Το
σημερινό Ευαγγέλιο, αδελφοί μου, θίγει ένα ζήτημα, θα λέγαμε, δραματικό, αφού ο
κάθε άνθρωπος, όλοι μας όταν βρεθούμε μπροστά στο θάνατο ταράσσεται η ψυχή μας.
Σαν μάλιστα είναι πρόωρος, σαν κηδεύουμε προσφιλή μας πρόσωπο, τότε…, θρήνος, κλαυθμός
και οδυρμός.
«Θρηνώ
και οδύρομαι, όταν εννοήσω τον θάνατο, -
μας λέει εύστοχα ο ιερός Δαμασκηνός και βέβαια το ακούμε κάθε φορά που
συναζόμαστε για να αποχαιρετήσουμε από τούτον εδώ τον κόσμο τον οποιοδήποτε
συνάνθρωπό μας, - και δω την
ωραιότητα, που πλάστηκε για μας ολόιδια με την εικόνα του Θεού, στους τάφους να
την κατεβάζουν, χωρίς μορφή, χωρίς σκοπό, χωρίς κανένα σχήμα. Ω τι θαύμα είν’
ετούτο, ετούτο το μυστήριο που γίνεται για μας! Πώς στη φθορά παραδοθήκαμε, πώς
με τον θάνατο δεθήκαμε;».
Αλήθεια
αδελφοί μου, πόσες φορές όλοι εμείς, αν και το ακούμε συχνότατα, πόσες φορές βάλαμε το μυαλό μας να δουλέψει
τούτες τις φράσεις; Πότε κοιτάξαμε το θάνατο μέσα από τούτα τα λόγια και πότε
προβληματιστήκαμε πραγματικά με το μέγα τούτο μυστήριο του θανάτου, όπως
ακριβώς το ονομάζει και πάλι ο Δαμασκηνός. Πότε αναρωτηθήκαμε «…πώς η ψυχή χωρίζεται απότομα
απ’ το σώμα, και χάνεται αυτή η αρμονία, κι ο τόσο φυσικός δεσμός της
συνυπάρξεως κόβεται με τη θέληση του Θεού».
Και
η σημερινή περίπτωση, όπως κι εμείς θα λέγαμε, από τις πιο τραγικές. Μια χήρα
μάνα οδηγεί το νεκρό παιδί της, το μοναδικό παιδί της, στον τάφο.
Σπαράσσει! Συναντά κατά την εκφορά του
παιδιού της τον Κύριο και Αυτός της λέγει: «Μη κλαίε». Σταμάτα να κλαις. Μην
αμφιβάλλετε όμως, πως όλοι όσοι ήσαν παρόντες και όλοι μας, όλοι εμείς σήμερα
θεωρούμε κάτι τέτοιους λόγους παράλογους. Και τα λόγια αυτά επαναλαμβάνονται
και σήμερα. Η εκκλησία μας και σήμερα συνεχίζει σε τέτοιες περιπτώσεις με τα
ίδια λόγια του Ιησού: «Μη κλαίε». Μπροστά στο φέρετρο δεν πρέπει να είμαστε
απαρηγόρητοι, απελπισμένοι, μας λέει.
Είναι
λοιπόν έτσι τα πράγματα;
Ο
θάνατος, αδελφοί μου, στο χριστιανισμό, θεωρείται ύπνος, Ακόμα και οι τόποι,
όπου αποθέτουμε εμείς οι χριστιανοί τούς
νεκρούς μας λέγονται Κοιμητήρια, αυτή είναι η χριστιανική ονομασία τους και όχι
νεκροταφεία, ὁ δε θάνατος κοίμηση. Το νεκροταφείο ανάγει σε τελειωμό τα
κοιμητήριο σε ύπνο. Κοιμάται λοιπόν το σώμα του ανθρώπου, ενώ ἡ ψυχή του, ζει.
Ζει στη Βασιλεία των Ουρανών. Το σώμα του ανθρώπου βεβαίως διαλύεται, αλλ’
όμως μία των ημερών θα αναστηθεί, θα ξαναρθεί στη ζωή. Γι'
αυτό και λέμε, ότι το σώμα κοιμάται. Το λέμε άλλωστε και στο Σύμβολο τις
πίστεως: «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών». Το είπε και ὁ Κύριός μας στο Ευαγγέλιο
τις Κρίσεως: «Όταν θα έλθει με όλη Του
την δόξα θα συναχθούν όλοι οι άνθρωποι, πού έζησαν όλες τις αποχές, και θα
κριθούν ενώπιον του Θεού». Λοιπόν; Και σεις κι εγώ και τα συγγενικά μας
πρόσωπα, μια μέρα θα φύγουμε από τη ζωή αυτή. Θα κοιμηθούμε ένα ύπνο, όχι σαν
αυτό που ξέρουμε και πού διαρκεί μερικές ώρες, αλλά χρόνια πολλά, ίσως και
αιώνες. Μια μέρα όμως θα ξυπνήσουμε, θα επανέλθουμε στη ζωή.
Να,
λοιπόν, γιατί ὁ Χριστός μας λέγει, ότι πρέπει να μην απελπιζόμαστε, να μην
κλαίμε.
Ὁ
θάνατος είναι προσωρινός χωρισμός.
Πού είναι πρόσωπα, που αγαπήσαμε; Πού είναι τόσος
και τόσος κόσμος που γνωρίσαμε, τόσος και τόσος κόσμος που πέρασε από δω;
Έφυγαν από τη ζωή αυτή και μας άφησαν την ανάμνησή τους. Αύριο θα φύγουμε και
μεις. Πού πάμε; Τελειώσαμε; Μέχρι εδώ ήτανε; Ο Θεός, αν υπάρχει Θεός σε μια
τέτοια περίπτωση, για πλάκα ασχολιέται με τον κόσμο; Μη γένοιτο! Πηγαίνουμε να
συναντήσουμε τούς συγγενείς, τούς φίλους, τούς γονείς, τούς δικούς μας. Όλοι
αυτοί και όλοι εμείς θ’ ανταμώσουμε! Και εφ’ όσον ζήσαμε κατά το θέλημα του
Θεού, όλοι πάλι μαζί θα ζήσουμε κοντά στο
Θεό ανακαινισμένοι, πνευματικοί, ευτυχισμένοι.
Να
θυμηθούμε τη παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου. Εκεί φαίνεται, ότι ο
πλούσιος γνώρισε στην άλλη ζωή τον Λάζαρο, γνώρισε μάλιστα και τον Αβραάμ, πού δεν
είχε δει ποτέ. Μάλιστα ο πλούσιος και ο Αβραάμ συζήτησαν. Να θυμηθούμε τη
Μεταμόρφωση του Κυρίου, όπου ο Κύριος συζητά με τον Μωυσή και τον Ηλία.
Λοιπόν;
Λοιπόν ο πιστός πιστεύει, ότι ο θάνατος είναι ένας προσωρινός χωρισμός. Τί
είναι οι λίγες δεκαετίες τις ζωής μας; Δεν είναι ούτε ένα σπυρί άμμου μπροστά
στην αιωνιότητα.
Να,
λοιπόν, γιατί Δεν πρέπει να κλαίμε με τον τρόπο που μάθαμε να κλαίμε.
Αδελφοί
μου, ὁ άνθρωπος πού χάνει τον συνάνθρωπό του Δεν είναι αναίσθητος, Δεν είναι
σκληρός μπροστά στη θλίψη. Δεν μπορεί να μην κλάψει. Άλλωστε και η ψυχολογία
διδάσκει πως το κλάμα είναι το καλύτερο φάρμακο κατά της βαρείας θλίψης. Δεν
διδάσκει αυτό ὁ χριστιανισμός. Δεν μας λέει λοιπόν να μην κλαίμε. Ο ίδιος ο
Χριστός δάκρυσε για το θάνατο του φίλου του, του Λαζάρου. Ο θάνατος λοιπόν, ο αποχωρισμός, έστω και
πρόσκαιρος, είναι ένα πολύ, μα πολύ, θλιβερό γεγονός. Ναι είναι. Εδώ όμως είναι
το θαύμα. Ὁ χριστιανός το ξεπερνά με τη πίστη και ενώ με μια γαλήνια θλίψη
αποχαιρετά το προσφιλές του πρόσωπον επαναλαμβάνει: «Προσδοκώ ανάστησαν
νεκρών». Γι αυτό κλαίει. Κλαίει όμως όχι απελπισμένα. Όχι χωρίς ελπίδα. Κλαίει
χριστιανικά και όχι άπιστα και άθεα.
Αμήν!