Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

«Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς»

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ ΛΟΥΚΑΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ' ΛΟΥΚΑ
Ευαγγέλιο: Λουκ. ιζ' 12 -19 
«Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς» (Λουκ. ιζ' 13)


Πολύ σοβαρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι του σημερινού Ευαγγελίου. Για τους δέκα είναι η ασθένεια και η απομόνωση. Για τους εννέα προστίθεται ακόμα ένα, αυτό της αχαριστίας. Τα προβλήματα αυτά, αγαπητοί μου αδελφοί, παρά το ότι φαίνονται να είναι απλά προβλήματα των ανθρώπων του σημερινού Ευαγγελίου, εν τούτοις, αν τα εξετάσουμε βαθύτερα θα διαπιστώσουμε ότι αυτά έχουν διαχρονικό χαρακτήρα και λίγο ή πολύ μας αγγίζουν όλους.
Η ασθένεια είναι πια τόσο συχνή στην εποχή μας που μας έγινε συνήθεια, παρά τις φοβερές προεκτάσεις της. Πολλές φορές είναι βαρύ το φορτίο της κι αβάσταχτος ο σωματικός πόνος. Η αρνητική συνέπεια της ασθένειας όμως δε σταματά στο σωματικό πόνο, που πολλές φορές αντιμετωπίζεται με απίστευτη υπομονή. Η αρνητική συνέπεια της ασθένειας είναι ακόμα πιο οδυνηρή όταν, λόγω της φύσης της ασθένειάς τους οι άνθρωποι οδηγούνται στην κοινωνική, ακόμη δε και στην οικογενειακή απομόνωση, όπως συνέβη στους λεπρούς του Ευαγγελίου, ή τους ασθενείς της εποχής μας που πάσχουν από κάποια μολυσματική ασθένεια.
Αβάσταχτος ο σωματικός πόνος, αλλά κάποτε υποφερτός. Ο πόνος όμως της απομόνωσης δεν μπορεί να γίνει υποφερτός. Αυτή η χωρίς αγάπη απομόνωση οδηγεί στον πιο οδυνηρό και αργό θάνατο. Αυτή η απομόνωση δεν είναι βαθμός πολιτισμού. Αντίθετα, είναι ξέπεσμα κοινωνικό. Είναι κοινωνική παραφροσύνη. Γιατί, με το πρόσχημα της προστασίας της κοινωνίας και του συνόλου αποκρύβουμε το πραγματικό κίνητρο που είναι η προστασία του εαυτού μας.
Παρά τις πιο πάνω αρνητικές συνέπειες, η ασθένεια και ο πόνος μπορεί να έχουν και συνέπειες θετικές. Η ασθένεια και ο πόνος καταργούν όλων των ειδών τις διακρίσεις που επινόησαν οι άνθρωποι. Καταργούν θρησκευτικές, φυλετικές και ιδιαίτερα τις κοινωνικές διακρίσεις. Οι άνθρωποι του σημερινού Ευαγγελίου ξεπερνούν το θρησκευτικό και φυλετικό μίσος των Ιουδαίων και Σαμαρειτών. Ακόμα κανένας δε γνωρίζει σε ποιες κοινωνικές τάξεις ανήκαν οι δέκα λεπροί. Ο πόνος ενώνει και κάνει τους ανθρώπους περισσότερο δημιουργικούς. Ο πόνος οδηγεί τους ανθρώπους στην αλληλοκατανόηση και συνύπαρξη. Ο πόνος τους οδηγεί στην πίστη. Σε μια πίστη δυνατή και που ξεπερνά το προσωπικό επίπεδο και αποκτά χαρακτήρα ομαδικό -κοινωνικό, αφού η παράκληση δεν αφορά το άτομο αλλά το κοινωνικό σύνολο που πάσχει. «Ιησού επιστάτα , ελέησον ημάς».
Κάτω από το βάρος του πόνου ενταφιάστηκε το «εγώ» και έγινε «ημάς» και αυτή η δύναμη της πίστης, αυτή η δύναμη της ενότητας έφερε και το ποθητό αποτέλεσμα, τη θεραπεία. Κι εδώ γεννιέται το ερώτημα: «αφού οι άνθρωποι συνυπάρχουν την ώρα του πόνου και γίνονται ακόμα και δημιουργικοί, τότε γιατί να μη συνυπάρχουν και την ώρα της ειρήνης; Γιατί να υπάρχει η κοινωνική απομόνωση και τα «γκέτο» στις διάφορες ομάδες του πληθυσμού με αφετηρία τη θρησκευτική ή φυλετική καταγωγή;»
Η κοινωνία αγαπητοί μου, είναι ζυμάρι που πλάθεται. Όπως το ζυμάρι παίρνει το χρώμα και το σχήμα που θα του δώσουμε, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο και η κοινωνία πλάθεται από μας. Έτσι εξαρτάται κι από μας αν θα γίνει καλή ή κακή, υποφερτή ή ανυπόφορη, άσπρη ή μαύρη! Η θετική εικόνα της κοινωνίας θα καθιερωθεί αν παραδειγματιστούμε από τη στάση του Ιησού ο οποίος ξεπερνά τις οποιεσδήποτε διακρίσεις στέλλοντας τις δωρεές του στους ανθρώπους, ανεξάρτητα από φυλετικές, κοινωνικές ή θρησκευτικές διαφορές. Στην κοινή παράκληση «ελέησον ημάς», υπήρξε και κοινό αποτέλεσμα. Θεραπεύτηκαν όλοι.
Όμως αυτή η θεραπεία έφερε στην επιφάνεια μια άλλη σοβαρή «ασθένεια» της κοινωνίας. Αυτή της αχαριστίας, την οποία και υπογραμμίζει ιδιαίτερα σήμερα ο Ιησούς. «Δε θεραπεύτηκαν και οι δέκα; Οι άλλοι εννιά πού είναι; Κανένας τους δεν βρέθηκε να γυρίσει να δοξάσει το Θεό παρά μόνο αυτός ο αλλογενής;» Όσο εξαίρετη παρουσιάζεται η εικόνα της κοινωνικής ομάδας των δέκα πριν και κατά την ώρα της θεραπείας, άλλο τόσο θλιβερά αποκαρδιωτική παρουσιάζεται η εικόνα τους μετά τη θεραπεία. Όχι ένας, ούτε δύο, ούτε πέντε, αλλά εννιά στους δέκα παρουσιάζονται αγνώμονες, γεγονός που κάνει τον Κύριο να το υπογραμμίσει ιδιαίτερα. Και αυτή η υπογράμμιση δεν ήταν απλά μια ενέργεια επικριτική για τους εννιά αχάριστους, αλλά και ένα είδος υπενθύμισης για εμάς. Γιατί, πολλές φορές καταφεύγουμε με πόθο .και με πίστη στο Θεό, αλλά όταν εξασφαλίσουμε αυτό για το οποίο παρακαλέσαμε, τότε ξεχνούμε να πούμε στο Θεό ένα ευχαριστώ. Όπως ξεχνούμε να πούμε κι ένα ανάλογο ευχαριστώ στους συνανθρώπους μας που μας ευεργέτησαν. Γιατί έκφραση ήθους και πίστης δεν είναι ο τρόπος που ζητούμε κάτι από το Θεό ή τους ανθρώπους, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αποδεχόμαστε αυτή την ευεργεσία.
Αδελφοί μου, ζώντας οι δέκα λεπροί στη σκιά της ανθρώπινης απομόνωσης, με συντροφιά τον πόνο και την αρρώστια, ανακάλυψαν το Θεό και ύψωσαν ενωμένοι τη φωνή τους. Ο Ιησούς τους πρόσφερε τη θεραπεία. Μέσα από αυτή τη θεραπεία θέλει να εμπνεύσει σε όλους μας τη συγκατάβαση και την αγάπη στον συνάνθρωπο που υποφέρει, πέραν από θρησκευτικές, φυλετικές, κοινωνικές ή άλλες διακρίσεις. Ακόμα μας στέλλει το μήνυμα ότι ο Θεός είναι κοντά μας, έτοιμος να μας βοηθήσει, ανεξάρτητα από την απομόνωση των ανθρώπων. Ας του φωνάξουμε με πίστη όπως οι δέκα λεπροί του σημερινού Ευαγγελίου: «Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς». Προπαντός όμως ας υποκλιθούμε μπροστά του όπως ο ένας κι ας τον ευχαριστήσουμε για να 'χουμε τη δυνατότητα ν' ακούσουμε το επισφράγισμα της πίστης μας, μιας πίστης που δεν οδηγεί μόνο στη θεραπεία του σώματος, αλλά προ παντός στη σωτηρία της ψυχής μας. 
Αμήν. 
Θεόδωρος Αντωνιάδης