Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
(8 Μαΐου)
Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής
Ιωάννης είναι ο υψιπέτης αετός της Θεολογίας. Έγραψε το θεολογικότερο των
Ευαγγελίων. Η Εκκλησία του απένειμε την προσωνυμία του Θεολόγου και στην
αγιογραφία εικονίζεται με έναν αετό κοντά στο κεφάλι του. Είναι όμως και ο
Ευαγγελιστής της αγάπης. Όχι μόνο γιατί αναφέρεται συνεχώς στην αγάπη, αλλά
κυρίως γιατί την βίωνε και την εξέφραζε. Ήταν ο “μαθητής “όν ηγάπα ο Ιησούς”,
αλλά και αυτός αγαπούσε πολύ τον Διδάσκαλό του. Τον ακολούθησε και στις πιο
δύσκολες ώρες της επίγειας ζωής Του. Όταν οι άλλοι μαθητές ήσαν κρυμμένοι “διά
τον φόβον των Ιουδαίων”, αυτός ήταν παρων στην σύλληψή Του, στην “δίκη” και
στον Γολγοθά, όπου κάτω από τον Σταυρό του εμπιστεύθηκε ο Χριστός την μητέρα
Του. Μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και τον Πέτρο αποτελούσαν την τριάδα τον
μαθητών που έλαβε μαζί του ο Χριστός στην ανάσταση της κόρης του Ιαείρου, στο
όρος Θαβώρ, όπου “μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών”, καθώς και στην Γεθσημανή, όπου
προσευχήθηκε πριν από το πάθος Του.
Αγαπούσε και όλο τον κόσμο, γιατί όποιος αγαπά τον Θεό αγαπά και
ό,τι Αυτός δημιούργησε και κυρίως τους συνανθρώπους του. Όλους ανεξαιρέτως,
εχθρούς και φίλους χωρίς διακρίσεις. Με μια αγάπη αληθινή απαλλαγμένη από
ιδιοτέλειες, συμφέροντα και ρατσισμό, που είναι γνωρίσματα ακαθάρτων και
εμπαθών ανθρώπων. Οι άγιοι ως απαθείς και κεκαθαρμένοι, βιώνουν την αυθεντική
αγάπη που αγκαλιάζει και τους εχθρούς. Στην νήσο Πάτμο όπου βρισκόταν εξόριστος,
εξ αιτίας αυτής του της αγάπης, αξιώθηκε να δη και να καταγράψη την Αποκάλυψη.
Συνέγραψε, επίσης, και τρεις θαυμάσιες επιστολές.
Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο αρχίζει να αφηγείται
τα της ζωής του Χριστού, στο Ευαγγέλιο που συνέγραψε. “Εν αρχή ήν ο Λόγος και ο
Λόγος ήν προς τον Θεόν και Θεός ήν ο Λόγος· πάντα δι’ αυτού εγένετο και χωρίς
αυτού εγένετο ουδέ έν ό γέγονεν· εν αυτώ ζωή ήν, και η ζωή ήν το φως των
ανθρώπων. Και το φως εν τη σκοτία φαίνει και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν”. Δηλαδή,
κατά την αρχήν (τής δημιουργίας) υπήρχεν ο Λόγος και ο Λόγος ήταν προς τον Θεόν
και Θεός ήταν ο Λόγος. Αυτός υπήρχε εν αρχή προς τον Θεόν. Όλα έγιναν δι’ αυτού
και χωρίς αυτόν τίποτε δεν έγινε από όσα έχουν γίνει. Μέσα σε Αυτόν υπήρχε ζωή
και η ζωή ήταν το φως των ανθρώπων. Και το φως φωτίζει στο σκοτάδι και το
σκοτάδι δεν το κατενίκησε.
Αρχίζει με την θεμελειώδη αλήθεια ότι ο Λόγος, το δεύτερο πρόσωπο
της Αγίας Τριάδος, είναι τέλειος Θεός και υπήρχε πάντοτε ενωμένος με τον
Πατέρα. Δεν υπήρξε περίοδος που δεν υπήρχε. Γεννάται αϊδίως από το Πατέρα και
είναι άναρχος και ατελεύτητος. Υπήρχε προ της δημιουργίας, αφού αυτός είναι ο
δημιουργός του κόσμου, με την έννοιαν ότι όλα τα δημιουργήματα, ορατά και
αόρατα, έγιναν δι’ αυτού. Δηλαδή τα πάντα δημιούργησε ο Τριαδικός Θεός “ο Πατήρ
δι’ Υιού εν Πνεύματι Αγίω”. Ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι η ζωή και το φώς,
που φωτίζει τους ανθρώπους, εννοείται τους δεκτικούς φωτισμού. Αυτούς που έχουν
τις προϋποθέσεις να δούν αυτό το φώς, που δεν είναι κτιστό και αισθητό, αλλά
άκτιστο. Ο Θεός είναι άκτιστος και επομένως και οι ενέργειές Του είναι
άκτιστες. Και υπάρχει χαώδης διαφορά μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Το κτιστό
είναι πεπερασμένο, υπόκειται στην φθορά και στον θάνατο, δεν δύναται να
αναγεννήση και να σώση, ενώ το άκτιστο, ο άγιος Τριαδικός Θεός, είναι άναρχος
και ατελεύτητος, είναι το φως και η ζωή των ανθρώπων. Όσοι ζουν στο σκότος των
παθών δεν μπορούν ούτε να αντιληφθούν την ύπαρξη αυτού του φωτός, που δεν
μπορεί να το κατανικήση κανένα σκοτάδι αμαρτίας ή πλάνης ή αίρεσης. Αυτό το
φώς, που είναι η δόξα του Χριστού, το είδε ο Ιωάννης στο όρος Θαβώρ, μαζί με
τον Πέτρο και τον Ιάκωβο, “καθώς ηδύνατο”. Μαρτυρεί και ομολογεί για αυτά που
είδε, άκουσε, αισθάνθηκε, οσφράνθηκε και βίωσε σε όλη του την ύπαρξη, η οποία
μεταμορφώθηκε. Γιατί στο Θαβώρ έχουμε μεταμόρφωση του Χριστού αλλά και
μεταμόρφωση των μαθητών. Μεταμορφώθηκαν τα αισθητά τους μάτια, για να μπορέσουν
να δούν εκείνο το φώς. “Το φως εκείνο δεν ήταν αισθητό, ούτε οι ορώντες έβλεπαν
με απλούς αισθητούς οφθαλμούς. Οι οφθαλμοί των μαθητών μετασκευάσθηκαν με την
δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Για την θέα του Φωτός εκείνου “τυφλοί εισιν οι κατά
φύσιν ορώντες οφθαλμοί”. Γι’ αυτό και οι Μαθηταί “ενηλλάγησαν και ούτω την
εναλλαγήν είδον”. Έχουμε λοιπόν μεταμόρφωση και των Μαθητών για να αξιωθούν να
δούν την δόξα του Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου” (Μητροπολίτου Ναυπάκτου
και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως αγιορείτης, β’ έκδ.,
σελ.345-346).
Υπαρχουν και σήμερα άγιοι που έχουν εμπειρίες ανάλογες με εκείνες
των αγίων Αποστόλων. Βιώνουν, δηλαδή, τα τρία στάδια της πνευματικής ζωής, ήτοι
την κάθαρση της καρδιάς, τον φωτισμό του νού και την θεωρία του ακτίστου φωτός.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία διασώζει ανόθευτη την πίστη, όπως την παρέδωσαν ο Χριστός
και οι Απόστολοι, καθώς και τον τρόπο θεραπείας της ψυχής από τα πάθη. Οι
εμπαθείς δεν μπορούν να αγαπούν αληθινά, γιατί ανακατεύουν την αγάπη με την
ιδιοτέλεια και το συμφέρον. Και είναι γνωστό από την Ιστορία, αλλά και από τα
πρόσφατα γεγονότα, ότι τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην ανθρωπότητα έχουν
διαπραχθεί στο όνομα της αγάπης και του δικαίου. Η αυθεντική αγάπη έχει σχέση
με την ορθή πίστη και την εσωτερική καθαρότητα και δεν εκφράζεται “λόγω μηδέ τη
γλώσση, αλλ’ εν έργω και αληθεία” (Α’ Ιωάν. γ,18).