Παράξενο πράγμα, αδελφοί μου, η ζωή. Τη θεωρείς
δεδομένη, τη θεωρείς δική σου, κτήμα σου, ένα
αγαθό που σώνει και καλά
σου ανήκει. Τη θεωρείς δυνατή και ατελείωτη, ώστε κι όταν ακόμα διακηρύσσεις τη ματαιότητα και τη βραχύτητά της, η διακήρυξη αυτή είναι μάλλον αμπελοφιλοσοφία της μιας δεκάρας, της ώρας της αποχώρησης απ’ το
νεκροταφείο, μετά από κάποια κηδεία, παρά ουσιαστική πεποίθηση.
Ναι, λες πως τίποτα δε ζει για πάντα και πως όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα, μα αυτή τη μέρα της αναχώρησης θαρρείς πως μπορείς να την επιλέξεις και
ίσως να τη ρυθμίσεις: Στη σκέψη σου ο
θάνατος υπάρχει σαν ένα ενδεχόμενο και μάλιστα
μακρινό - κάτσε να γεράσουμε και βλέπουμε- κι έτσι κι όταν ακόμα μιλάς για αυτόν, τα λόγια σου έχουν κάτι από τη σιγουριά του αθάνατου...
Κι ύστερα; Ύστερα, ένα πρωινό, ταραγμένες κραυγές και
θρήνος σε φέρνουν αντιμέτωπο με μια πραγματικότητα που μοιάζει με
εφιάλτη, καθώς ο δικός σου άνθρωπος, η
μεγαλύτερη αδυναμία σου, η παρέα και
το στήριγμα σου, ο διπλανός σου, ο γείτονας σου, ο φίλος σου, σε αποχαιρετά και κλείνει για πάντα τα μάτια και φεύγει...
Αυτή την μεγάλη πραγματικότητα, αγαπητοί Χριστιανοί, μας τονίζει ζωηρά σήμερα ό Κύριος με τη
θαυμάσια παραβολή του άφρονα πλουσίου.
Όποιος και να ’σαι, αδελφέ μου, σ' αυτόν τον κόσμο, σκέψου ότι κάποια μέρα θα πεθάνεις. Ό θάνατος είναι η μόνη
βέβαιη πραγματικότα του φθαρτού τούτου κόσμου. Και είναι ένα γεγονός που δεν το γλυτώνει κανείς. Ούτε τα μέσα των ισχυρών, ούτε τα πλούτη των πλουσίων, έχουν τη δύναμη να το ματαιώσουν. Υπάρχει, λοιπόν, θάνατος! Αυτή την αλήθεια τα
πάντα μας τη φωνάζουν. Τα άστρα σβήνουν, τα άνθη μαραίνονται, τα ζώα πεθαίνουν, ό άνθρωπος
φεύγει... Όπως λέγει και ο ποιητής: «Το άνθος μαραίνεται, το έαρ
παρέρχεται, ό χρόνος κυλά. Και μόνον ο θάνατος επλάσθη αθάνατος· αυτός δεν γερνά!».
Στο βίο του Αββά Σισώη του μεγάλου διαβάζουμε ότι. ευρεθείς κάποτε μπροστά στον τάφο του μεγάλου Αλεξάνδρου, και φέρνοντας στο νου του το
τι είχε κατορθώσει ο μεγάλος αυτός στρατηλάτης και τι δόξες κέρδισε, ύψωσε τα χέρια του ψηλά και δακρυσμένος ανεβόηοε: «Αϊ, θάνατε, τις δύναται εκφυγείν σε;». Ο λόγος του Θεού και οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν ότι από τότε που ο άνθρωπος ξέφυγε από το θέλημα του Θεού, διά της παραβάσεως, ο θάνατος μπήκε στη ζωή μας και
έγινε ο πιο ισχυρός και απαράβατος νόμος της. Καρπός, λοιπόν, της αμαρτίας μας ο θάνατος, κατέστη έκτοτε πανδαμάτωρ, δαμάζει τους πάντας. «Απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις» διακηρύττει η Άγια Γραφή (Έβρ. 9. 27). Έτσι από κει και πέρα, καθημερινά ακούμε και βλέπουμε γύρω μας τους ανθρώπους να πεθαίνουν. Τον ένα τον
παίρνει ο θάνατος άρρωστο και
εξαντλημένο. Τον άλλον επάνω στη δουλειά
του. Αυτόν την ώρα πού ταξιδεύει,
εκείνον την ώρα πού γλεντά. Δεν σε προειδοποιεί, βλέπεις, ό θάνατος. "Έρχεται ξαφνικά «εν η ώρα ου δοκούμεν». (Ματθ, 24, 44).
Αχ, λοιπόν, αδύναμο ανθρωπάκι της μιας στιγμής, εσύ που
τυφλωνόσουν από δόξες, φήμες, φώτα, διασκεδάσεις και γνώσεις, εσύ που
έχασες πολύτιμο χρόνο και σπατάλησες το θαυμασμό σου σε πολιτικούς, σε επιστήμονες, σε ποιητές, σε καλλιτέχνες, σε φανταχτερά πρόσωπα, σε μικρές
και ασήμαντες βλέψεις της στιγμής... Εσύ που
χαράμισες τα όσα, χρόνια απ' τη ζωή σου, για να γλεντάς σαν τον άφρονα πλούσιο, που δε σταμάτησες λεπτό να γκρεμίζεις τις αποθήκες σου
και να τις ξαναστήνεις μεγαλύτερες, να τις κλειδώνεις και να τις διπλοκλειδώνεις
πιστεύοντας πως μπορείς να δαμάσεις το θάνατο, που νόμισες πως μπορούσες να
διπλοξαπλώσεις και να λες στον εαυτό σου «ψυχή μου έχεις πολλά αγαθά, αναπαύου
φάγε πίε ευφραίνου», μα που δεν είχες διαθέσει ούτε ένα λεπτό για να σκεφτείς - να προετοιμαστείς - για το τέλος, που
είτε το θέλεις είτε όχι, έρχεται... Που ποτέ δεν
έφερες στο νου σου, πως ούτε επιτυχίες, ούτε χρήματα, ούτε πλούτη, ούτε τράπεζες, ούτε
αποθήκες, ούτε γνώσεις, ούτε ομορφιά κάνουν τον άνθρωπο σημαντικό και ευτυχισμένο. Ενώ ευτυχία είναι εκείνο το χαμόγελο το ευτυχισμένο και γλυκό, το ήρεμο χαμόγελο, που αποτυπώνεται στο πρόσωπο τη στιγμή που η
ψυχή αφήνει για πάντα πίσω της τον κόσμο της ματαιοδοξίας.
Πόσο υπερφίαλος ήσουν λοιπόν, άφρονα άνθρωπε, όταν
πίστευες πως μπορείς να σχεδιάζεις
τη ζωή, χωρίς να υπολογίζεις και το τέλος στα σχέδια σου; Σπίτι, αποθήκες, χωρίς θεμέλια έχτιζες, γιατί ζωή
που δε στηρίζεται στην ιδέα του θανάτου είναι θεμελιωμένη στην άμμο. Το βλέπουμε αυτό σε κάθε βήμα της ζωής μας… Γι’ αυτό:
Ζήσε τα χρόνια που σου απομένουν, όσα
ο Θεός ορίσει και απόλαυσε τη
ζωή σου, μα φρόντισε και τα θεμέλια
της. Την επόμενη φορά που θα φθονήσεις, θα αρπάξεις, θα αδικήσεις, θα κακολογήσεις, θα πληγώσεις, θα συνάξεις,
θα γκρεμίσεις, θα κτίσεις, για να υψωθεί η ματαιοδοξία σου, σκέψου με τι
τούβλα θεμελιώνεις τον οίκο της ψυχή σου και πόσο θα αντέξει το οικοδόμημα που λέγεται ζωή, στο σεισμό που λέγεται θάνατος... Το
μαρτυρά αυτό ο Κύριος και Θεός μας με τη σημερινή του παραβολή όταν μας ρωτά «Α
δε ητοίμασας τίνι έσται;»
Αγαπητοί Χριστιανοί!
«…Δεν σε ξεγελά η Εκκλησία, μας λέγει ο μοναχός Μωϋσής ο
Αγιορείτης, σε ένα πρόσφατο βιβλίο του, δεν σου υπόσχεται ψευτοχαρά, ούτε
διδάσκει κακομοιριές και υποκριτικές ταπεινοισχημίες, αλλά λεβέντικά, ντόμπρα,
γενναία, αληθινά, καθαρά, και ξάστερα πράγματα. Σου λέγει να ’χεις μνήμη
θανάτου, δεν εξορκίζει το θάνατο, θέλει να σ’ εξοικειώσει μαζί του, δεν σε κοροϊδεύει
ότι δεν θα πεθάνεις ποτέ, σου λέγει πως ενθυμούμενος το θάνατο, έχεις μια υγιή
αίσθηση της ματαιότητος της παρούσης ζωής. Έτσι σε αποδεσμεύει από τα ισχυρά
δεσμά της ύλης, τα ψυχοφθόρα πάθη, σου θυμίζει την Κρίση, την αιώνια ζωή, την
ατέλειωτη βασιλεία των ουρανών.» ( Μοναχού
Μωϋσέως Αγιορείτου: «Η ΕΥΛΑΛΗ ΣΙΩΠΗ»
Κάποτε ένας βασιλιάς είχε ένα γελωτοποιό, για
να τον διασκεδάζει. Μια μέρα ο γελωτοποιός
έκανε τον βασιλιά να διασκεδάσει τόσο πολύ, που για να τον ανταμείψει του έδωσε ένα χρυσό ραβδί, λέγοντας του: Πάρε το αυτό και μόνο
αν βρεις ποτέ κανένα πιο τρελό από σένα δώσ’ του το. Πέρασαν από τότε μερικά χρόνια
και ό βασιλιάς αρρώστησε βαριά, έως θανάτου. Λέγει
τότε στον γελωτοποιό: «Αγαπητέ μου,
φεύγω για το μεγάλο ταξίδι». Ό γελωτοποιός, κάνοντας ίσως πως δεν κατάλαβε, τον ρώτησε: «Και πότε, βασιλιά μου, θα γυρίσεις με το καλό;». Ο βασιλιάς αναστέναξε: «το ταξίδι αυτό δεν έχει γυρισμό»! Ο γελωτοποιός φανερά ξαφνιασμένος: «Πω! πω! πολύ μεγάλο ταξίδι! Φαντάζομαι τι ετοιμασίες θα έχεις
κάνει!». Ο βασιλιάς με βαθειά λύπη είπε: «Δυστυχώς, για όλα τα άλλα φρόντισα
στην ζωή μου, αλλά για το ταξίδι μου αυτό δεν έκανα καμιά προετοιμασία». Τότε ό γελωτοποιός, δίνοντας πίσω το χρυσό ραβδί, του είπε: «Πάρε το πίσω, βασιλιά μου. γιατί δεν βρήκα μέχρι τώρα πιο τρελό άνθρωπο από σένα!».
Μακάρι κι εμείς κι όσοι ακούσουν σήμερα τούτη
την παραβολή τώρα τουλάχιστον, να συνέλθουμε και να σκεφθούμε σοβαρά ότι μας περιμένει ό θάνατος και η άλλη ζωή. Και ότι άρα πρέπει να ετοιμαζόμαστε... «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας» (Β' Κορ. 6, 2).