Σήμερα. δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου, ακούμε, αγαπητοί Χριστιανοί , την παραβολή του Ασώτου, η οποία συμπληρώνει εκείνη του Τελώνου και του Φαρισαίου της προηγούμενης Κυριακής.
Πριν από μια βδομάδα είδαμε, πώς ο Τελώνης, ο απερριμένος, βρέθηκε στα χέρια του Θεού. Και τώρα, στο σημερινό Ευαγγέλιο, βλέπουμε πώς ο άσωτος γιος, εκείνος που εγκατέλειψε τον Πατέρα, γύρισε μετανοημένος και έγινε δεκτός. Και όπως εκεί είδαμε τελικά τον Τελώνη, ενώ στεκόταν κρυμμένος σε μια απόμερη γωνιά του Ναού, να κατεβαίνει δικαιωμένος από το Θεό, που βέβαια περίμενε αυτό το Τελωνικό «Κύριε Ελέησον», παρόμοια κι εδώ, βλέπουμε τον Άσωτο, ενώ βρισκόταν ακόμα μακριά από το πατρικό σπίτι, να τον συναντά ο Πατέρας και εκείνος να του μιλά σχεδόν με τα ίδια λόγια: «Πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σ’ εσένα και δεν αξίζω να λέγομαι παιδί σου». Και βλέπουμε έτσι αυτό το παράδοξο για τη δική μας τη φαρισαϊκή σκέψη: Ενώ ο Άσωτος βρίσκεται ακόμη μακριά, έχει ήδη συναντήσει τον Πατέρα του. Ο ίδιος ο Πατέρας έχει σπεύσει να τον αγκαλιάσει και να τον ασπαστεί.
Συνέχεια λοιπόν και συμπλήρωμα, η σημερινή παραβολή, της παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου. Και η πρώτη και η δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου για το ίδιο ακριβώς πράγμα μιλούν
Την απελπιστική κατάσταση στην οποία φθάνει ο κάθε αμαρτωλός.
Την ανάγκη μετανοίας για κάθε άνθρωπο και τα σωτήρια αποτελέσματα της.
Το μέγεθος της θείας ευσπλαχνίας, στην οποία μπορούν να στηρίζονται και οι πλέον αμαρτωλοί, ώστε να μη φθάνουν ποτέ στην απελπισία. Κανένα αμάρτημα, όσο μεγάλο κι αν θεωρείται, δεν μπορεί να υπερνικήσει τη φιλάνθρωπη γνώμη του Θεού και η αποφυγή του αισθήματος της αυτάρκειας του δικαιωμένου, όπως θεωρούσε τον εαυτό του ο πρεσβύτερος υιός και ο Φαρισαίος.
Προβάλλεται λοιπόν και τονίζεται ιδιαίτερα την Κυριακή αυτή, το ενθαρρυντικό παράδειγμα του αμαρτωλού, που, ενώ σπαταλά την πατρική περιουσία, ξοδεύει τη ψυχή του, «ζων ασώτως», δεν απελπίζεται, δεν συντρίβεται από το βάρος των συμφορών, δεν περιέρχεται σε απόγνωση. Επιστρέφει προς τον εύσπλαχνο πατέρα ταπεινωμένος, μετανοημένος, ζητώντας το έλεος και τη συγγνώμη του. Και του απευθύνει θερμή ικεσία: «Πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου...». Αυτό το παράδειγμα της μετανοίας και της ορθής προσευχής, της εν συντριβή καρδίας, ενσαρκωμένο στον άσωτο της παραβολής, μας το προβάλλει προς μίμηση η Εκκλησία και μας καλεί, τα άσωτα παιδιά του Πατέρα, να γυρίσουμε στην αγκαλιά Του ζητώντας συγγνώμη όπως ο υιός της παραβολής.
Αδελφοί μου.
Η μετάνοια τού Ασώτου έγινε αποδεκτή από τον Πατέρα γενναιόδωρα. Και αυτή η μετάνοιά του δεν ήταν μόνο επίγνωση μίας κατάστασης, της απομάκρυνσης δηλαδή απ’ το Πατρικό σπίτι, αλλά ήταν κάτι που έφτασε σε όλα τα σημεία της προσωπικότητάς του. Και γι’ αυτό ο Πατέρας τον σημάδεψε με την πρώτη στολή, με το δαχτυλίδι στο χέρι και με τα καινούργια παπούτσια. Στους περισσότερους από μας η μετάνοια παραμένει μόνο στην αίσθηση ένοχής και στις τύψεις τής συνείδησης. Μπορεί και να τα ξεπεράσει λίγο και να φτάσει μέχρι τη δήλωση τού «ήμαρτον» ενώπιον τού Πατέρα και την αίτηση συγχώρεσης. Όμως η προσδοκία μας αρκείται στην ανακούφιση από τις ενοχές μας και στη σχεδόν τυπική επανεγκατάσταση στο σπίτι του Πατέρα, την Εκκλησιά. Έτσι, η μετάνοιά μας δεν είναι σίγουρη και αποφασιστική, δεν φτάνει στα βαθύτερα σημεία του εαυτού μας, δεν εγκαθίσταται στην καρδιά μας· σχεδόν δεν πείθει ούτε εμάς τούς ιδίους. Μάς απασχολεί περισσότερο μήπως χάσουμε την τυπική σχέση πού έχουμε με το Θεό και πέσουμε στο φαύλο κύκλο των τύψεων της συνείδησης, των ενοχών και της ανακούφισης απ’ αυτά. Γι’ αυτό, αντί να πατούμε τις κακές έξεις, τις κακές επιθυμίες, τα άσχημα συναισθήματα, πέφτουμε εύκολα θύματα τού Σατανά, και μένουμε συνεχώς στο κατώφλι τού πατρικού σπιτιού, με το ένα πόδι μέσα και το άλλο έξω, και ποτέ ολόκληροι εντός τής οικίας. Κι αυτό συμβαίνει γιατί δεν έχουμε καταλάβει τι είδους πατέρα έχουμε.
Βλέπετε ότι πίσω από την παραβολή αποκαλύπτεται ένας Θεός πού σκέφτεται όπως ένας πατέρας απέναντι στα παιδιά του‚ ένας Πατέρας που είναι διαρκώς ανήσυχος: είδε τον Άσωτο να έρχεται από τόσο μακριά επειδή ήταν ανήσυχος και είχε τα μάτια του προσηλωμένα στο δρόμο τής επιστροφής — κοιτάει αν έρχονται τα παιδιά του. Έτσι σκέφτεται και ενεργεί αυτός ο Πατέρας. Δεν ζητάει λογαριασμούς — δεν ζήτησε από τον ‘Άσωτο τίποτε, τού φτάνει «ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαυνε», τού αρκεί το ότι γύρισε πίσω και είναι καλά στην υγειά του.
Αδελφοί μου! Μέσα σε τούτη την παραβολή, τού Ασώτου, κρύβεται όλη η ζωή των ανθρώπων· και των αγίων και των αμαρτωλών. Και κρύβεται επίσης ο τρόπος με τον οποίο σκέπτεται ό Θεός και αντιμετωπίζει τούς ανθρώπους. Γι’ αυτό και αυτή ή παραβολή τοποθετήθηκε τώρα, στην αρχή τού Τριωδίου: διότι αυτή είναι Περίοδος πού μάς υπενθυμίζει τι ακριβώς μάς χάρισε ό Θεός, πού μάς καλεί και ποιο πρέπει να είναι το μέλλον μας.
Αγαπητοί Χριστιανοί!
Ο Κύριος ήλθε στο κόσμο για τη σωτηρία των αμαρτωλών. Γνωρίζει ότι είμαστε αμαρτωλοί, άσωτοι και παραστρατημένοι. Η πατρική αγκαλιά του είναι ανοιχτή. Το έλεός του ανέχεται και η μακροθυμία του υπομένει και αναμένει το χαμένο πρόβατο. Η παραβολή του ασώτου είναι το μεγάλο μάθημα. Τώρα μάλιστα στο κατώφλι της Μεγάλης και Αγίας Τεσσαρακοστής, η Εκκλησία καλεί τον καθένα μας σε συναίσθηση και στη μεγάλη απόφαση: «Ἀναστάς πορεύσομαι πρὸς τὸν Πατέρα μου». Ο Χριστός αποπλύνει τους ρύπους της ψυχής με το Τίμιο Αίμα του, ενδύει με την στολή της αγιότητας, δίνει τον αρραβώνα του Πνεύματος και τα υποδήματα της αρετής και παραθέτει την τράπεζα της αληθινής χαράς. Ένα μόνο χρειάζεται από μας την μετάνοιά μας. Αυτό είναι το μεγάλο θαύμα. Όσοι μετανοούν είναι οι νεκροί που ανασταίνονται. Οι χαμένοι που ξαναβρίσκονται. Εμπρός λοιπόν, όσοι ακολουθήσαμε τον άσωτο στο δρόμο της αποστασίας, ας τον ακολουθήσουμε μέχρι τέλους στο δρόμο της επιστροφής και της μετάνοιας. Ας σπάσουμε τα δεσμά της αμαρτίας και ας πάρουμε την μεγάλη απόφαση της επιστροφής. Και όταν μετά την κουραστική περιπλάνηση αξιωθούμε επί τέλους να βρεθούμε μπροστά στην ευσπλαχνία του Θεού ας μη διστάσουμε να γονατίσουμε ταπεινά μπροστά του και να πούμε: «Τήν τοῦ ἀσώτου φωνήν προσφέρω σοι, Κύριε. Ἥμαρτον ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν σου, ἀγαθέ, ἐσκόρπισα τόν πλοῦτον τῶν χαρισμάτων σου· ἀλλά δέξαι με μετανοῦντα, Σωτήρ, καί σῶσόν με».