«Και είπεν αυτή, μη κλαίε"{ Λουκ. ζ'13)
Πολύ δύσκολο να πείσεις
μια μάνα, και μάλιστα χήρα, που κηδεύει το μοναχογιό της, να μην κλαίει. Να μην
νοιώθει αβάσταχτο τον πόνο στην ψυχή της. Να σκέπτεται με απελπισία, εκτός των
άλλων, ότι μένει μόνη της χωρίς προστάτη. Να μένει μόνη, σε μια κοινωνία στην
οποία δύσκολα θα αντιμετώπιζε τα προβλήματα επιβίωσης, τα προβλήματα της ζωής.
Πραγματικά ήταν ένα πολύ θλιβερό γεγονός. Γεγονός που δεν άφησε ασυγκίνητο τον
Θεάνθρωπο Ιησού. «Είπεν αυτή, μη κλαίε». Απευθύνεται στη δύστυχη μάνα και της
ζητά να μην κλαίει. Μπορεί ο καθένας μας να φανταστεί την αξιολύπητη εικόνα που
παρουσίαζε η δυστυχισμένη και απελπισμένη μάνα. Ξάγρυπνη και μαυροφορεμένη,
υποβασταζόμενη, ίσως, από κάποιες γυναίκες, να κραυγάζει γοερά. Γνωρίζει ωστόσο
ότι με το κλάμα της δεν πρόκειται να φέρει τον μονάκριβο και αγαπημένο της γιο
πίσω. Είναι όμως μια φυσική και απόλυτα κατανοητή ανθρώπινη αντίδραση, με την
οποία όλοι μας, άλλος πολύ και άλλος λίγο, προσπαθούμε να βρούμε ανακούφιση. Το
να μην κλαίει κανείς σε τέτοιες περιπτώσεις ή έστω να μην θλίβεται βαθύτατα,
δεν είναι φυσικό. Γιατί μάς είναι αδύνατο, αλλά και αδιανόητο να
αντιμετωπίσουμε με αδιαφορία ή και αναισθησία αυτόν τον χωρίς επιστροφή
αποχωρισμό. Και ασφαλώς ο Χριστός δεν τής ζητά να παύσει να κλαίει, σαν να μην
συμβαίνει τίποτε. Αλλά «ευσπλαχνίσθη επ' αυτή». Την λυπήθηκε. Την είδε,
κατάλαβε το πρόβλημά της και την μεγάλη της στενοχώρια και χωρίς καθυστέρηση
έσπευσε να λύσει το πρόβλημά της. Απευθύνεται τώρα προς την σορό του νεκρού
γιου της χήρας και διατάσσει. «Νεανίσκε, σοι λέγω εγέρθητι». Έκπληκτοι
σταματούν όλοι. Η εντολή του Κυρίου, απλή, σαφής αλλά κατηγορηματική, δεν
επιδέχεται αντίρρηση. Η πορεία της νεκρώσιμης εκφοράς σταματά. Κανείς ασφαλώς
δεν περιμένει από τον νεκρό, εδώ και ένα εικοσιτετράωρο, νεαρό, υπακούοντας στην
εντολή του Ιησού, να σηκωθεί από το νεκροκρέβατο. Νεαρέ μου, σε σένα ομιλώ,
σήκω. Ο εξουσιαστής της ζωής και του θανάτου, δίδει την εντολή. Το θαύμα έγινε.
Ο νεαρός ανακάθισε και άρχισε να ομιλεί. Ο Κύριος τον έπιασε από το χέρι και
τον παρέδωσε ζώντα στην μητέρα του. Είναι περιττό νομίζω να περιγράψουμε εδώ
την έκπληξη, τον θαυμασμό και τις προς τον Θεόν δοξολογίες του λαού που
ακολουθούσε τον μέχρι πριν λίγο νεκρό νεανίσκο.
Το σημερινό θαύμα,
αγαπητοί μου αδελφοί, προσφέρει την ευκαιρία να σκεφτούμε μερικές αλήθειες.
Φυσικά πρώτα - πρώτα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο χριστιανός σε καμιά περίπτωση
δεν επιτρέπεται να απελπισθεί εξ αιτίας ενός θανάτου. Κι' αυτό γιατί πιστεύει
στην μετά θάνατο ζωή. Γνωρίζει ότι είναι περαστικός από αυτή τη γη. Και το μόνο
βέβαιο, στο χρόνο που ο Κύριος θα επιτρέψει να βρισκόμαστε εδώ, είναι ο θάνατος.
Γι' αυτό και πρέπει συνεχώς να προετοιμαζόμαστε με τα κατάλληλα έργα, σύμφωνα
με το θέλημα του Θεού, για την αποχώρησή μας από τον κόσμο αυτό, για να
περάσουμε στην αιώνια βασιλεία του Θεού.
Μια δεύτερη αλήθεια
είναι ότι πρέπει να πεισθούμε ότι δεν είμαστε μόνοι και απροστάτευτοι.
Αντιμετωπίζουμε πληθώρα προβλημάτων, δυσκολιών καθημερινών. Απογοητευόμαστε.
Απελπιζόμαστε και σταματάμε κάποτε και τις προσπάθειές μας. Χάνουμε τον ύπνο
μας. Συγκρουόμαστε χωρίς λόγο, πολλές φορές, με τους συνανθρώπους μας,
συγγενείς, φίλους. Προσπαθούμε χρησιμοποιώντας τις δυνάμεις μας, το νου μας, να
λύσουμε τα προβλήματά μας, και καλά κάνουμε. Αλλά η προσπάθεια μας πρέπει να
επεκτείνεται πέραν από τις ανθρώπινες δυνάμεις ή την βοήθεια των άλλων. Θα
πρέπει να περιλαμβάνει και ένα άλλο παράγοντα. Στον παράγοντα αυτόν να ακουμπά
με απόλυτη εμπιστοσύνη. Και παράγων αυτός, είναι ο προστάτης μας, Πανάγαθος
Θεός. Βρίσκεται πάντοτε κοντά μας. Αρκεί να γυρίσουμε τα μάτια μας προς αυτόν.
Αρκεί να Του το ζητήσουμε, άλλοτε με μια άφωνη εσωτερική δέηση και άλλοτε με
μια παρακλητική προσευχή.
Και ένα τελευταίο,
αγαπητοί μου αδελφοί. Τι περίμενε άραγε η δύστυχη και απελπισμένη μητέρα
συνοδεύοντας τον μονάκριβό της στο τελευταίο του ταξίδι. Τι περίμενε εκτός από
μοναξιές, εκτός από βάσανα και στερήσεις. Και όμως εκεί που όλα γύρω της
φάνταζαν μαύρα και σκοτεινά, χωρίς καμιά ελπίδα, παρουσιάζεται ο Κύριος. Δίνει
τη ζωή στο γιο της, χωρίς κάποιος να Του το ζητήσει. Δίνει στην χαμένη στην
απελπισία της, χήρα, την απρόσμενη και απέραντη χαρά. Γι' αυτό, αγαπητοί μου,
εκείνο που χρειάζεται είναι όχι μόνο να επιζητούμε την παρουσία και βοήθεια του
Θεού στη ζωή μας και να προσευχόμαστε γι' αυτό. Εκείνο που είναι αναγκαίο,
είναι να βλέπουμε το χέρι του Θεού στην καθημερινή μας ζωή. Μπορεί να μη
συμβαίνουν κάθε μέρα, μεγάλα και κραυγαλέα θαύματα, αν και για τον Θεό δεν
υπάρχει κάτι αδύνατο. Αλλά η ζωή μας είναι γεμάτη από μικρές αλλά τόσο
αναγκαίες επεμβάσεις του Θεού. Μικρά θαύματα. Απρόσμενες λύσεις σε αδιέξοδα.
Συμβαίνουν γεγονότα που εύκολα αποδίδουμε στις ικανότητές μας, λες και δεν
είναι ο Θεός που μάς τις χάρισε. 'Η τα αποδίδουμε στη βοήθεια κάποιων ανθρώπων
και λησμονούμε ότι και αυτοί εκτελούν έργο Θεού βοηθώντας μας στις δυσκολίες.
Λοιπόν, να έχουμε ανοιχτά τα μάτια της ψυχής μας. Να βλέπουμε την παρουσία του
Θεού στα μικρά και τα μεγάλα. Και όπως οι ακολουθούντες τον νεανίσκο «εδόξαζαν
τον Θεόν», διαπιστώνοντας «ότι επεσκέψατο ο Θεός τον λαόν αυτού», να
δοξολογούμε και εμείς τον Θεό γιατί παρά τα λάθη και τις αμαρτίες μας, μας
επισκέφτηκε και βρίσκεται πάντοτε κοντά μας, βοηθός, προστάτης και συμπαραστάτης.
Αμήν
Δ.Γ.Σ.