Πρώτη Κυριακή του Ματθαίου σήμερα , αγαπητοί. Χρόνια Πολλά οι άγιες μέρες που πέρασαν. Χρόνια Πολλά και για των αγίων Πάντων, που είναι και η Κυριακή των αγίων Πάντων. Χρόνια Πολλά σε όλους μας, γιατί γιορτάζουν όλοι οι άγιοι, γιορτάζουμε και μείς που φέρουμε τα ονόματά τους.
Μετά την Πεντηκοστή, αφού ήλθε το Πνεύμα το Άγιο και φώτισε τους Αποστόλους, εκείνοι βγήκαν στα πέρατα της Οικουμένης και κήρυξαν το Ευαγγέλιο έως εσχάτου της γης. Και προήλθαν οι πρώτοι καρποί της Εκκλησίας· οι άγιοι. Και η Εκκλησία, έχουσα ενότητα, όρισε μία Κυριακή, την πρώτη Κυριακή μετά τη Πεντηκοστή, να γιορτάζονται όλοι οι άγιοι, ακόμη και οι άγγελοι, ακόμη και εκείνοι που θα έλθουν στο μέλλον, και εξαιρέτως η Παναγία Θεοτόκος.
Το άγιο Ευαγγέλιο, που είναι πια από τον Ματθαίο, και αρχίζουμε τις Κυριακές του Ματθαίου, που είναι ένα είδος Κατηχήσεως, γιατί η Εκκλησία κατηχεί και πληροφορεί τους πιστούς και εκείνους που θέλουν να έλθουν στην πίστη. Μας ομιλεί ο Χριστός μας και μας λέει: «Όποιος με ομολογήσει Θεάνθρωπο μπροστά στους ανθρώπους, και μάλιστα σε καιρό διωγμού, εγώ θα τον ομολογήσω δικό μου μπροστά στο Πατέρα μου κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Κι οποίος με αρνηθεί, θα τον αρνηθώ και εγώ κατά τη Δευτέρα Παρουσία». Εδώ ο Κύριος θέτει τα πράγματα στην αγάπη, στη μεγάλη αγάπη και θυσία για Κείνον εκ μέρους μας. Και πραγματικά η πρώτη εντολή είναι η αγάπη στο Θεό. Κι αν ο άνθρωπος προσπαθεί να πραγματοποιεί αυτή την εντολή, τότε έχει μεγάλη ευλογία και μεγάλη δύναμη, και τότε λειτουργούν σωστά και οι υπόλοιπες αγάπες– η αγάπη στον συνάνθρωπο, η αγάπη στην κτίση, η αγάπη στο ωραίο, η αγάπη στα πάντα.
Και στη συνέχεια ο Κύριος μας λέει πάλι το ίδιο· ότι «όποιος αγαπά τον πατέρα του ή την μητέρα του παραπάνω από μένα, κι όποιος αγαπά τα παιδιά του παραπάνω από μένα, κι όποιος αγαπά τον εαυτό του παραπάνω από μένα, ε, τότε αυτός δεν είναι άξιος για μένα». Είναι απόλυτα αυτά, αλλά έλα που ο άνθρωπος έχει μέσα του απόλυτες τάσεις, έχει προοπτική να χωρέσει το Θεό, να γίνει «χώρα του αχώρητου». Γι’ αυτό και πολλές φορές οι καημένοι τα θέλουμε όλα, γι’ αυτό είμαστε και φιλάργυροι και φιλόδοξοι και φιλήδονοι. Προσπαθούμε με αυτά να γεμίσουμε τη ψυχή μας την αθάνατη, η οποία όμως δεν γεμίζει. Γεμίζει μόνο με το Θεό της, με τον θεάνθρωπο, και ζωούται και θεούται με το πανάμωμο Σώμα και Αίμα του.
Και στη συνέχεια βγαίνει ο απόστολος Πέτρος σε κάποια ομιλία εκεί που είχε ο Ιησούς πριν και του λέει: «Εμείς, Κύριε, τα αφήκαμε όλα και Σ’ ακολουθήσαμε. Τί θα κερδίσουμε; Τί θα λάβουμε;». Και Κείνος του είπε: «Θα είστε μαζί μου στον ουρανό, σε θρόνους, κοντά μου, και θα κρίνετε τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ, όλο τον κόσμο. Και ακόμη να ξέρετε και σεις, και οι υπόλοιποι που θα έλθουν στους αιώνες, ότι όποιος άφησε γονείς, παιδιά, γυναίκα, κτήματα, υποστατικά και οτιδήποτε, θα τα λάβει εκατονταπλασίονα, εκατό φορές παραπάνω. Και στην παρούσα ζωή…». Και είναι αλήθεια αυτό· όταν ανοιχτούμε στο Χριστό και την Εκκλησία, όλοι εκείνοι που Τον ακολουθούν είναι γονείς μας, είναι αδελφοί μας, είναι τα πάντα, και πολλές φορές μας προσφέρουν ό,τι καλύτερο, ό,τι ανώτερο, και μας γεμίζουν ικανοποίηση και θεία ευλογία. «Και ακόμη, επιπλέον, λέει ο Χριστός, θα κερδίσει και την αιώνια ζωή». Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για την αιώνια ζωή. Χωρίς αυτή την προοπτική υποφέρει και βασανίζεται στην κόλαση του εγωισμού και στα πάθη και στους καημούς του κόσμου.
Τελειώνοντας ο Χριστός είπε ότι: «Υπάρχουν άνθρωποι εδώ που θεωρούνται τελευταίοι, και στη Βασιλεία θα είναι πρώτοι. Και υπάρχουν άνθρωποι εδώ που είναι πρώτοι, και στη Βασιλεία θα είναι τελευταίοι». Γιατί ο Χριστός έχει άλλα κριτήρια· μετρά με τα μέσα κριτήρια τον άνθρωπο, με τη ψυχή του, με την ομολογία του σε Κείνον, με την αγάπη του, με τη θυσία του. Ενώ οι άνθρωποι αυτού του κόσμου, οι μάταιοι, τα μετράνε ακριβώς ανάποδα, κάνουν αντιστροφή των αξιών, γι’ αυτό υποφέραμε.
Οι άγιοι Πάντες, αδελφοί, ας πρεσβεύσουν στον Κύριο, κι ας Τον παρακαλέσουν και για μας όλους. Να Τον ακολουθούμε σ’ όλη μας τη ζωή, μέχρι την τελευταία μας ανάσα, «με λογισμό και μ’ όνειρο», με αγάπη, λατρεία και θυσία, όπως έκαναν και ‘κείνοι.
Χρόνια πολλά.
(Αρχιμ. Ανανία Κουστένη, «Το κήρυγμα της Κυριακής» Α΄, εκδ. Αρμός)