Παράδεισος και Κόλαση
Ήταν ένας πλούσιος πού ζούσε καθημερινά πλουσιοπάροχα και πολυτελέστατα, ου απελάμβανε όλα
αγαθά, που
ήθελε όλοι οι άλλοι να τον υπηρετούν και να τον φροντίζουν, ενώ αυτός δεν
πρόσφερε τίποτε, ούτε καν τα περισσεύματα των αγαθών του, αυτά που είχε για
πέταμα Και τούτο το βλέπουμε να αποτυπώνεται στη στάση που τηρούσε απέναντι
στον πτωχό Λάζαρο.
Ήτανε λοιπόν και ο Λάζαρος
που ζούσε την καθημερινότητά του μέσα από την φτώχεια και τη βαριά αρρώστια
του. Ο Λάζαρος που προσπαθούσε να χορτάσει με ψίχουλα που έπεφταν από το
τραπέζι του πλουσίου. Ο Λάζαρος που ζούσε και έτρωγε, ό,τι έτρωγε, παρέα με τα
σκυλιά.
Ήλθε όμως η ώρα του θανάτου και για τους δυο. Και
για τον πλούσιο και για τον φτωχό. Η ώρα, η πιο αληθινή και αναπόφευκτη ώρα, η
ώρα που δεν ξεχωρίζει ούτε φτωχούς, ούτε αρχοντάδες. Και ο μεν πλούσιος
βασανιζότανε στην άλλη του ζωή, ενώ ο φτωχός, ο Λάζαρος, απελάμβανε πλουσιοπάροχα στους κόλπους του Αβραάμ τη χαρά που είχε στερηθεί παντελώς στη ζωή του.
Ζητά έλεος τώρα ο πλούσιος. Ζητά εναγώνια ευσπλαχνία
παρακαλεί να πάει κοντά του ο Λάζαρος, που τόσο τον είχε λοιδορήσει, για λίγη βοήθεια.
Μάταια όμως!
Δεν μπορεί να γίνει κάτι. Δεν γίνεται πλέον ούτε ο Λάζαρος, ούτε και κανένας
άλλος να δώσει χέρι βοηθείας.
Και έτσι ο μεν
πλούσιος, υπάρχει πλέον στα βάσανά του αιώνια, ο δε Λάζαρος στη μακαριότητά του.
Αλίμονο! Αν όλα τελείωναν
με το κλείσιμο των ματιών μας,. αν μετά το θάνατο όλα τέλειωναν, τότε ο
πλούσιος θα ήταν ο «τυχερός της ζωής» και ο ταλαίπωρος Λάζαρος θα ήταν το θύμα
και ο ανόητος που αφήνει την ζωή του να παρατείνεται μέσα στα βάσανα….
Είναι όμως έτσι τα
πράγματα;
Αδελφοί μου, διαβάζοντας
για τον πλούσιο και το Λάζαρο ανοίγεται μπροστά στα μάτια μας η πραγματικότητα όχι μόνο για την ύπαρξη μια άλλης, μιας αιώνιας, ατέλειωτης ζωής αλλά και για το πως είναι σ’ αυτή τα πράγματα.
Ζούνε εκεί και οι δυο. Πλούσιος και φτωχός. Ο τυχερός της επίγειας ζωής μα και
ο άτυχος. ο κατατρεγμένος. Ζούνε εκεί όλοι. Θα ζούμε εκεί όλοι. Πως ζει όμως ο
καθένας; Τούτο είναι το μεγάλο και το κύριο ερώτημα. Θα ζούμε, αλλά πώς;
Αυτό το
πώς το βλέπουμε σήμερα ξεκάθαρα μέσα από τη εκεί ζωή του πλούσιου
και του Λάζαρου. Όχι δυο τόποι. αλλά δυο τρόποι. Όχι καζάνια και φωτιές και πίσσες και μαύροι με
τρίαινες όπως δείχνουν και κάποιες ανορθόδοξες παραστάσεις και όπως ακούγαμε
παλιότερα αλλά η
μακαριότητα και η απόλαυση από τη μια, η στέρηση, η
οδύνη, η δυσχέρεια από την άλλη. Ο
παράδεισος και η κόλαση. Πνευματική κατάσταση η μια, πνευματική και η άλλη.
Εκείνο όμως πού εντυπωσιάζει είναι η ύπαρξη χάσματος ανάμεσα στις ψυχές πού απολαμβάνουν και στις ψυχές που στερούνται. Τι είναι άραγε αετό το χάσμα, αφού λέμε πως δε μιλάμε για τόπο ζωής μα για τρόπο
ζωής;
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας εξηγούν. Μας λένε πως το χάσμα αυτό το αδιαπέραστο, φυσικά και δεν είναι τόπος, φυσικά και δεν υπάρχει
χαντάκι για να ξεχωρίζει τους μεν από τους δε, ούτε βέβαια και το
δημιούργησε ο Θεάς της αγάπης. Το δημιουργούμε εμείς. Το
δημιουργεί ο κάθε άνθρωπος από μόνος του. Το δημιουργεί η εμμονή του σε ένα εγωιστικό, απάνθρωπο και μισάνθρωπο, σε ένα ανόητο
και άσπλαχνο τρόπο ζωής. Το χάσμα
δημιουργείται στη ψυχή μας και εκδηλώνεται στο τρόπο που ζούμε. Έτσι δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αιώνια συναίσθηση της αμαρτωλότητας από μέρους της ψυχής απέναντι στην αγάπη και την αγιότητα του Θεού και όλων των άλλων που ζούνε ευτυχισμένοι κοντά του. Είπαμε: Αλίμονο αν όλα
τελείωναν εδώ και τώρα. Αλίμονο σε όσους Λάζαρους κάνουν Ιώβεια υπομονή
στην ζωή τους, αναμένοντας την
ανταπόδοση του ουρανού. Και
όσο
περισσότερο έντονη είναι αυτή ἡ
συναίσθηση της μακράν του Θεού αιωνιότητάς μας, τόσο και η ψυχή αισθάνεται να τη χωρίζει από το Θεό ένα χάσμα γιατί
δεν τον πίστεψε και δεν τον αγάπησε.
Έτσι λοιπόν στερείται τη ζωή με και κοντά στο Θεό, τη δόξα και τη μακαριότητά του και συνάμα δεν μπορεί να επικοινωνεί και με τις ψυχές των άλλων δικαίων. Βλέπει ὁ πλούσιος το Λάζαρο τον οποίο μπορεί ακόμη και να
αναγνωρίσει, αλλά δεν έχει τη
δυνατότητα να επικοινωνήσει μαζί του. Και όπως μας λένε οι πατέρες η αμαρτωλή ψυχή ενώ βλέπει και αναγνωρίζει τους πιστούς και τους δικαίους που ζουν τον παράδεισο, όμως δεν μπορούν να δουν και να αναγνωρίσουν τις άλλες αμαρτωλές ψυχές. Δηλαδή δεν αναγνωρίζει η μια την άλλη, γιατί είναι στερημένες αυτής της παραμυθίας
όπως λέει ὁ Ι. Χρυσόστομος. Μάλιστα ο Άγιος Μάξιμος ὁ Ομολογητής μας λέει ὅτι « αυτό ακριβώς είναι και το αιώνιο πυρ και ο ατελεύτητος σκώληκας»
Αντίθετα, οι ψυχές των πιστών και των δικαίων αναγνωρίζουν η μια την άλλη γεγονός που αυξάνει την ευφροσύνη τους. «Στους σωζομένους έχει δοθεί από το Θεό η χάρη να είναι μαζί και να συνευφραίνονται» μας τονίζει ο Μέγας Αθανάσιος.
Χαρά λοιπόν και ευφροσύνη αποτελούν τό παράδεισο,
στέρηση και αφόρητη μοναξιά την κόλαση.
Αδελφοί μου!
Αντί να κλαίμε και θα
κλαίμε ατέλειωτα, αύριο για μια κατάσταση αφόρητη και ζοφερή, ας κάνουμε από
τώρα τους λογαριασμούς μας. Ας κάνουμε σήμερα, τώρα, αυτό που μπορούμε. Μας
συμβουλεύει ο ιεράς Χρυσόστομος λέγοντας: «Κανείς δεν μπορεί να μας γλυτώσει
την ήμερα εκείνη από τα χάσμα αυτό, εάν από αυτή τη Ζωή δεν προσέξουμε, εάν δεν
εκμεταλλευτούμε τα πνευματικά εφόδια αυτής της ζωής». Και συνεχίζει: «Πρόλαβε
με τη μετάνοια και την επιστροφή την έξοδο της ψυχής σου, μήπως έλθει ξαφνικά ο
θάνατος και δεν θα έχει πλέον ισχύ η θεραπεία της μετανοίας». Στον Άδη μετάνοια
δεν υπάρχει.