ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 2022
« Η πιο φοβερή δύναμη στον κόσμο είναι ο Χρόνος, ο
Καιρός . Καλά - καλά τι είναι αυτή η
δύναμη δεν το ξέρει κανένας, κι όσοι θελήσανε να την προσδιορίσουνε , μάταια
πασκίσανε. Το μυστήριο του Χρόνου απόμεινε ακατανόητο κι ας μας φαίνεται τόσο
φυσικός αυτός ο Χρόνος. Τον ίδιο το Χρόνο δεν μπορούμε να τον καταλάβουμε τι
είναι, αλλά τον νοιώθουμε μονάχα από την ενέργεια που κάνει, από τα σημάδια που
αφήνει απάνω στην πλάση. Η μυστηριώδης πνοή του όλα τ’ αλλάζει …
Αν λείψει
ο χρόνος , θα λείψουνε όλα τα πάντα. Αυτός τα γεννά, κι αυτός πάλι τα λιώνει,
τα κάνει θρύψαλα, και τα εξαφανίζει …
Ω ! Ποιος θα πιάσει αυτόν τον κλέφτη , που μέρα
–νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι , την ώρα που κοιμόμαστε και την ώρα που είμαστε ξυπνητοί,
αδιάκοπα, χωρίς να σταματήσει μήτε όσο ανοιγοκλείνει το μάτι μας, τριγυρίζει
παντού, ολόγυρα μας, μέσα μας, στο φως
και στο σκοτάδι, μπαίνει σε κάθε
μέρος, στον ουρανό που γυρίζουνε τ’
άστρα, και στα καταχθόνια, σε κάθε στεριά και σε κάθε θάλασσα, σε κάθε τρύπα,
σε κάθε ζωντανό κι άψυχο, σε κάθε αρμό του βράχου, σε κάθε καρδιά, κι όλα τα
παλιώνει, τα τρίβει σαν τη μυλόπετρα, τα κάνει σκόνη. και πάλι από την άλλη
μεριά ο ίδιος φτιάνει κάθε λογής κτίσμα
και πλάσμα, κάθε τι που υπάρχει σε τούτον τον κόσμο !…».
Προσπαθώντας, να βρω λόγια κατάλληλα για να υπογραμμίσουμε κι εφέτος την είσοδο μας στον καινούριο χρόνο,
σταματήσαμε στα εμπνευσμένα και σημαδιακά αυτά λόγια, του άρχοντα της νεοελληνικής λογοτεχνίας και
κορυφαίου Ελληνορθόδοξου στοχαστή και αγιογράφου , του μακαριστού Φώτη
Κόντογλου .
Πράγματι, θέλοντας και μη,
κάθε φορά που το πόδι μας ξεπηδά το κατώφλι ενός καινούριου χρόνου , κάθε φορά
που αποχαιρετούμε αυτόν που σαν χθες τραγουδούσαμε και υποδεχόμασταν με τόσες
ευχές, με τόσες ελπίδες και προσδοκίες, είναι αδύνατο να μην προβληματιστούμε
και γύρω από την έννοια και το αίσθημα του χρόνου. Του χρόνου που όπως
προαναφέραμε ο Κόντογλου χαρακτήρισε σαν φοβερή και ανεξιχνίαστη δύναμη. Δύναμη
που αδυνατούμε να κατανοήσουμε και να προσδιορίσαμε. Το μόνο που μπορέσαμε να
κάνουμε είναι, οι κάποιες οριοθετήσεις, οι κάποιοι διαχωρισμοί στην αεναότητα του χρόνου, κάποια όρια στην
αιωνιότητα, αν είναι δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο , τυπικά και μόνο, και
αποκλειστικά για δική μας ευκολία και
συνεννόηση. Στην πραγματικότητα όμως την ζωή μας μέσα στο χρόνο δεν την καθορίζουν οι αριθμοί
–έτσι κι αλλιώς εμείς τους καθορίσαμε κι
αυτούς – αλλά η στάση μας μέσα σ’ αυτόν,
ο τρόπος που θα τον χειριστούμε.
«Γι’ αυτό ακριβώς, σημειώνει και πάλι ο Κόντογλου,
στεκόμαστε περίφοβοι μπροστά στον καινούριο χρόνο μπροστά σ’ ένα τεχνητό
χώρισμα, που βάλαμε στο πέλαγος του καιρού εμείς οι άνθρωποι, σαν να μην είναι
η κάθε μέρα αρχή καινούριου χρόνου ».
Πρωτοχρονιά
λοιπόν και πάλι, αγαπητοί αδελφοί. Γέλια και χαρές, ευχές και πανηγυρισμοί,
δώρα, έστω και εν μέσω κρίσεων και μνημονίων και ξεφαντώματα, ρεβεγιόν, λαμπερές
επιδείξεις, με προσποιητά χαμόγελα … προγράμματα, ελπίδες, προσδοκίες.
Και λοιπόν! Μόνο η πρώτη του Γενάρη είναι μέρα πρόσφορη για όλα αυτά; Μόνο σήμερα
έχουμε τη δυνατότητα της ελπίδας, του προγραμματισμού, της ανασκόπησης , του
επαναπροσδιορισμού των πράξεων μας και
της ανασύνταξης των δυνάμεων για κάτι καλύτερο; Μόνο την Πρωτοχρονιά
βλέπουμε τα λάθη μας , τη στραβή πορεία
μας, την ανταρσία μας απέναντι στο Θεό κι αρχίζουμε με νέες αποφάσεις καινούρια όνειρα, αυτοκριτικές και μεγαλόστομα κηρύγματα για <<Νέα πλέον
Εποχή >> ;
Μήπως η κάθε μας μέρα, η κάθε μας ώρα, το κάθε λεπτό
δεν είναι μια καινούρια αρχή; Μήπως σε κάθε στιγμή της ζωής μας δεν μας δίνεται
η ευκαιρία για μια νέα αρχή; Μόνο αυτές τις μέρες που ξεπροβοδίζουμε το χρόνο
που πέρασε και καλοδεχόμαστε τον καινούριο μπορούμε να ψάξουμε για τον τρόπο με
τον οποίο θα υπερβούμε τις δυσκολίες και τα προβλήματα που καθημερινά
επισωρεύουμε στη ζωή μας;
Εμείς όμως
,οι άνθρωποι της <<Ν Εποχής>> και της τρίτης χιλιετίας έχουμε χάσει
το αίσθημα του χρόνου. Τον μετράμε και τον χρησιμοποιούμε υποκειμενικά και κατά
πως μας συμφέρει. Τον μετατρέψαμε σ’ ένα ατέλειωτο άγχος που αδυνατούν ακόμα και τα πιο ισχυρά ψυχοφάρμακα
να μαλακώσουν .Κατέληξε σε ευκαιρία όχι
για έργα και ζωή του πνεύματος ,για ιδανικά και υψηλούς στόχους αλλά σε
ευκαιρία για τυχοδιωκτισμό, ανελέητο κυνήγι του κέρδους ,προσπάθεια για
πρακτική ευτυχία και επιτυχία μόνο για το παρόν. Έγινε τελικά… χρόνος χαμένος.
Αλλά όμως…
Είναι ο χρόνος, δώρο του Θεού πανάκριβο σε μας .
Είναι μαργαριτάρι πολύτιμο που αξίζει όλο το χρήμα , όλους τους θησαυρούς της
γης και ο χρόνος που χάνεται είναι η πιο μεγάλη συμφορά, όπως έλεγε ο Μιχαήλ
Άγγελος . Ο δε Μ Βασίλειος τονίζει ότι: «Ρει γαρ ο χρόνος και ουκ εκδέχεται τον βραδύνοντα». Δεν περιμένει λοιπόν κανέναν
ο χρόνος . Είναι δε η πιο μεγάλη ζημιά που μπορούμε να πάθουμε αν άσκοπα τον σπαταλήσουμε . Και για να
προλάβουμε κάποιες παρερμηνείες και παρεξηγήσεις τονίζουμε κατηγορηματικά ότι, δεν κερδίζει
τον χρόνο του αυτός που τον χρησιμοποιεί για να γίνει μεγάλος και τρανός. Αυτός
που ξημεροβραδιάζεται αγκαλιά με λογαριασμούς και μετοχές για να αβγατίσει το
βιός του. Αυτός που ρουφά σταγόνα –σταγόνα τις απολαύσεις της ύλης γιατί είναι, λέει, λίγη η ζωή και πρέπει να
τη χαρούμε0.
Τον χρόνο τον κερδίζει αυτός
που τον αξιοποιεί με την προοπτική της αιωνιότητας. Αυτός που σύμφωνα με τον Απ. Παύλο πορεύεται τη ζωή
του όχι ως άσοφος αλλά ως σοφός, εξαγοράζοντας τον καιρό του κατά τον καλύτερο
τρόπο γιατί οι μέρες είναι πονηρές. Αυτός που εργάζεται συστηματικά στη διάρκεια
αυτής της πρόσκαιρης ζωής, με σκοπό να κληρονομήσει την ατελεύτητη .Αυτός που
ανταλλάσσει το φευγαλέο παρόν και όλα τα τερπνά του, με την άσβεστη γλυκύτητα
του μέλλοντος. Αυτός που δεν κοιτάζει
πως θα κερδίσει τον κόσμο όλο, αδιαφορώντας για τη ψυχή του και το σπουδαιότερο
δεν την ανταλλάσσει μ’ όλους τους θησαυρούς της γης.
Tι
κάνουμε όμως εμείς; Αγοράζουμε ή ξεπουλάμε την αιωνιότητα; Κερδίζουμε ή χάνουμε
τη ψυχή μας; Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρός Χριστόδουλος σε μια ομιλία του, διαπιστώνει τα εξής. «Η
ζωή μας κατήντησε μια περιπέτεια χωρίς τέλος, όπου ξυπνάμε και αγωνιζόμαστε
καθημερινά για φευγαλέα αγαθά χωρίς οι πιο πολλοί να ξέρουν το βαθύτερο νόημα
της βιοτής τους…Ελάχιστοι, παραμένουν στον αγωνιστικό χώρο της ζωής και
μάχονται να περισώσουν μέσα τους και
δίπλα τους την ανθρωπιά και να παρουσιάσουν με, τη φωτεινή ζωή τους ένα σύνολο
αξιών που δικαιώνει την ύπαρξη τους, και καταξιώνει τον ανθρωπισμό τους…».
«Πρέπει λοιπόν να το καταλάβουμε, συνεχίζει σε άλλο
σημείο, πως ευτυχία δεν θα δούμε –το
χρόνο μας λοιπόν δεν πρόκειται να τον αξιοποιήσουμε—συμπληρώνουμε εμείς—και δεν
θα την απολαύσουμε αν δεν βγούμε από τον εαυτό μας, αν δεν αγκαλιάσουμε όλο τον
κόσμο κι αν δεν μάθουμε πως δεν είμαστε μόνοι εδώ κάτω στη γη, αλλ’ ότι ανήκουμε σε μια μεγάλη
οικογένεια, την οικογένεια των <<τέκνων του Θεού>>. Να η μεγάλη και
αναντικατάστατη αξία της Θρησκείας μας και της Εκκλησίας. …Έξω απ’ αυτήν
υπάρχει σκοτάδι πηχτό κι’ επικίνδυνο, υπάρχει η αλλοτρίωση του ανθρωπίνου
προσώπου, υπάρχει ο εκτροχιασμός από το πνεύμα του Θεού».(Πρωτοχρονιάτικοι
Διαλογισμοί)
Αδελφοί μου. Όσο ο άνθρωπος
ξεχνάει τη θνητότητα του, όσο εργάζεται σαν άσοφος και παντοτινός κυρίαρχος των πάντων ξεχνώντας
ότι <<οι μέρες του είναι μετρημένες>>,τόσο χάνει τον χρόνο του,
τόσο απομακρύνεται απ’ το Θεό. Τόσο οδηγείται στον αφανισμό. Παράλληλα τα πάσης
φύσεως προβλήματα διογκώνονται, τα τραύματα του αιμορραγούν διαρκώς, ο φόβος ,
η αγωνία, η απελπισία τον οδηγούν σε παραλογισμό.
Γι’
αυτό λοιπόν.
Να στηριχθούμε στον Κύριο της ζωής και του θανάτου.
Να στρέψουμε τις ελπίδες μας σ’ Αυτόν που έχει στην εξουσία Του και χρόνους και
καιρούς. Σ’ Αυτόν που μας δίνει πίστωση χρόνου για να κερδίσουμε την
αιωνιότητα.
«Αν θέλεις-σημειώνει ο Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος-να
έχεις κάποιο κέρδος από την Πρωτοχρονιά, κάνε το εξής.: Όταν βλέπεις ότι
συμπληρώθηκε ο χρόνος , ευχαρίστησε τον Κύριο, διότι σε έβαλε σ’ αυτήν την
περίοδο των ετών. Δημιούργησε κατάνυξη στην καρδιά σου, ξαναλογάριασε τον χρόνο
της ζωής σου, πες στον εαυτό σου: Οι μέρες τρέχουν και περνούν τα χρόνια
συμπληρώνονται, πολύ μέρος του δρόμου προχωρήσαμε. Άραγε τι καλό κάναμε; Μήπως
θα φύγουμε από εδώ άδειοι από αρετή; Το δικαστήριο είναι κοντά, η ζωή μας
τρέχει προς το γήρας…».
«Ρει γαρ ο χρόνος και ουκ εκδέχεται τον βραδύνοντα».