Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΕΩ


Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΠΟΚΡΕΩΗ ΖΥΓΑΡΙΆ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ένας Φαρισαίος, αποκομμένος απ’ όλους,  διακηρύττει σαρκαστικά ότι «Ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων». Δεν τους χρειάζομαι τους άλλους. Δεν έχω εγώ καμιά δουλειά μ’ αυτούς.
          Ένας Άσωτος, ζει κι αυτός αρχικά, σ’ ένα κόσμο αλλοτριωμένο. Στον απατηλό κόσμο της ψεύτικης της ζημιογόνου ελευθερίας, όπου κυριαρχεί η σωματική απόλαυση, η ικανοποίηση και μόνο των αισθήσεων και η αδιαφορία για οτιδήποτε και για οποιονδήποτε άλλον.
Μ’ αυτά τα μηνύματα η Εκκλησία μας, κάθε χρόνο και καθώς πλησιάζει η Μ. Τεσσαρακοστή, σηματοδοτεί την είσοδο μας στην περίοδο του Τριωδίου .
Μια ζωή όμως τέτοια, μια αποδημία «εις χώραν εξορίας», μια ζωή που απευθύνεται μόνο στον εαυτό μας,    είναι αδύνατον να μας επαναφέρει στην «πατρική αγκαλιά». Αν δεν αναγνωρίσουμε την κατάσταση στην οποία είμαστε , αν δεν κραυγάσουμε ειλικρινά το του Τελώνου, «Ο Θεός ιλάσθητι μοι τω αμαρτωλώ» και το του Ασώτου, «Ω πόσων αγαθών υστέρημαι ο ταλαίπωρος εγώ… !»,  αν δεν πάρουμε την γενναία απόφαση της εξόδου απ’ την ατομικιστική μακαριότητά μας, δυστυχώς θα συνεχίσουμε να παραμένουμε ξένοι, σε ξένη χώρα, απόμακροι, δυστυχισμένοι, λιμοκτονούντες για ζεστασιά και αγάπη, στερημένοι της Θείας παρουσίας.
          Τούτο ακριβώς μας δείχνει η σημερινή, η τρίτη Κυριακή του Τριωδίου, η Κυριακή “των Απόκρεω”. Έρχεται για να μας ταρακουνήσει και να μας δείξει πως τελικά δεν είμαστε εντάξει με το Θεό, δεν είμαστε αληθινοί ακόλουθοί του! Δεν είμαστε καν Χριστιανοί!
Ζούμε, αδελφοί μου, στην εποχή της αφθονίας με τα ποικίλα και τα πλούσια αγαθά στη διάθεσή μας. Αγαθά των πλέον απομακρυσμένων περιοχών του πλανήτη μας, προϊόντα της ακμάζουσας και διαρκώς αναπτυσσόμενης τεχνολογίας, αυθημερόν, μπορούμε να τα απκτήσουμε. Είναι αγαθά, που τα χρειαζόμαστε και ασφαλώς δεν πρέπει να τα αποστρεφόμαστε, είναι όμως και πληθώρα άλλων, πολύ περισσοτέρων, που δεν μας είναι απαραίτητα, που μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς αυτά. Είναι τέλος και άλλα που προκαλούν μια αρρωστημένη δημιουργία ψεύτικων αναγκών. Κυριολεκτικά πρόκειται για ένα φαύλο κύκλο, ικανοποίησης επιθυμιών και επίδειξης. Και όλα αυτά για να επιτύχουμε να περάσουμε μια ευτυχισμένη και χωρίς προβλήματα ζωή. Έτσι σταθερή μας φροντίδα, συνεχής και αδιάκοπη απασχόλησή μας είναι το πως θα αποκτήσουμε όλο και περισσότερα, πως θα περνάμε καλύτερα, χωρίς δυσκολίες, μακριά από στενοχώριες. Και πάντοτε με κέντρο τον εαυτό μας αδιαφορώντας για όλους τους άλλους, σαν να είμαστε εμείς το επίκεντρο του κόσμου.
Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά, η άλλη κατηγορία ανθρώπων. Είναι η κατηγορία των απλών, αδυνάτων, των «ελαχίστων», της σημερινής ευαγγελικής περικοπής. Είναι, «οι αδελφοί του Θεού», όπως τους χαρακτηρίζει η παραβολή, αυτοί που έμειναν μακριά από το ενδιαφέρον μας. Είναι η προς αυτούς συμπεριφορά μας, που θα αποτελέσει και το κριτήριο κατά την ημέρα της κρίσεως.
Η σημερινή περικοπή δεν είναι σαν τις δυο προηγούμενες. Δεν είναι καν παραβολή. Είναι μια εικόνα προφητική, είναι αποκάλυψη μιας πραγματικότητας  για τη στιγμή της τελικής κρίσης.
«Όταν έλθη ο Υιός του Ανθρώπου εν τη δόξη αυτού και πάντες άγιοι άγγελοι μετ᾿ αυτού».
 «Ω ποία ώρα τότε και ημέρα φοβερά, όταν καθίση ο Κριτής επί θρόνου φοβερού. Βίβλοι ανοίγονται και πράξεις ελέγχονται και τα κρυπτά του σκότους δημοσιεύονται».
Αυτὸ το φοβερὸ κριτήριο ο προφήτης Δανιήλ το είδε σε όραμα, και προφητεύει: «Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και ο παλαιάς των ημερών εκάθητο… Ο θρόνος αυτού πυρ φλέγον· ποταμὸς πυρὸς εἷλκεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ… κριτήριον ἐκάθισε καὶ βίβλοι ἠνεώχθησαν» (Δανιὴλ Ζ’ 9).
Μήπως είναι θλιβερά όλα αυτά που σήμερα ακούμε; Μήπως χαλάν τα λόγια τούτα τη μακαριότητα μας και μας βγάζουν από τη βόλεψη μας: «Μιμνήσκου τα έσχατά σου και ου μη αμαρτήσει εις τον αιώνα» μας διδάσκει η Σοφία Σειράχ.
Και ο αββάς Ησαίας λέει: "Τρία πράγματα αποκτά με δυσκολία ο άνθρωπος, και είναι αυτά που συντηρούν όλες τις αρετές: το πένθος και τα δάκρυα για τις αμαρτίες του και η μνήμη του θανάτου του. Γιατί όποιος καθημερινά συλλογίζεται το θάνατο και λέει στον εαυτό του, μια μέρα ακόμη μου μένει στον κόσμο αυτό, αυτός ποτέ δεν θα αμαρτήσει ενώπιον του Θεού. Όποιος αντίθετα ελπίζει πως θα ζήσει πολλά χρόνια, αυτός θα πέσει σε πολλές αμαρτίες". (Μικρός Ευεργετινός σ.36)
Αυτά αναλύοντας ο ιεράς Χρυσόστομος μας διδάσκει:
«Εσύ που κάνεις ελεημοσύνη γνώριζε ότι τα δικό μου χέρι είναι τεντωμένο και υποδέχομαι τον οβολό σου».
Αν ντύσεις φτωχό, αισθάνομαι εγώ τη ζεστασιά.
Αν επισκεφθείς φυλακές και φυλακισμένους, μην παραξενευτείς, αν με δεις «δεσμοίς συγκαθήμενον».
Αν πάλι σε νοσοκομείο πας και ασθενείς παρηγορήσεις, «της κλίνης ουκ απολιμπάνομαι».
Αν βάλεις στα σπίτι σου άστεγο, δι᾿ αυτού «λαμβάνεις με εν τω οίκω σου».
Δεν θα ζητηθεί λοιπόν, αδελφοί μου, λόγος για την πίστη μας, γιατί αυτή προϋποτίθεται. Θα ζητηθεί αν φανερώσαμε τη πίστη μας με τα έργα μας.
Γι’ αυτό η συμπεριφορά μας αυτή τη μέρα της Κρίσεως θα μας βάλει προ μεγάλων εκπλήξεων. Για να μη συμβεί αυτό, όχι μόνο δεν πρέπει να περι­μένουμε να μας χτυπήσουν την πόρτα, αλλά, αντίθετα, έχουμε υποχρέωση, εμείς οι ίδιοι ν’ ανοίξουμε τη πόρτα, να βγούμε έξω απ’ το ερμητικά κλεισμένο σπίτι μας, να ψάξουμε εμείς και να βρούμε αυτούς που επρόκειτο να μας χτυπήσουν τη πόρτα πριν καν χρειαστεί να ρθουν και να μας βρουν. Και αν ακόμη τα δάκρυα τους δε φαίνονται, έχουμε εμείς υποχρέωση να τα ανακαλύψουμε και με πολ­λή προσοχή και διακριτικότητα να σταθούμε δίπλα τους.
Αν δε σηκώσουμε το σταυρό μας για να κα­λύψουμε την απόσταση πού χωρίζει αυτό που θέλουμε από αυτό που  μπορούμε να κάνου­με, ποτέ δε θα μπορέσουμε να δούμε το Χρι­στό στα πρόσωπα των αδελφών μας.
 «Αν μπορούσαμε να μην το ξεχνάμε αυτό! … Δεν θα κριθούμε σύμφωνα με τα ανθρώπινα πρότυπα συμπεριφοράς και κοσμιότητας, αλλά σύμφωνα με πρότυπα πέραν της συνηθισμένης ανθρώπινης ζωής. Θα κριθούμε στη ζυγαριά του Θεού και η ζυγαριά του Θεού είναι η αγάπη: όχι η αγάπη που νιώσαμε, όχι η συναισθηματική αγάπη, αλλά — η αγάπη που ζήσαμε και εκπληρώσαμε, η βιωμένη αγάπη… Οι άνθρωποι κρίνονται από τον Χριστό με βάση την ανθρωπιά τους. Υπήρξαν όλοι αυτοί άνθρωποι η όχι; Είχαν μάθει να αγαπούν με την καρδιά τους πρώτα, άλλα και στην πράξη, με τα έργα τους; Διότι, όπως το θέτει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, εκείνος που λέει άτι αγαπά τον Θεό και δεν αγαπά τον αδελφό του έμπρακτα και δημιουργικά είναι ψεύτης. Δεν υπάρχει αγάπη προς τον Θεό αν δεν εκφράζεται σε κάθε λεπτομέρεια των σχέσεων μας με τους ανθρώπους, στο σύνολο τους άλλα και σε κάθε έναν ξεχωριστά.
Έτσι λοιπόν, ας ετοιμαστούμε αυτή την εβδομάδα για το τελικό στάδιο του ταξιδιού μας, και, ενώπιον αυτής της θείας κρίσεως, ας αναρωτηθούμε: «Είμαι άνθρωπος; Είμαι άνθρωπος μέσα μου, στη συμπεριφορά μου - όχι στη γενική μου στάση, άλλα στους τρόπους μου: έχω ανθρώπινους τρόπους; Είναι η ζωή μου η έκφραση μιας λεπτής, στοχαστικής, δημιουργικής αγάπης; Μιας αγάπης που κλείνει μέσα της κατανόηση και είναι ανάλογα με την περίσταση γενναιόδωρη και Ουσιαστική; Και καθώς το αντικείμενο αυτής της αγάπης είναι και το κριτήριο της, αυτό πρέπει να είναι ο διπλανός μου - το να αγαπάς τον Θεό που δε ζητάει τίποτε είναι τόσο εύκολο!». (Anthony Bloom. ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ)


Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020

ΑΝΑΣΤΑΣ ΠΟΡΕΥΣΟΜΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΣΩΤΟΣΣήμερα. δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου, ακούμε, αγαπητοί Χριστιανοί , την παραβολή του Ασώτου,  η οποία συμπληρώνει εκείνη του Τελώνου και του Φαρισαίου  της προηγούμενης Κυριακής.
Πριν από μια βδομάδα είδαμε, πώς ο Τελώνης, ο απερριμένος, βρέθηκε στα χέρια του Θεού. Και τώρα, στο σημερινό Ευαγγέλιο, βλέπουμε πώς ο άσωτος γιος, εκείνος που εγκατέλειψε τον Πατέρα, γύρισε μετανοημένος και έγινε δεκτός. Και όπως εκεί είδαμε τελικά τον Τελώνη, ενώ στεκόταν κρυμμένος σε μια απόμερη γωνιά του Ναού, να κατεβαίνει δικαιωμένος από το Θεό, που βέβαια περίμενε αυτό το Τελωνικό «Κύριε Ελέησον»,  παρόμοια κι εδώ, βλέπουμε τον Άσωτο, ενώ βρισκόταν ακόμα μακριά από το πατρικό σπίτι, να τον συναντά ο Πατέρας και εκείνος να του μιλά σχεδόν με τα ίδια λόγια: «Πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σ’ εσένα και δεν αξίζω να λέγομαι παιδί σου». Και βλέπουμε έτσι αυτό το παράδοξο για τη δική μας τη φαρισαϊκή σκέψη: Ενώ ο Άσωτος βρίσκεται ακόμη μακριά, έχει ήδη συναντήσει τον Πατέρα του. Ο ίδιος ο Πατέρας έχει σπεύσει να τον αγκαλιάσει και να τον ασπαστεί.
Συνέχεια λοιπόν και συμπλήρωμα, η σημερινή παραβολή, της παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου. Και η πρώτη και η δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου για το ίδιο ακριβώς πράγμα μιλούν
Την απελπιστική κατάσταση στην οποία φθάνει ο κάθε αμαρτωλός.
Την ανάγκη μετανοίας για κάθε άνθρωπο και τα σωτήρια αποτελέσματα της.
Το μέγεθος της θείας ευσπλαχνίας, στην οποία μπορούν να στηρίζονται και οι πλέον αμαρτωλοί, ώστε να μη φθάνουν ποτέ στην απελπισία. Κανένα αμάρτημα, όσο μεγάλο κι αν θεωρείται, δεν μπορεί να υπερνικήσει τη φιλάνθρωπη γνώμη του Θεού και η αποφυγή του αισθήματος της αυτάρκειας του δικαιωμένου, όπως θεωρούσε τον εαυτό του ο πρεσβύτερος υιός και ο Φαρισαίος.
Προβάλλεται λοιπόν και τονίζεται ιδιαίτερα την Κυριακή αυτή, το ενθαρρυντικό παράδειγμα του αμαρτωλού, που, ενώ σπαταλά την πατρική περιουσία, ξοδεύει τη ψυχή του, «ζων ασώτως», δεν απελπίζεται, δεν συντρίβεται από το βάρος των συμφορών, δεν περιέρχεται σε απόγνωση. Επιστρέφει προς τον εύσπλαχνο πατέρα ταπεινωμένος, μετανοημένος, ζητώντας το έλεος και τη συγγνώμη του. Και του απευθύνει θερμή ικεσία: «Πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου...». Αυτό το παράδειγμα της μετανοίας και της ορθής προσευχής, της εν συντριβή καρδας, ενσαρκωμένο στον άσωτο της παραβολής, μας το προβάλλει προς μίμηση η Εκκλησία και μας καλεί, τα άσωτα παιδιά του Πατέρα, να γυρίσουμε στην αγκαλιά Του ζητώντας συγγνώμη όπως ο υιός της παραβολής.
Αδελφοί μου.
Η μετάνοια τού Ασώτου έγινε αποδεκτή από τον Πατέρα γενναιόδωρα. Και αυτή η μετάνοιά του δεν ήταν μόνο επίγνωση μίας κατάστασης, της απομάκρυνσης δηλαδή απ’ το Πατρικό σπίτι, αλλά ήταν κάτι που έφτασε σε όλα τα σημεία της προσωπικότητάς του. Και γι’ αυτό ο Πατέρας τον σημάδεψε με την πρώτη στολή, με το δαχτυλίδι στο χέρι και με τα καινούργια παπούτσια. Στους περισσότερους από μας η μετάνοια παραμένει μόνο στην αίσθηση ένοχής και στις τύψεις τής συνείδησης. Μπορεί και να τα ξεπεράσει λίγο και να φτάσει μέχρι τη δήλωση τού «ήμαρτον» ενώπιον τού Πατέρα και την αίτηση συγχώρεσης. Όμως η προσδοκία μας αρκείται στην ανακούφιση από τις ενοχές μας και στη σχεδόν τυπική επανεγκατάσταση στο σπίτι του Πατέρα, την Εκκλησιά. Έτσι, η μετάνοιά μας δεν είναι σίγουρη και αποφασιστική, δεν φτάνει στα βαθύτερα σημεία του εαυτού μας, δεν εγκαθίσταται στην καρδιά μας· σχεδόν δεν πείθει ούτε εμάς τούς ιδίους. Μάς απασχολεί περισσότερο μήπως χάσουμε την τυπική σχέση πού έχουμε με το Θεό και πέσουμε στο φαύλο κύκλο των τύψεων της συνείδησης, των ενοχών και της ανακούφισης απ’ αυτά. Γι’ αυτό, αντί να πατούμε τις κακές έξεις, τις κακές επιθυμίες, τα άσχημα συναισθήματα, πέφτουμε εύκολα θύματα τού Σατανά, και μένουμε συνεχώς στο κατώφλι τού πατρικού σπιτιού, με το ένα πόδι μέσα και το άλλο έξω, και ποτέ ολόκληροι εντός τής οικίας. Κι αυτό συμβαίνει γιατί δεν έχουμε καταλάβει τι είδους πατέρα έχουμε.
Βλέπετε ότι πίσω από την παραβολή αποκαλύπτεται ένας Θεός πού σκέφτεται όπως ένας πατέρας απέναντι στα παιδιά του‚ ένας Πατέρας που είναι διαρκώς ανήσυχος: είδε τον Άσωτο να έρχεται από τόσο μακριά επειδή ήταν ανήσυχος και είχε τα μάτια του προσηλωμένα στο δρόμο τής επιστροφής — κοιτάει αν έρχονται τα παιδιά του. Έτσι σκέφτεται και ενεργεί αυτός ο Πατέρας. Δεν ζητάει λογαριασμούς — δεν ζήτησε από τον ‘Άσωτο τίποτε, τού φτάνει «ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαυνε», τού αρκεί το ότι γύρισε πίσω και είναι καλά στην υγειά του.
Αδελφοί μου! Μέσα σε τούτη την παραβολή, τού Ασώτου, κρύβεται όλη η ζωή των ανθρώπων· και των αγίων και των αμαρτωλών. Και κρύβεται επίσης ο τρόπος με τον οποίο σκέπτεται ό Θεός και αντιμετωπίζει τούς ανθρώπους. Γι’ αυτό και αυτή ή παραβολή τοποθετήθηκε τώρα, στην αρχή τού Τριωδίου: διότι αυτή είναι Περίοδος πού μάς υπενθυμίζει τι ακριβώς μάς χάρισε ό Θεός, πού μάς καλεί και ποιο πρέπει να είναι το μέλλον μας.
Αγαπητοί Χριστιανοί!
Ο Κύριος ήλθε στο κόσμο για τη σωτηρία των αμαρτωλών. Γνω­ρίζει ότι είμαστε αμαρτωλοί, άσωτοι και παραστρατημένοι. Η πατρική αγκαλιά του είναι ανοιχτή. Το έλεός του ανέχεται και η μακροθυμία του υπομένει και αναμένει το χαμένο πρό­βατο. Η παραβολή του ασώτου είναι το μεγάλο μάθημα. Τώ­ρα μάλιστα στο κατώφλι της Μεγάλης και Αγίας Τεσσαρακοστής, η Εκκλησία καλεί τον καθένα μας σε συναίσθηση και στη μεγάλη απόφαση: «Ἀναστάς πορεύσομαι πρὸς τὸν Πατέρα μου». Ο Χριστός αποπλύνει τους ρύπους της ψυχής με το Τίμιο Αίμα του, ενδύει με την στολή της αγιότητας, δίνει τον αρραβώνα του Πνεύματος και τα υποδήματα της αρετής και παραθέτει την τράπεζα της αληθινής χαράς. Ένα μόνο χρειάζεται από μας την με­τάνοιά μας. Αυτό είναι το μεγάλο θαύμα. Όσοι μετανοούν εί­ναι οι νεκροί που ανασταίνονται. Οι χαμένοι που ξαναβρί­σκονται. Εμπρός λοιπόν, όσοι ακολουθήσαμε τον άσωτο στο δρόμο της αποστασίας, ας τον ακολουθήσουμε μέχρι τέ­λους στο δρόμο της επιστροφής και της μετάνοιας.  Ας σπά­σουμε τα δεσμά της αμαρτίας και ας πάρουμε την μεγάλη απόφαση της επιστροφής. Και όταν μετά την κουραστι­κή περιπλάνηση αξιωθούμε επί τέλους να βρεθούμε μπροστά στην ευσπλαχνία του Θεού ας μη διστάσουμε να γονατίσουμε ταπεινά μπροστά του και να πούμε: «Τήν τοῦ ἀσώτου φωνήν προσφέρω σοι, Κύριε. Ἥμαρτον ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν σου, ἀγαθέ, ἐσκόρπισα τόν πλοῦτον τῶν χαρισμάτων σου· ἀλλά δέξαι με μετανοῦντα, Σωτήρ, καί σῶσόν με».