ΙΓ΄
ΛΟΥΚΑ
ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ
http://inpp.com.gr
Η
κάθε ημέρα στο εκκλησιαστικό ημερολόγιο αποτελεί μνήμη και κάποιου ή κάποιων
συγκεκριμένων αγίων: είτε μαρτύρων, το συνηθέστερο, είτε πιστών ανθρώπων, που
αναλώθηκαν στην τήρηση των εντολών του Χριστού και συνεπώς υπήρξαν μάρτυρες με
άλλον τρόπο: κατά την προαίρεση, όπως διδάσκει η Εκκλησία μας. Επειδή υπάρχει
λίγη ή πολλή διαστρέβλωση ως προς το φαινόμενο της αγιότητας- για πολλούς,
ακόμη και Χριστιανούς, θεωρείται η αγιότητα ως φαινόμενο εξωπραγματικό- για
αυτό και οι λίγες παρακάτω γραμμές έχουν σκοπό να ρίξουν λίγο φως πάνω στην
ταυτότητα του αγίου και στο γιατί επομένως τιμώνται ιδιαιτέρως από την Εκκλησία
μας με την ευκαιρία της μνήμης της Αγίας ενδόξου, μεγαλομάρτυρος και πανσόφου,
Αικατερίνης.
Καταγόταν,
λοιπόν η Αγία Αικατερίνη, από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και από οικογένεια
αριστοκρατική. Σε ηλικία μόλις 18 χρονών τα χαρίσματα της ακτινοβολούσαν σ’ όλη
τους την πληρότητα και την έκαναν ξακουστή όχι μόνο στην Αλεξάνδρεια αλλά και
σε ευρύτερο κύκλο. Στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα, στον καιρό των αυτοκρατόρων
Μαξιμιανού και Μαξεντίου κλήθηκε να αρνηθεί την πίστη της.
Την εποχή
των διωγμών η αγία παρουσιάστηκε στον έπαρχο, τον ήλεγξε για την σκληρότητά του
και ομολόγησε «την καλήν ομολογίαν ενώπιον πολλών μαρτύρων». «Ο Έπαρχος
κατεπλάγη από την ωραιότητα της κόρης και την ευγένεια της μορφής της
πληροφορηθείς δε ότι ήταν πολυμαθής και φιλόσοφος, νόμισε ότι μπορούσε να την αποσπάσει
από την χριστιανική θρησκεία, καλώντας την σε συζήτηση με τους περιφημότερους
των εν Αλεξανδρεία εθνικών φιλοσόφων και ρητόρων. Η Αικατερίνη δέχθηκε, στις δε
δημοσίες συζητήσεις τόση πειθώ εξάσκησε, ενισχυόμενη και από τη χάρη του Πνεύματος,
ώστε πολλοί εκ των εναντιοφρονούντων ωμολόγησαν του Χριστού τη θεότητα και
ανεκήρυξαν την αλήθεια αυτής ενώπιον του επάρχου»
Σύμφωνα
λοιπόν με την παράδοση, συγκροτήθηκε ειδικό πολυμελές συμβούλιο από εθνικούς
φιλοσόφους για να καταρρίψουν τα επιχειρήματα της Αικατερίνης. Όμως, με τα σοφά
της επιχειρήματα και την ομολογία της έκανε τα μέλη του συμβουλίου που την
ανέκριναν να ασπαστούν τη χριστιανική πίστη και να καούν μάλιστα ζωντανοί. Η
Αγία πλήρωσε τη στερεότητα της πίστης και το γενναίο της φρόνημα με τον
αποκεφαλισμό της. Από το λαιμό της ανέβλυσε γάλα αντί αίμα και το σώμα της,
κατά τους βιογράφους της, μεταφέρθηκε από Αγγέλους στο όρος Σινά.
Ας
μιλήσουμε λοιπόν σήμερα για την αγιότητα!
Και πρώτα
απ’ όλα: η αγιότητα δεν είναι εκ του
κόσμου τούτου. Δεν αποτελεί άνθος που φύεται αυτοδύναμα στη γη αυτή που
βρεθήκαμε. Μπορεί να αναφέρεται στον άνθρωπο, αλλά η πηγή της βρίσκεται στον
Θεό, γιατί Αυτός είναι ο μόνος και κατ’ ουσίαν άγιος. «άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος
Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού» (Ησ. 6, 3) ακούει ο προφήτης Ησαΐας,
ήδη στο όραμα της κλήσεώς του, από τα Σεραφείμ. «Άγιοι
γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί» (Α' Πέτρ. 1, 16) θα πει ο λόγος του Θεού. Ο
Τριαδικός λοιπόν Θεός μας, άρα και ο Ι. Χριστός ο ενσαρκωθείς Θεός, είναι η
πηγή της αγιότητας, ο κατ’ αλήθειαν και
πράγματι άγιος.
Την αγιότητα του Θεού καλούμαστε κι εμείς οι άνθρωποι να ενεστερνιστούμε
και ν' ακολουθήσουμε. Ό,τι είναι ο Θεός καλούμαστε με τη χάρη Του ν'
αποκτήσουμε και να γίνουμε. Γιατί αυτό; Διότι δημιουργηθήκαμε με
την προοπτική αυτή, αφού μάς έπλασε ο Θεός «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν»
Εκείνου.
Ο εικονισμός
του Θεού σ’ εμάς αποτελεί τη θεολογική βάση για τη φυσιολογική προοπτική του
ανθρώπου που είναι ο αγιασμός του. Για να επαναλάβουμε το αγιογραφικό λόγιο: «Άγιοι
γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί». Κι ο απόστολος θα σημειώσει αλλού: «Τούτο γάρ εστί
θέλημα του Θεού, ο αγιασμός υμών!» (Α' Θεσ. 4, 3). Έτσι όλοι οι άνθρωποι
δυνάμει, αλλά οι Χριστιανοί κατΆ ενέργειαν, είναι κλημένοι στην αγιότητα. Είτε
επιλέγει κανείς τον έγγαμο βίο είτε τον άγαμο η προοπτική είναι ακριβώς η ίδια:
ο αγιασμός μας. Απλώς ο μοναχός βοηθείται πιθανόν περισσότερο στον αγιασμό του,
επειδή και οι συνθήκες της ζωής του τον σπρώχνουν όλες προς την κατεύθυνση
αυτή. Γι' αυτό και στην πρώτη Εκκλησία άγιος χαρακτηριζόταν ο κάθε Χριστιανός.
Η προοπτική
του αγιασμού του ανθρώπου ως του πιο φυσιολογικού γεγονότος γι' αυτόν
αποκαλύπτει αμέσως την τραγικότητα πολλών θεωρουμένων Χριστιανών, που είτε με
έκπληξη στην καλύτερη περίπτωση, είτε με ειρωνεία, θα εκφράσουν την αμφισβήτησή
τους: «Μα άγιος θα γίνω;». Ο αγιασμός θεωρείται ως μη ανθρώπινη κατάσταση,
διότι προφανώς και αγνοούν την πίστη που παρέλαβαν από την Εκκλησία ως μέλη
της, και περισσότερο δεν αγωνίζονταν καθόλου να τη βιώσουν. Δυστυχώς βρίσκονται
στην κατάσταση που έχει περιγράψει ο γέροντας Παΐσιος: του άδειου σακιού.
Βαπτίστηκαν μεν και έγιναν Χριστιανοί, μα μη ενεργοποιώντας στη ζωή τους τη
χάρη του βαπτίσματος είναι σαν άδεια σακιά. Πρόκειται για το φαινόμενο στην
ουσία της πρακτικής αθεΐας, που είναι και η χειρότερη μορφή της αθεΐας.
Το να γίνουμε άγιοι είναι ο κανονικός και αληθινός προορισμός μας.
Ταυτίζεται με τον προορισμό που απαρχής ο Θεός έθεσε στον άνθρωπο: την ομοίωση με
Αυτόν.
Μάς έδωσε τις προϋποθέσεις και τις δυνατότητες (κατ' εικόνα) και μάς κάλεσε
μαζί Του να τραβήξουμε το δρόμο της θέωσής μας (καθ' ομοίωση). Μπορεί να χάθηκε
ο προορισμός αυτός λόγω της αμαρτίας των προπατόρων μας, όπως και σκοτείνιασε η
εικόνα του Θεού μέσα μας, αλλά με τον ερχομό του Χριστού τα πράγματα αυτά
αποκαταστάθηκαν: το κατ' εικόνα καθαρίστηκε, το καθ' ομοίωσιν ανοίχθηκε και
πάλι.
Έτσι εν
Χριστώ η ζωή της αγιότητας ξανάγινε η φυσιολογία της ανθρώπινης ζωής, γεγονός
που σημαίνει ότι την αγιότητα την βιώνει κανείς μόνον πια ως μέλος της
Εκκλησίας που είναι το ζωντανό σώμα του Χριστού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο
Χριστιανός δεν κατανοεί ποτέ τον εαυτό του ως άτομο: κάτι απομονωμένο και
ξεκομμένο. Είναι Χριστιανός στο βαθμό που νοιώθει ενωμένος με τον Ιησού Χριστό
και τους συνανθρώπους του, και περαιτέρω:
Με όλο τον
κόσμο και όλη τη δημιουργία. Κατά συνέπεια η δυνατότητα της αγιότητας ως ζωής εν Χριστώ προϋποθέτει την ένταξη του
ανθρώπου στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, δια του αγίου βαπτίσματος και του
αγίου χρίσματος, και τη συνεχή παραμονή στο σώμα αυτό δια της μετοχής στη Θεία
Ευχαριστία, το σώμα και αίμα του Ιησού Χριστού. Με απλά λόγια άγιος στον
κόσμο τούτο γίνεται εκείνος ο άνθρωπος που ενώθηκε με το Χριστό και αφήνει τον
εαυτό του έτσι, ώστε να γίνεται δίοδος και φανέρωση Εκείνου μέσα στον κόσμο. Ο
Χριστός μέσω ημών: να ο άγιος! Όπως το διατύπωσε και ο απόστολος Παύλος: «ζω δε
ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός»! (Γαλ. 2, 20).
Παρ' όλα
αυτά! Η διαδικασία του αγιασμού του ανθρώπου απαιτεί, εκτός από τη συσσωμάτωσή
του στην Εκκλησία με τα άγια μυστήρια, και τη διαρκή κατάθεση της ελεύθερης
βούλησής του. Δεν κερδίζεται η αγιότητα μόνο με τις μυστηριακές τελετές, σαν να
'χε η αγιότητα μαγικό χαρακτήρα. Απαιτεί,
όπως είπαμε, καθημερινό αγώνα και άσκηση. Όπως το λέγει και η εντολή: «Να
γινόμαστε άγιοι».
Έτσι είναι
αυτονόητη η διαβάθμιση της αγιότητας. Ανάλογα με το πόσο κινείται κανείς προς
το σκοπό αυτό, ανάλογα με το πόσο θέτει τον εαυτό του επί τα ίχνη του Ιησού.
Τόσο και γίνεται εν τω Θεώ, τόσο και γίνεται άγιος, δηλ. χριστοποιείται. Έτσι
«υπάρχει Άγιος, με Α κεφαλαίο, και
υπάρχει άγιος, με α μικρό». Η αγαθή γη, λέει ο ίδιος ο Χριστός, καρποφορεί
αλλού 30, αλλού 60, αλλού 100.
Και κατά τον
απόστολο «Αστήρ αστέρος διαφέρει» (Α' Κορ. 15, 41). Επ' αυτού είναι γνωστή η
ιστορία του Γεροντικού και τον καλό εκείνο ασκητή των χρόνων του αγίου
Αντωνίου, που παρακάλεσε τον Κύριο να του δώσει τη χάρη να δει όλους τους
αγίους της εποχής του. Και ο Κύριος ικανοποίησε το αίτημά του: είδε όλους τους αγίους,
εκτός από τον Μ. Αντώνιο. Και στην απορία του γιατί συνέβη αυτό, άκουσε φωνή να
του λέει: Ο Αντώνιος είναι πολύ κοντά στο Θεό.
Εκείνο
πάντως που έχει ιδιαίτερη σημασία, ανεξάρτητα από το βαθμό της αγιότητας, είναι
ότι η αγιότητα θεωρείται δεδομένη για το Χριστιανισμό. «Χωρίς τον αγιασμό του
κανείς δεν πρόκειται να δει τον Κύριο» (πρβλ. Εβρ. 12, 14). Και εννοούμε να Τον
δει ως λυτρωτή και σωτήρα, γιατί όλοι θα Τον δουν, αλλά όχι όλοι δυστυχώς
λυτρωτικά.