Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΠΑΠΑΝΤΗΝ



 

Όταν ο πρεσβύτης Συμεών κρατούσε το βρέφος Ιησού στην αγκαλιά του κατά την συνάντηση τους στο Ναό του Σολομώντος, την τεσσαρακοστή ημέρα από τη γέννηση του Ιησού, είπε ότι τώρα πια είναι έτοιμος να πεθάνει. Μπορούσε ειρηνικά να αναχωρήσει από τη ζωή γιατί είδε πλέον με τα μάτια του τη σωτηρία που ετοίμασε ο Θεός για τον κόσμο. Είδε και έπιασε με τα χέρια του τον Ιησού, στο πρόσωπο του οποίου αποκαλύπτεται αυτή η από καταβολής κόσμου προετοιμασμένη σωτηρία.
“Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα κατά το ρήμα σου εν ειρήνη,ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου,ό ητοίμασας κατά το πρόσωπον πάντων των λαών,φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου Ισραήλ.”
Η σημερινή Κυριακή, η αμέσως μετά τη μεγάλη Δεσποτο-Θεομητορική εορτή, της Υπαπαντής αναφέρεται και πάλιν στην προτεραία εορτή και υμνεί και δοξάζει τον Ιησού ο οποίος καταδέχτηκε να κρατηθεί στην αγκαλιά του Συμεών, δια την ημών σωτηρίαν.
Γι’ αυτό και πάλι ακούμε σήμερα στους Αίνους να ψάλλεται!
«Κόλπων τού γεννήτορος, μή χωρισθείς τή θεότητι, σαρκωθείς ως ευδόκησας, αγκάλαις κρατούμενος, τής Αειπαρθένου, χερσίν επεδόθης, τού θεοδόχου Συμεών, ο τή χειρί σου κρατών τά σύμπαντα, διό Νύν απολύεις με, περιχαρώς ανεκραύγαζεν, εν ειρήνη τόν δούλόν σου, ότι ειδόν σε Δέσποτα».
Ήτανε εντολή του Μωσαϊκού νόμου η αφιέρωση στο Θεό κάθε παιδιού – ο σαραντισμός του – με την προσκόμιση του στο Ναό, σαράντα ημέρες μετά τη γέννηση του. Οι γονείς του έπρεπε να το οδηγήσουν στο ναό – το ναό του Σολομώντος – και μαζί τα καθιερωμένα για τη θυσία δώρα.  Οι πλούσιοι έφερναν καί θυσίαζαν ένα αρνί. Οι φτωχοί έφερναν δύο τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια. Φτωχιά ανάμεσα στους φτωχούς καί ή Παναγία Μητέρα του Χρίστου, δεν έχει να προσφέρει την θυσία των πλου­σίων. Φέρνει δύο περιστέρια στο ναό. Όμως κι αυτήν την ώρα, πού φτώχια περιβάλλει το Χριστό, ακούγεται ο ύμνος της Θεότητος Του. Τί συμβαίνει; Ένας ασπρομάλλης γέροντας φτάνει συγχρόνως με την Παναγία στον ναό. Το βήμα του, παρά τα χρόνια του, ζωντανό, παλικαρίσιο. Του δίνει φτερά ή πίστις του καί ή χαρά του. Στο πρόσωπο του είναι ζωγραφισμένη ή συγκίνηση. Τα χέρια του ανοίγουν διάπλατα για ν' αγκα­λιάσουν το φτωχό αυτό νήπιο της Βηθλεέμ, καθώς το φέρνει ή Μητέρα του στον ολόλαμπρο ναό του Σολομώντος. Δεν είναι ο ιερεύς πού πρόκειται να δώσει την ευχή του σαραντίσματος. Δεν είναι κάποιος συγγενής. Ούτε κάποιο συμφέρον κινεί τα γεροντικά του βήματα. Όχι. Είναι ο Συμεών. Είναι ο άνθρωπος πού αφιέρωσε μια ζωή ολόκληρη για του θεού το θέλημα. Αγνή ψυχή γεμάτη αρετή, δικαιοσύνη, αγάπη καί πίστη στο θεό. Σκυμμένος στη μελέτη του Νόμου του θεού, διαβάζοντας με πίστη τα Μωσαϊκά βιβλία και τις προφητείες των Προφητών του Ισραήλ, έβλεπε ολοφάνερα Εκείνον πού θα λύτρωνε τον άνθρωπο της αμαρτίας. Μιλούσαν ολοφάνερα τα κείμενα. Κι έτσι, σε στιγμές πού ή ζωή του γέμιζε αγαλλίαση, με την ελπίδα, ελπίδα βάσιμη, σταθερή καί ακλόνητη, άφηνε το διάβασμα του Νόμου καί των Προφητειών, γονάτιζε με κατάνυξη κι άρχιζε την προσευχή: « θεέ μου ας ήταν να ζήσω να ιδώ τον Λυ­τρωτή του κόσμου ». Κι άκουσε ο θεός την προσευχή του. Μια φωνή θείου Πνεύματος του ενέπνευσε την πίστη, πώς θα γίνει αυτό πού ζήτησε. « Καί ην ούτω κεχριμαστισμένον υπό του Πνεύματος του Αγίου μη ιδείν θάνα­τον πριν ή ίδη τον Χριστόν Κυρίου ». Πλήθυνε ο θεός τα χρόνια του.
Καί ήρθε καιρός να γνωρίσει τον Σωτήρα. Φωτισμένος από το Πνεύμα του θεού, προικισμένος κι αυτός με το προφητικό χάρισμα, έρχεται στο ναό την ώρα πού θα ερχότανε το θείο βρέφος. Αληθινά θεόσταλτος. Αυτός πού πεθύμησε να ιδεί μόνον τον Χριστόν γίνεται τώρα άξιος να τον πάρει καί στα χέρια του καί να τον αγκαλιάσει. Τί ανείπωτη ευτυχία! Τί ψυ­χική αγαλλίαση! Δοξάζει τώρα ολόψυχα τον Θεόν ο Συμεών, « Νυν απο­λύεις τον δούλον σου, Δέσποτα ... ». "Ας πεθάνω τώρα ευτυχισμένος, θεέ μου, τώρα που είδαν τα μάτια μου τον Σωτήρα όλων των Εθνών. Το φως του κόσμου, Τη δόξα του λάου σου...
Στρέφει τώρα το πρόσωπο του στο κατάπληκτο πρόσωπο της Θεοτόκου. « Ιδού, λέγει, ούτος κείται εις πτώσιν καί ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και εις σημείον αντιλεγόμενον ». Λόγια προφητικά για τον Χριστό. « Ούτος κείται εις πτώσιν καί ανάστασιν πολλών ». Από τη θέση πού θα πάρει καθένας μας μπροστά στον Σωτήρα καί το έργο του, εξαρτάται αν θα σωθεί ή θα καταστραφεί. Εκείνος βέβαια « θέλει πάντας σωθήναι καί εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν ». Όμως πολλές φορές ο άνθρωπος περιφρονεί την σωτηρία, φεύγει, απομακρύνεται, ναυαγεί, καταστρέφεται. Όποιος ιδεί καί πιστέψει σαν Σωτήρα, δικό του, τον Χριστό, κι ακολουθήσει το δρόμο της σωτηρίας σώζεται. Για άλλους γίνεται « πτώσις », για άλλους γίνεται « Ανάστασις ». Γι' αυτό είναι το αντιλεγόμενο σημείο μεταξύ των παρατά­ξεων των πιστών καί των απίστων.
Ό Συμεών λοιπόν, αδελφοί μου, που καθοδηγήθηκε από το Πνεύμα του θεού να συναντήσει τον Ιησού Χριστό· να δει καί να δώσει μαρτυρία, σίγουρα είδε πράγματα πού άλλοι ποτέ δε θα δουν! Γιατί ήταν «δίκαιος καί ευλαβής, προσδεχόμενος παράκληση του Ισραήλ, καί Πνεύμα ην Άγιον έπ' αυτόν» (Λουκ. 2:25). Ωστόσο, ό,τι είδε ο Συμεών, παρόλο πού καθοδηγείτο από το Πνεύμα, είναι πολύ λιγότερο -τουλάχιστον μιλώντας ανθρωπίνως- απ’ ό,τι είδαν πολλοί άλλοι. Είναι σίγουρα λιγότερο απ’ ό,τι εμείς οι ίδιοι έχουμε δει πού ζούμε στον εικοστό αιώνα της χριστιανικής εποχής.
Οι οφθαλμοί μας έχουν πράγματι δει τη σωτηρία του Θεού. Γιατί είδαμε το Χριστό. Καί ακόμα περισσότερο. Είδαμε εκείνους πού είδαν το Χριστό. Είδαμε τον Συμεών καί την Άννα καί μαζί με αυτούς, την Παρθένο Μα­ρία καί τον Ιωσήφ. Είδαμε τον Πρόδρομο, μαζί με όλους τους Αποστόλους. Είδαμε τους διαδόχους τους όπως και τους προκατόχους τους. Είδαμε καί ακούσαμε το μεγάλο χορό των αγίων, ανδρών καί γυναικών, καί εορτάζουμε τη μνήμη τους με αγαλλίαση. Είδαμε τους πατριάρχες καί τους προφήτες πού μας μίλη­σαν για τον ερχομό του Χριστού, καί όταν εμφανίσθηκε, είδαμε εκείνους πού Τον συνάντησαν καί Τον αποδέχτη­καν. Ακολουθώντας τους Αποστόλους, παρακολουθήσαμε τους Ομολογητές και τους μάρτυρας και ψάλλαμε αίνους χάριν του αίματος τους, πού είναι ο σπόρος της Εκκλησίας, Δοξολογήσαμε –και δοξολογούμε - τους αγίους πατέρες καί μητέρες, τους αναρίθμητους αγίους ανθρώπους πού είδαν καί αγάπησαν τον Κύριο, δια μέσου όλων των αιώ­νων, μέχρι των ήμερων μας…». (π.  Thomas   Hopko).
Ανθρωπίνως λοιπόν μιλώντας είδαμε πολύ περισσότερα από ό,τι είδε ο Συμεών εκείνη την ημέρα ατό Ναό· ασυγκρίτως περισσότερα! Ωστόσο, είναι λυπηρό να ζούμε όπως ζούμε σαν να έχουμε δει ασυγκρίτως λιγότερα. Είναι λυπηρό οι τελώνες, οι ληστές και οι πόρνες να κλέβουν κυριολεκτικά μέσα σε λίγα λεπτά τη Βασιλεία των ουρανών και εμείς που τόσα και τόσα έχουμε δει να μην καταφέρουμε ούτε απ’ έξω να  περάσουμε.
Γι αυτό, ας δεχτούμε λοιπόν κι εμείς με την ίδια λαχτάρα τον Χριστό να έλθει να κατοίκηση στις ψυχές μας. Να νοιώσομε τη χαρά του Συμεών. Να γίνει καί για μας ό Χριστός όχι. πτώσις, αλλά Ανάστασις καί Ζωή.

Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ΛΟΥΚΑ // ΖΑΚΧΑΙΟΥ

Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ


π.Alexander Schmemann

Αποτέλεσμα εικόνας για ζακχαιος

Η Ορθόδοξη Εκκλησία για να μας προετοιμάσει για τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, αρχίζει να μας αναγγέλλει τον ερχομό της έναν ολόκληρο μήνα πριν αυτή αρχίσει. Πόσο δύσκολο είναι να καταλάβει ο άνθρωπος πως πέρα από την αφοσίωσή του στις αναρίθμητες ασχολίες της ζωής, θα πρέπει να αφιερώσει επίσης φροντίδα για την ψυχή, για τον εσωτερικό του κόσμο.
Αν είμασταν λίγο πιο σοβαροί, θα βλέπαμε πόσο σημαντική, ουσιαστική και θεμελιώδης είναι η φροντίδα της ψυχής. Θα κατανοούσαμε τότε τον αργό και μυστηριώδη ρυθμό της εκκλησιαστικής ζωής. Γνωρίζουμε φυσικά το νόημα που έχει η τροφή για τη ζωή μας. Μερικές τροφές είναι καλές και θρεπτικές, άλλες είναι ανθυγιεινές· κάποιες είναι βαριές, πρέπει να προσέξουμε. Προσπαθούμε πολύ να εξασφαλίσουμε πως η τροφή που τρώμε είναι καλή για μας.
Και είναι κάτι πολύ περισσότερο από ευσεβές ρητορικό σχήμα όταν λέμε πως και η ψυχή χρειάζεται να τραφεί, πως «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος» (Ματθ. 4,4). Όλοι μας ξέρουμε πως χρειαζόμαστε χρόνο για διάβασμα, για στοχασμό, για συζήτηση, για διασκέδαση. Ακόμη κι αυτά όμως τα φροντίζουμε πολύ λίγο, τα προσέχουμε ελάχιστα, ακόμη και από την άποψη της υγιεινής. Επιδιώκουμε το ελαφρύ διάβασμα, τα πειράγματα αντί για τη συζήτηση, τη διασκέδαση αντί για την ψυχαγωγία.
Δεν καταλαβαίνουμε πως η ψυχή παθαίνει δυσκοιλιότητα πολύ ευκολότερα απ’ ο,τι το πεπτικό μας σύστημα, και πως οι συνέπειες μιας δυσκοίλιας ψυχής είναι πολύ πιο επιβλαβείς. Τόσος χρόνος αφιερώνεται στα εξωτερικά πράγματα, και πολύ λίγος στην εσωτερική ζωή. Πλησιάζουμε όμως τώρα αυτή την εποχή του έτους που η Εκκλησία μας κάλει να θυμηθούμε την ύπαρξη αυτού του εσωτερικού ανθρώπου και να θορυβηθούμε από την αμνησία μας, από τον δίχως νόημα παραλογισμό μέσα στον οποίο βρισκόμαστε, από τη σπατάλη του πολύτιμου χρόνου που μας έχει δοθεί τόσο φειδωλά, από την άγαρμπη και μικροπρεπή σύγχυση μέσα στην οποία ζούμε.
Η Σαρακοστή είναι καιρός μετανοίας, και μετάνοια είναι η επανεξέταση, η επανεκτίμηση, το να βαθύνει κανείς και να φέρει τα πάνω κάτω. Μετάνοια είναι το επώδυνο ξεσκέπασμα του παραμελημένου, ξεχασμένου, μολυσμένου «εσωτερικού» ανθρώπου.
Η πρώτη αναγγελία της σαρακοστής, η πρώτη υπενθύμιση προέρχεται από μία μικρή ευαγγελική ιστορία για έναν εντελώς ασήμαντο άνθρωπο, «μικρόν τω δέμας», που το επάγγελμα του φοροεισπράκτορα που εξασκούσε, τον χαρακτήριζε, την εποχή εκείνη και σ’ εκείνη την κοινωνία, ως πλεονέκτη, απάνθρωπο και ανέντιμο.
Ο Ζακχαίος ήθελε να δει τον Χριστό· το ήθελε τόσο πολύ, ώστε η επιθυμία του τράβηξε την προσοχή του Ιησού. Η επιθυμία είναι η αρχή του παντός. Όπως λέει το ευαγγέλιο, «όπου γαρ εστιν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών» (Ματθ. 6,21). Τα πάντα στη ζωή μας αρχίζουν με κάποια επιθυμία, επειδή ο,τι επιθυμούμε είναι και αυτό που αγαπούμε, αυτό που μας τραβάει από τα μέσα, αυτό στο οποίο παραδινόμαστε. Γνωρίζουμε πως ο Ζακχαίος αγαπούσε το χρήμα, και κατά τη δική του παραδοχή γνωρίζουμε πως για να το αποκτήσει δεν είχε κανένα ενδοιασμό να κλέβει άλλους. Ο Ζακχαίος ήταν πλούσιος και αγαπούσε τον πλούτο, αλλά μέσα του ανακάλυψε μια άλλη επιθυμία,ήθελε κάτι άλλο, και αυτή η επιθυμία έγινε κεντρική στιγμή της ζωής του.
Αυτή η ευαγγελική ιστορία θέτει ένα ερώτημα στον καθένα μας: τι αγαπάμε, τι επιθυμούμε, -όχι φυσικά επιπόλαια, αλλά βαθιά. Δεν υπάρχει κανένας μυστηριώδης δάσκαλος που να περπατά στην πόλη σας, που να περιβάλλεται από το πλήθος. Είναι όμως έτσι; Δεν υπάρχει κάποια μυστηριώδης κλήση που περνά κάθε στιγμή από τη ζωή σας· και κάπου στα βάθη της ψυχής σας, δεν αισθανεσθε κάποιες φορές μια νοσταλγία για κάτι το διαφορετικό απ’ αυτό που γεμίζει τη ζωή σας από το πρωί μέχρι το βράδυ; Σταματήστε για μια στιγμή, προσέξτε, εισέλθετε στην καρδιά σας, αφουγκραστείτε το εσωτερικό σας, και θα βρείτε μέσα σας την ίδια ακριβώς παράξενη και όμορφη επιθυμία.
Ο Ζακχαίος ήρθε αντιμέτωπος χωρίς αυτό κανείς δεν μπορεί να ζήσει, είναι κάτι όμως που σχεδόν όλοι μας φοβούμαστε και το καταπιέζουμε με το θόρυβο και τη ματαιότητα όλων αυτών που μας περιστοιχίζουν. «Ιδού εστηκα επί την θύραν και κρούω» (Άποκ. 3,20). Ακούς το σιγανό κτύπημα; Αυτή είναι η πρώτη πρόσκληση της εκκλησίας, του Ευαγγελίου, και του Χριστού: επιθύμησε κάτι άλλο, πάρε μια βαθιά αναπνοή από κάτι άλλο, θυμήσου κάτι άλλο. Και τη στιγμή ακριβώς που σταματάμε για να ακούσουμε αυτή την κλήση είναι σαν ένα φρέσκο και ευχάριστο αεράκι να φυσά στο μουχλιασμένο αέρα της άχαρης ζωής μας, και αρχίζει έτσι η αργή επιστροφή.
Επιθυμία. Η ψυχή παίρνει μια βαθιά ανάσα. Όλα γίνονται -έχουν κιόλας γίνει- διαφορετικά, νέα, απεριόριστα σημαντικά. Ο ανθρωπάκος, με τα ματιά του καρφωμένα στο χώμα πάνω σε γήινες επιθυμίες, τώρα παύει να είναι ανθρωπάκος καθώς αρχίζει η νίκη μέσα του. Εδώ βρίσκεται η αρχή, το πρώτο βήμα από τα έξω προς τα μέσα, προς αυτή τη μυστηριώδη πατρίδα που όλοι οι άνθρωποι, συχνά ασυνείδητα, νοσταλγούν και επιθυμούν.


Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

«Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς»

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ ΛΟΥΚΑΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ' ΛΟΥΚΑ
Ευαγγέλιο: Λουκ. ιζ' 12 -19 
«Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς» (Λουκ. ιζ' 13)


Πολύ σοβαρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι του σημερινού Ευαγγελίου. Για τους δέκα είναι η ασθένεια και η απομόνωση. Για τους εννέα προστίθεται ακόμα ένα, αυτό της αχαριστίας. Τα προβλήματα αυτά, αγαπητοί μου αδελφοί, παρά το ότι φαίνονται να είναι απλά προβλήματα των ανθρώπων του σημερινού Ευαγγελίου, εν τούτοις, αν τα εξετάσουμε βαθύτερα θα διαπιστώσουμε ότι αυτά έχουν διαχρονικό χαρακτήρα και λίγο ή πολύ μας αγγίζουν όλους.
Η ασθένεια είναι πια τόσο συχνή στην εποχή μας που μας έγινε συνήθεια, παρά τις φοβερές προεκτάσεις της. Πολλές φορές είναι βαρύ το φορτίο της κι αβάσταχτος ο σωματικός πόνος. Η αρνητική συνέπεια της ασθένειας όμως δε σταματά στο σωματικό πόνο, που πολλές φορές αντιμετωπίζεται με απίστευτη υπομονή. Η αρνητική συνέπεια της ασθένειας είναι ακόμα πιο οδυνηρή όταν, λόγω της φύσης της ασθένειάς τους οι άνθρωποι οδηγούνται στην κοινωνική, ακόμη δε και στην οικογενειακή απομόνωση, όπως συνέβη στους λεπρούς του Ευαγγελίου, ή τους ασθενείς της εποχής μας που πάσχουν από κάποια μολυσματική ασθένεια.
Αβάσταχτος ο σωματικός πόνος, αλλά κάποτε υποφερτός. Ο πόνος όμως της απομόνωσης δεν μπορεί να γίνει υποφερτός. Αυτή η χωρίς αγάπη απομόνωση οδηγεί στον πιο οδυνηρό και αργό θάνατο. Αυτή η απομόνωση δεν είναι βαθμός πολιτισμού. Αντίθετα, είναι ξέπεσμα κοινωνικό. Είναι κοινωνική παραφροσύνη. Γιατί, με το πρόσχημα της προστασίας της κοινωνίας και του συνόλου αποκρύβουμε το πραγματικό κίνητρο που είναι η προστασία του εαυτού μας.
Παρά τις πιο πάνω αρνητικές συνέπειες, η ασθένεια και ο πόνος μπορεί να έχουν και συνέπειες θετικές. Η ασθένεια και ο πόνος καταργούν όλων των ειδών τις διακρίσεις που επινόησαν οι άνθρωποι. Καταργούν θρησκευτικές, φυλετικές και ιδιαίτερα τις κοινωνικές διακρίσεις. Οι άνθρωποι του σημερινού Ευαγγελίου ξεπερνούν το θρησκευτικό και φυλετικό μίσος των Ιουδαίων και Σαμαρειτών. Ακόμα κανένας δε γνωρίζει σε ποιες κοινωνικές τάξεις ανήκαν οι δέκα λεπροί. Ο πόνος ενώνει και κάνει τους ανθρώπους περισσότερο δημιουργικούς. Ο πόνος οδηγεί τους ανθρώπους στην αλληλοκατανόηση και συνύπαρξη. Ο πόνος τους οδηγεί στην πίστη. Σε μια πίστη δυνατή και που ξεπερνά το προσωπικό επίπεδο και αποκτά χαρακτήρα ομαδικό -κοινωνικό, αφού η παράκληση δεν αφορά το άτομο αλλά το κοινωνικό σύνολο που πάσχει. «Ιησού επιστάτα , ελέησον ημάς».
Κάτω από το βάρος του πόνου ενταφιάστηκε το «εγώ» και έγινε «ημάς» και αυτή η δύναμη της πίστης, αυτή η δύναμη της ενότητας έφερε και το ποθητό αποτέλεσμα, τη θεραπεία. Κι εδώ γεννιέται το ερώτημα: «αφού οι άνθρωποι συνυπάρχουν την ώρα του πόνου και γίνονται ακόμα και δημιουργικοί, τότε γιατί να μη συνυπάρχουν και την ώρα της ειρήνης; Γιατί να υπάρχει η κοινωνική απομόνωση και τα «γκέτο» στις διάφορες ομάδες του πληθυσμού με αφετηρία τη θρησκευτική ή φυλετική καταγωγή;»
Η κοινωνία αγαπητοί μου, είναι ζυμάρι που πλάθεται. Όπως το ζυμάρι παίρνει το χρώμα και το σχήμα που θα του δώσουμε, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο και η κοινωνία πλάθεται από μας. Έτσι εξαρτάται κι από μας αν θα γίνει καλή ή κακή, υποφερτή ή ανυπόφορη, άσπρη ή μαύρη! Η θετική εικόνα της κοινωνίας θα καθιερωθεί αν παραδειγματιστούμε από τη στάση του Ιησού ο οποίος ξεπερνά τις οποιεσδήποτε διακρίσεις στέλλοντας τις δωρεές του στους ανθρώπους, ανεξάρτητα από φυλετικές, κοινωνικές ή θρησκευτικές διαφορές. Στην κοινή παράκληση «ελέησον ημάς», υπήρξε και κοινό αποτέλεσμα. Θεραπεύτηκαν όλοι.
Όμως αυτή η θεραπεία έφερε στην επιφάνεια μια άλλη σοβαρή «ασθένεια» της κοινωνίας. Αυτή της αχαριστίας, την οποία και υπογραμμίζει ιδιαίτερα σήμερα ο Ιησούς. «Δε θεραπεύτηκαν και οι δέκα; Οι άλλοι εννιά πού είναι; Κανένας τους δεν βρέθηκε να γυρίσει να δοξάσει το Θεό παρά μόνο αυτός ο αλλογενής;» Όσο εξαίρετη παρουσιάζεται η εικόνα της κοινωνικής ομάδας των δέκα πριν και κατά την ώρα της θεραπείας, άλλο τόσο θλιβερά αποκαρδιωτική παρουσιάζεται η εικόνα τους μετά τη θεραπεία. Όχι ένας, ούτε δύο, ούτε πέντε, αλλά εννιά στους δέκα παρουσιάζονται αγνώμονες, γεγονός που κάνει τον Κύριο να το υπογραμμίσει ιδιαίτερα. Και αυτή η υπογράμμιση δεν ήταν απλά μια ενέργεια επικριτική για τους εννιά αχάριστους, αλλά και ένα είδος υπενθύμισης για εμάς. Γιατί, πολλές φορές καταφεύγουμε με πόθο .και με πίστη στο Θεό, αλλά όταν εξασφαλίσουμε αυτό για το οποίο παρακαλέσαμε, τότε ξεχνούμε να πούμε στο Θεό ένα ευχαριστώ. Όπως ξεχνούμε να πούμε κι ένα ανάλογο ευχαριστώ στους συνανθρώπους μας που μας ευεργέτησαν. Γιατί έκφραση ήθους και πίστης δεν είναι ο τρόπος που ζητούμε κάτι από το Θεό ή τους ανθρώπους, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αποδεχόμαστε αυτή την ευεργεσία.
Αδελφοί μου, ζώντας οι δέκα λεπροί στη σκιά της ανθρώπινης απομόνωσης, με συντροφιά τον πόνο και την αρρώστια, ανακάλυψαν το Θεό και ύψωσαν ενωμένοι τη φωνή τους. Ο Ιησούς τους πρόσφερε τη θεραπεία. Μέσα από αυτή τη θεραπεία θέλει να εμπνεύσει σε όλους μας τη συγκατάβαση και την αγάπη στον συνάνθρωπο που υποφέρει, πέραν από θρησκευτικές, φυλετικές, κοινωνικές ή άλλες διακρίσεις. Ακόμα μας στέλλει το μήνυμα ότι ο Θεός είναι κοντά μας, έτοιμος να μας βοηθήσει, ανεξάρτητα από την απομόνωση των ανθρώπων. Ας του φωνάξουμε με πίστη όπως οι δέκα λεπροί του σημερινού Ευαγγελίου: «Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς». Προπαντός όμως ας υποκλιθούμε μπροστά του όπως ο ένας κι ας τον ευχαριστήσουμε για να 'χουμε τη δυνατότητα ν' ακούσουμε το επισφράγισμα της πίστης μας, μιας πίστης που δεν οδηγεί μόνο στη θεραπεία του σώματος, αλλά προ παντός στη σωτηρία της ψυχής μας. 
Αμήν. 
Θεόδωρος Αντωνιάδης