώσσα. Και ξέρετε αυτά είναι μέσα του όλα. Αν κατάφερνε να
σωθούν οι αδελφοί του, κάτι θα αλάφρωνε!. Γι’ αυτό ζητάει, γι’ αυτό παρακαλεί,
να πάει ο Λάζαρος, πράγμα αδύνατο, για να μην έλθουν σ’ αυτό το τόπο τούτο της βασάνου. Καταλαβαίνουμε τι θα
πει το «έλθωσι»; Ότι θα έρθουν μόνοι τους Ούτε ο Θεός θα τους στείλει ούτε ο
διάβολος θα τους στείλει στην κόλαση. Θα έρθουνε μόνοι τους. Η λέξη «έλθωσι»
είναι καθαρή. Εθελοντές οι κολασμένοι πηγαίνουν στην κόλαση. Χωρίς εμπόδια.
Τελειώνουμε
με ένα παράδειγμα απ’ το γεροντικό. Κάποιος μοναχός ο οποίος ήτανε πολύ
πρόθυμος στην προσευχή, στους μακριούς σταυρούς, στις ακολουθίες, στις
αγρυπνίες, μήπως υπάρχουν και από μας που είναι πολύ πρόθυμοι σ’ αυτά τα
πράγματα;, αλλά αμελής σε όλα τα άλλα. Και κουτσομπόλευε και έτρωγε και δεν
νήστευε και κατέκρινε και σε όλα τ’ άλλα αμελής και μόνο στην προσευχή
θερμότατος. Και σε ένα από τους ασκητές θέλοντας να τον πειράξει ο διάβολος
κάποτε του είπε το εξής: Τι περίεργοι που είστε εσείς οι Χριστιανοί λέει. Να, ο
τάδε μοναχός, και του είπε το όνομα, ενώ με έχει κάτω από την μασχάλη του και
προσπαθεί να μην του φύγω, και προσπαθεί με χίλια δω για να με κρατήσει, ύστερα
κάθεται με τις ώρες και λέει: «μή εισενέγκεις ημάς εις πειρασμόν» Ενώ τον
κρατάει μόνος του μέσα του τον πειρασμό λέει. Έτσι είσαστε λέει».
Ο
άνθρωπος αγαπητοί, Χριστιανοί, θα κολαστεί, θα κολαστούμε, όχι διότι αμαρτάνει.
Άλλωστε αν ήταν δυνατόν όποιος αμαρτάνει και να κολάζεται, δεν θα υπήρχε
άνθρωπος για τον Παράδεισο. Διότι ουδείς αναμάρτητος, έστω και αν είναι μία η μέρα του επί της γης. Το επαναλαμβάνω.
Θα πάμε, όσοι πάμε στην κόλαση, όχι επειδή αμαρτάνουμε, αλλά γιατί δεν
μετανοούμε. Και δεν μετανοούμε, γιατί εθελοντικά αμαρτάνουμε. Εκείνος που
αμαρτάνει από συναρπαγή, αυτός δηλαδή που αμαρτάνει από ανθρώπινη αδυναμία, από
πίεση, από πείνα ή κλέβει κάτι να φαν τα παιδιά του, υπήρξε η κακή ώρα και
έπεσε στην ακολασία και σκοτίστηκε το μυαλό του κ. λ. π, αυτός που αμαρτάνει
χωρίς να το θέλει, ή από πλάνη, (έχουμε και αγίους που κάποτε πλανήθηκαν), ο Θεός δεν τους αφήνει. Μόλις περάσει η
αμαρτία συνέρχεται και λέει: «τι έκανα εγώ;» Και μετανοεί αμέσως. Αυτός δεν
πάει στην κόλαση. Στην κόλαση πάνε οι «εθελοντές αμαρτωλοί». Αυτοί που με την
θέληση μας αμαρτάνουν και λένε αυτό εγώ δεν το θεωρώ αμαρτία, εκείνο εγώ δεν το
θεωρώ αμαρτία. Και γίνονται πάνω από την εκκλησία και πάνω από τους αποστόλους
και κανονίζουν το τι είναι και το τι δεν είναι αμαρτία. Αν λοιπόν κάθε ένα που
εγώ δεν το θεωρώ αμαρτία το κάνω, εθελοντικά αμαρτάνω. Και επειδή εθελοντικώς
αμαρτάνω δεν πρόκειται να μετανοήσω.
Ας
ακούσουμε λοιπόν σήμερα αδελφοί μου, αυτό που δεν άκουσαν τα αδέλφια του
πλουσίου της παραβολής. Είναι βάσανο η κόλαση και δεν το λέει σε μια μόνο μεριά
το Ευαγγέλιο. Ας μην ξεγελιόμαστε. Αν
φτιάξουμε τους εαυτούς μας κολασμένους, θα ζούμε αιώνια στην κόλαση μας· αν
τους φτιάξουμε Παραδεισιακούς θα ζήσουμε και αιώνια Παραδεισιακά.