Σάββατο 28 Μαΐου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥΚάποιο Σάββατο ο Κύριος στην Ιερουσαλήμ συνάντησε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Και αφού έφτιαξε πηλό με το σάλιο του, έχρισε με τον πηλό τα μάτια του τυφλού. Δοκιμάζοντας όμως την πίστη του, δεν τον θεράπευσε αμέσως, αλλά του είπε: «Πήγαινε, νίψε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ». Κι ο τυφλός υπάκουσε αμέσως. Και το θαύμα έγινε! Όσοι όμως τον έβλεπαν κατόπιν υγιή απορούσαν: «Δεν είναι αυτός ο τυφλός που ζητιάνευε;». Άλλοι έλεγαν «αυτός είναι», άλλοι όμως έλεγαν «είναι κάποιος που του μοιάζει». Εκείνος όμως τους διαβεβαίωνε ότι είναι ο ίδιος. Κι αυτοί έκπληκτοι απορούσαν: «Πώς θεραπεύτηκαν τα μάτια σου;». Κι εκείνος με θάρρος εξηγούσε, πώς έγινε το θαύμα.
Κι όταν κατόπιν τον οδήγησαν στους Φαρισαίους, άρχισε μία νέα ανάκριση: «Πώς βρήκες το φως σου;». Κι ενώ εκείνος τους εξήγησε, οι Φαρισαίοι δεν ήθελαν να το παραδεχθούν. Κάποιοι μάλιστα έλεγαν για τον Κύριο: «Αυτός δεν είναι απεσταλμένος του Θεού, διότι δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι όμως απαντούσαν: «Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια μεγάλα θαύματα;». Κι άρχισαν πάλι να εξετάζουν τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν;». Κι αυτός τους είπε: «Εγώ λέω ότι είναι προφήτης».
Οι Φαρισαίοι όμως επιμένουν στην άρνηση. Γι’ αυτό φωνάζουν τους γονείς του και τους ρωτούν: «Αυτός είναι ο γυιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Και πώς τώρα βλέπει;». Οι γονείς όμως φοβισμένοι μήπως τους διώξουν από τη Συναγωγή απάντησαν: «Αυτός είναι ο γυιος μας και πράγματι τυφλός γεννήθηκε. Πώς όμως τώρα βλέπει, δεν ξέρουμε. Ώριμη ηλικία έχει, ρωτήστε τον.».
Οι γονείς λοιπόν αποφεύγουν να δώσουν σαφή απάντηση για το θαύμα. Φοβούνται και τρέμουν καθώς βλέπουν τους Φαρισαίους να μιλούν με θυμό και απειλές, για να τους εκφοβίσουν. Κι απαντούν μόνο στις δύο πρώτες ερωτήσεις τους. Στην τρίτη σιωπούν, ενώ ήταν βέβαιοι για το θαύμα και όφειλαν να απαντήσουν από ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο που θεράπευσε το παιδί τους. Αλλά αυτοί τρομοκρατημένοι άφησαν τον γυιο τους μόνο του να σηκώσει το βάρος των απειλών των Φαρισαίων.
Η ιστορία αυτή επαναλήφθηκε πολλές φορές μέσα στην πορεία της Εκκλησίας. Το ίδιο συμβαίνει και στις μέρες μας, που τόσο μεγάλη πολεμική γίνεται εναντίον του Χριστού και της Εκκλησίας μας. Οι συκοφαντίες και οι κατηγορίες πολλές, οι έμμεσες απειλές ύπουλες και ο φόβος κάνει πολλούς να φοβούνται να πουν την αλήθεια για πολλά θέματα πίστεως, να δειλιάζουν να πάρουν θέση και μάλιστα ενώπιον ανθρώπων που κατέχουν κάποια μεγάλη θέση στην κοινωνία· για να μην εκτεθούν, για να μην κινδυνεύσει η σταδιοδρομία τους, για να τα έχουν καλά με όλους. Έτσι προδίδουν το πιστεύω τους και καταπατούν τη συνείδησή τους. Όσους φοβόμαστε να ομολογήσουμε αυτό που πιστεύουμε και να υπερασπιστούμε την Εκκλησία μας, θα μας αρνηθεί κι ο Κύριος κατά την φοβερή ημέρα της κρίσεως.

Η ομολογία του πρώην τυφλού

Οι Ιουδαίοι αναστατωμένοι φώναξαν και πάλι τον πρώην τυφλό και του είπαν: «Δόξασε τον Θεό, ομολογώντας ότι πλανήθηκες. Ο άνθρωπος που σε θεράπευσε είναι αμαρτωλός, αφού καταλύει την αργία του Σαββάτου».
Εκείνος όμως με παρρησία και θάρρος απάντησε: «Εάν ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός δεν ξέρω. Ξέρω όμως πολύ καλά ότι ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω».
Κι αυτοί ξαναρωτούν: «Πώς σου άνοιξε τα μάτια;». Κι εκείνος ακόμη πιο θαρρετά απαντά: «Λίγο πριν σας το είπα και δεν θελήσατε να το παραδεχθείτε. Γιατί τώρα θέλετε ν’ ακούσετε πάλι τα ίδια; Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές του; Κι έπειτα ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς. Αλλά και ποτέ δεν ακούσθηκε, από τότε που έγινε ο κόσμος, ότι θεράπευσε κάποιος μάτια ανθρώπου που είχε γεννηθεί τυφλός».
Εκείνοι τώρα εξαγριωμένοι του λένε: «Εσύ γεννήθηκες βουτηγμένος στην αμαρτία και διδάσκεις εμάς;». Και τον έδιωξαν. Βρήκε όμως ο Κύριος τον πρώην τυφλό και του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;». «Και ποιος είναι, Κύριε, για να τον πιστεύσω;», αποκρίθηκε εκείνος. Είπε τότε σ’ αυτόν ο Ιησούς: «Αυτός που σου μιλάει, εκείνος είναι». «Πιστεύω, Κύριε», απαντά με ειλικρίνεια ο πρώην τυφλός. Και Τον προσκύνησε ως Υιό του Θεού.
Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη η ομολογία του πρώην τυφλού. Η παρρησία του εκδηλώνεται ολοένα και πιο θαυμαστή. Ομολογεί αρχικώς γεμάτος ευγνωμοσύνη στους γνωστούς το θαύμα. Και, όταν οδηγείται μπροστά στους τυφλωμένους από την κακία Φαρισαίους, δεν κάμπτεται από τις απειλές τους και την ασφυκτική τους πίεση. Περιγράφει και πάλι το θαύμα και ομολογεί χωρίς να φοβάται ότι ο Ιησούς είναι προφήτης. Κι όταν οι Φαρισαίοι απαιτούν να ομολογήσει ότι πλανήθηκε, αυτός ακάθεκτος επιμένει στην αλήθεια. Και τελικά προτιμά να φύγει μακριά τους, μένοντας σταθερός στην ομολογία του, ό,τι κι αν αυτό θα του κοστίσει.
Και μας διδάσκει ο άνθρωπος αυτός, ο πρώην τυφλός, να ομολογούμε κι εμείς την αλήθεια με θάρρος, με ενθουσιασμό και καύχηση, όπου και όταν μας το ζητάει αυτό ο Κύριος. Και γιατί να το κάνουμε αυτό; Διότι ο Χριστός μας άνοιξε τα τυφλά μάτια της ψυχής, μας έμαθε να ζούμε, να πορευόμαστε, να ελπίζουμε. Γεμάτοι ευγνωμοσύνη λοιπόν κι εμείς να ομολογούμε τον ευεργέτη μας. Είναι προτιμότερο να μείνουμε απομονωμένοι ομολογώντας την αλήθεια, παρά να είμαστε φίλοι όλου του κόσμου συμβιβασμένοι με το ψέμα. Και ο Χριστός θα μας ευλογήσει. Θα μας ομολογήσει ως παιδιά του αγαπημένα και θα μας καταστήσει πολίτες της Βασιλείας του.
https://xfd.gr

Πέμπτη 19 Μαΐου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ



…Ο Κύριος, αγαπητοί Χριστιανοί, μας σημειώνει για τη σημερινή μέρα ο εν Αγίοις πατήρ ημών Γρηγόριος ο Παλαμάς, κηρύττοντας το ευαγγέλιο της βασιλείας πριν από το πάθος, δεικνύει στους μαθητές ότι η εκλογή των αξίων της πίστεως δεν θα γίνει μόνο ανάμεσα στους Ιουδαίους, αλλά και ανάμεσα στους Εθνικούς.
Έρχεται, λοιπόν, ο Κύριος σε μια πόλη της Σαμάρειας που λέγεται Σιχάρ. …Εκεί ήταν η πηγή του Ιακώβ, το πηγάδι που εκείνος είχε ανοίξει. Κουρασμένος ο Κύριος από την οδοιπορία κάθισε μόνος του δίπλα από το πηγάδι, γιατί οι μαθητές του πήγαν να αγοράσουν τροφές. Εκεί έρχεται μια γυναίκα από τη Σαμάρεια να πάρει νερό και ο Κύριος διψώντας ως άνθρωπος, της ζήτησε νερό. Αυτή αντελήφθηκε από την εμφάνισή του ότι ήταν Ιουδαίος και θαύμασε πως ένας Ιουδαίος ζητά νερό από την εθνική Σαμαρείτιδα. Αν γνώριζες, της είπε, τη δωρεά του Θεού, ποιος είναι αυτός που σου ζητά να πιει νερό, εσύ θα του ζητούσες και θα σου έδινε ζωντανό νερό. Ο Κύριος επιβεβαίωσε ότι αν γνώριζε θα γινόταν μέτοχος πραγματικά ζωντανού νερού, όπως έπραξε και απόλαυσε αργότερα όταν το έμαθε, ενώ το συνέδριο των Ιουδαίων που έμαθαν σαφώς, σταύρωσαν τον Κύριο της δόξης.

Η Σαμαρείτιδα δεν κατάλαβε το μεγαλείο του ζωντανού νερού, απορεί που θα βρεις νερό χωρίς κουβά σε ένα βαθύ πηγάδι. Έπειτα επιχειρεί να τον συγκρίνει με τον Ιακώβ, που τον αποκαλεί πατέρα, εξυμνώντας το γένος από το τόπο και εξαίρει το νερό με τη σκέψη ότι δεν μπορεί να βρεθεί καλύτερο. Όταν όμως άκουσε ότι το ''νερό που θα σου δώσω'' θα γίνει πηγή που τρέχει προς αιώνια ζωή, άφησε λόγο ψυχής που ποθεί και οδηγείται προς τη πίστη και ζήτησε να το λάβει για να μη ξαναδιψάσει. Ο Κύριος θέλοντας να αποκαλύπτεται λίγο λίγο, της λέγει να φωνάξει τον άνδρα της, γνωρίζοντάς της πόσους άνδρες είχε και αυτόν που έχει τώρα δεν είναι δικός της. Εκείνη όμως δεν στενοχωρείται από τον έλεγχο, αλλά αμέσως καταλαβαίνει ότι ο Κύριος είναι προφήτης και του ζητά εξηγήσεις σε ψηλά ζητήματα.

Βλέπετε, συνεχίζει ο Άγ. Γρηγόριος πόση είναι η μακροθυμία και η φιλομάθεια αυτής της γυναίκας; Πόση συλλογή και γνώση είχε στη διάνοιά της, πόση γνώση της θεόπνευστης Γραφής; Και αμέσως τον ρωτά που πρέπει να λατρεύεται σωστά ο Θεός, εδώ σ' αυτό το τόπο ή στα Ιεροσόλυμα; Και τότε παίρνει τη απάντηση, ότι έρχεται η ώρα οπότε ούτε στο όρος αυτό ούτε στα Ιεροσόλυμα θα προσκυνήτε τον Πατέρα. Της γνωρίζει μάλιστα ότι η σωτηρία είναι από τους Ιουδαίους, δεν είπε θα είναι, στο μέλλον, γιατί ήταν αυτός ο ίδιος. Έρχεται ώρα και είναι τώρα που οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνούν το Πατέρα κατά Πνεύμα και αλήθεια.

Γιατί ο ύψιστος και προσκυνητός Πατέρας, είναι Πατέρας αυτοαληθείας, δηλαδή του μονογενούς Υιού και έχει Πνεύμα αληθείας, το Πνεύμα το άγιο και αυτοί που τον προσκυνούν, το πράττουν έτσι διότι ενεργούνται δι' αυτών. Ο Κύριος απομακρύνει κάθε σωματική έννοια τόπο και προσκύνηση, λέγοντας: «Πνεύμα ο Θεός και αυτοί που τον προσκυνούν πρέπει να τον προσκυνούν κατά Πνεύμα και αλήθεια». Ως πνεύμα που είναι ο Θεός είναι ασώματος, το δε ασώματο δεν ευρίσκεται σε τόπο ούτε περιγράφεται με τοπικά όρια. Ως ασώματος ο Θεός δεν είναι πουθενά, ως Θεός δε είναι παντού, ως συνέχων και περιέχων το παν.

Παντού είναι ο Θεός όχι μόνο εδώ στη γη αλλά και υπεράνω της γης, Πατήρ ασώματος και κατά τον χρόνο και σε τόπο αόριστος.

Βέβαια και η ψυχή και ο άγγελος είναι ασώματα, δεν είναι όμως σε τόπο, αλλά δεν είναι και παντού, γιατί δεν συνέχουν το σύμπαν αλλά αυτά έχουν ανάγκη του συνέχοντος.

Η Σαμαρείτιδα καθώς άκουσε από το Χριστό αυτά τα εξαίσια και θεοπρεπή λόγια, αναπτερωμένη, μνημονεύει τον προσδοκώμενο και ποθούμενο Μεσσία, τον λεγόμενο Χριστό που όταν έρθει θα μας τα διδάξει όλα. Βλέπετε πως ήταν ετοιμότατη για την πίστη; Από που θα γνώριζε τούτο, αν δεν είχε μελετήσει τα προφητικά βιβλία με πολλή σύνεση; Έτσι προλαβαίνει περί του Χριστού ότι θα διδάξει όλη την αλήθεια. Μόλις την είδε ο Κύριος τόσο θερμή της λέγει απροκάλυπτα: Εγώ είμαι ο Χριστός, που σου μιλώ. Εκείνη γίνεται αμέσως εκλεκτή ευαγγελίστρια και αφήνοντας τη υδρία και το σπίτι της τρέχει και παρασύρει όλους τους Σαμαρείτες προς το Χριστό και αργότερα με τον υπόλοιπο φωτοειδή βίο της (ως Αγία Φωτεινή) σφραγίζει με το μαρτύριο την αγάπη της προς τον Κύριο.


Αδελφοί μου!
«Οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτο προσεκύνησαν, και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος όπου δει προσκυνείν». Δύο αντίθετες ψυχικές καταστάσεις συναντιούνται στο πρόσωπο της Σαμαρείτιδας γυναικός της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής. Ηθικές αταξίες από τη μια, και πνευματικά ενδιαφέροντα από την άλλη. Η Σαμαρείτιδα έρχεται στο πηγάδι με τη στάμνα. Ατενίζει εκεί τον Εβραίο οδοιπόρο (το Χριστό), να αποτείνεται προς αυτήν και να της ζητά να Του δώσει νερό («δος μοι πιείν»). Ο Χριστός δεν έχει «άντλημα», για να βγάλει νερό από το πηγάδι του Ιακώβ πράγμα που έχει η Σαμαρείτιδα γυναίκα. Διψούν και οι δύο. Ο Θεός και ο άνθρωπος. Η δίψα του καθενός είναι διαφορετική. Ο Κύριος διψά να δώσει το πνευματικό «ζων ύδωρ», στον κάθε κουρασμένο στρατοκόπο της ζωής, που είναι έτοιμος να το δεχθεί, για να έχει πραγματική δροσιά και ψυχοσωματική υγεία. Η Σαμαρείτιδα (ο άνθρωπος), διψά από εγκόσμια, αγαθά και απολαύσεις. Ο Κύριος στο πρόσωπο της Σαμαρείτιδας διέγνωσε ότι κάτω από τη στάκτη των ηθικών ολισθημάτων της υπήρχε σπινθήρας πίστης και ευλάβειας. Θέλει να τη φέρει σε επίγνωση των πράξεών της και σε μετάνοια. Με την αποκαλυπτική για τη ζωή της φράση του, «πέντε γαρ άνδρας έσχες, και νυν ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ», πέτυχε τη μεταστροφή της. Έπεσε η γυναίκα αυτή από ανθρώπινη αδυναμία. Έχει όμως τη διάθεση για μετάνοια και σωτηρία (και γίνεται παράδειγμα για όλους μας, να μην απελπιζόμαστε γιατί πέσαμε σε αμαρτίες, αλλά να αγωνιζόμαστε, βέβαιοι ότι θα πετύχουμε τη σωτηρία μας, όταν με μετάνοια και συντριβή επιστρέψουμε κοντά στο Θεό). Αφήνει την παλιά αμαρτωλή ζωή της εκεί στο πηγάδι και διαλέγεται με το Χριστό, τον οποίο αναγνώρισε στον εσωτερικό της κόσμο, ως άνθρωπο του Θεού, για την αληθινή προς το Θεό λατρεία. Θα ήταν άδικη και επιπόλαια για αυτήν η κρίση ότι δεν έβλεπε την ηθική της αθλιότητα και ασχολείτο με θρησκευτικές απορίες και συζητήσεις. Όμως το ανησυχητικό δεν είναι σ’ αυτήν αλλά σε όσους πέσουν στα πλοκάμια της αμαρτίας και αποξενωθούν από κάθε θρησκευτικό και ηθικό ενδιαφέρον; «Δεινόν η ραθυμία, μεγάλη η μετάνοια», ψάλλει η Εκκλησία μας. Ο Θεός είναι πνεύμα και για τούτο δεν περιορίζεται σε τόπους. Εκείνοι δε που τον λατρεύουν, πρέπει να τον προσκυνούν με τις εσωτερικές πνευματικές τους δυνάμεις, με αφοσίωση της καρδίας και του νου και με αληθινή επίγνωση του Θεού και της λατρείας που του πρέπει. Ο Θεός όλους που εκζητούν το έλεός Του, δεν τους απορρίπτει. Καλεί πάντα άνθρωπο να έχει φωτισμένη πίστη και ζωή, όπως φωτεινή έγινε και η προσωπικότητα της Σαμαρείτιδας γυναικός, που μετέπειτα έγινε ισαπόστολος και πήρε το όνομα Φωτεινή, έγινε αγία και η Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη της κάθε χρόνο 5η Κυριακή του Πάσχα αλλά και στις 26 Φεβρουαρίου.

Πέμπτη 12 Μαΐου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ (1774 – 1795)

 

Agios_Theodoros_o_ByzantiosΜέσα στη σεπτή χορεία των ενδόξων νεομαρτύρων της ορθοδόξου πίστεως, που έλαμψαν ως φωταυγείς αστέρες την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ξεχωριστή θέση κατέχει ο Άγιος νεομάρτυς Θεόδωρος ο Βυζάντιος, ο πολιούχος άγιος της Μυτιλήνης, ο οποίος απαγχονίστηκε για την αγάπη του Χριστού στις 17 Φεβρουαρίου 1795 και διέσωσε την πρωτεύουσα του ακριτικού και ευλογημένου αυτού νησιού του Αιγαίου από τη θανατηφόρο επιδημία της πανώλης το 1832.

Ο Άγιος νεομάρτυς Θεόδωρος γεννήθηκε το 1774 στο Νεοχώρι του Βυζαντίου και έζησε επί των ημερών της βασιλείας του σουλτάνου Μαχμούτ Α΄. Οι γονείς του ονομάζονταν Χατζή Αναστάσιος και Σμαραγδή και ανέθρεψαν χριστιανικά τόσο τον Θεόδωρο, όσο και τα δύο αδέλφια του, τον Αντώνιο και τον Γεώργιο. Μάλιστα ο Γεώργιος είχε τέτοια χριστιανική ευσέβεια, που μετά τον μαρτυρικό θάνατο του αδελφού του, του Θεοδώρου, χειροτονήθηκε μητροπολίτης Αδριανουπόλεως με το όνομα Γρηγόριος. Από μικρός ο Θεόδωρος ήθελε να γίνει ζωγράφος και γι’ αυτό πήγε με έναν ζωγράφο στα ανάκτορα του σουλτάνου, όπου άρχισε να εργάζεται. Όμως μέσα στο μουσουλμανικό περιβάλλον των ανακτόρων παρασύρθηκε από τις ηδονές και τη χλιδή σε τέτοιο βαθμό, ώστε αρνήθηκε τη χριστιανική του πίστη και ασπάσθηκε τον μωαμεθανισμό.

Πέρασαν τρία χρόνια και η θανατηφόρος επιδημία της πανώλης άρχισε να μαστίζει την περιοχή του Βυζαντίου. Πολλοί άνθρωποι όλων των κοινωνικών τάξεων οδηγήθηκαν στον θάνατο, γεγονός που έκανε τον Θεόδωρο να φοβηθεί και να σκεφθεί τον Θεό. Συναισθανόμενος το αμάρτημά του άρχισε να αναζητά τρόπο για να δραπετεύσει από τα ανάκτορα και να μετανοήσει για την εξώμοσή του. Προσπάθησε να φύγει, αλλά δεν τα κατάφερε, αφού ο δυνατός θόρυβος της πτώσης του από ψηλό τοίχο κινητοποίησε τους μωαμεθανούς των ανακτόρων, οι οποίοι και τον συνέλαβαν. Η δεύτερη προσπάθειά του στέφθηκε όμως με επιτυχία. Με τη βοήθεια ενός χριστιανού γούναρη των ανακτόρων προμηθεύτηκε ναυτικά ρούχα και αφού μουτζούρωσε το πρόσωπό του, έδεσε ένα μαντήλι στο μέτωπό του και σηκώνοντας στους ώμους του μία στάμνα, έφυγε από το παλάτι χωρίς να γίνει αντιληπτός από κανέναν. Μετά τη δραπέτευσή του κατόρθωσε να φτάσει σε συγγενικό του σπίτι, όπου μετά από λίγες ημέρες εξομολογήθηκε, χρίσθηκε με Άγιο Μύρο και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων.

Για να μην ανακαλυφθεί όμως από τους Τούρκους, αποφάσισε να φύγει και έφτασε στη Χίο, η οποία στάθηκε ο τόπος της ψυχικής του ανατάσεως, του πνευματικού του ανεφοδιασμού, της βαθιάς του μετανοίας και της προετοιμασίας του για να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Η καρποφόρα αυτή πνευματική προετοιμασία οφείλεται στην καθοδήγησή του από τον Άγιο Μακάριο Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου τον Νοταρά (1731 – 1805), ο οποίος αναδείχθηκε Γενάρχης του Φιλοκαλισμού, πολύτιμος συγγραφέας και θαυμαστός αλείπτης νεομαρτύρων. Την εποχή αυτή ο Άγιος Μακάριος εφησυχάζει και ασκητεύει στο μοναστήρι του Αγίου Πέτρου πάνω από την κωμόπολη του Βροντάδου και σ’ αυτόν τον χώρο ο Άγιος Θεόδωρος βρίσκει την ευκαιρία να διαβάσει πολλά ψυχωφελή βιβλία και κυρίως τα μαρτυρολόγια των νέων μαρτύρων, που τον ενισχύουν στην πίστη του και τον παροτρύνουν να ομολογήσει τον Χριστό και να μαρτυρήσει για την αγάπη Του. Τρεις φορές εξομολογήθηκε με δάκρυα στον Άγιο Μακάριο για το φοβερό αμάρτημα της αρνησιθρησκείας ζητώντας το έλεος του Θεού, ενώ καθημερινά υποβαλλόταν σε νέες δοκιμασίες για να στερεωθεί στην πίστη του και στην απόφασή του να μαρτυρήσει για τον Χριστό.

Οπλισμένος με ακλόνητη πίστη και σθεναρό φρόνημα ο νεαρός Θεόδωρος ανεχώρησε για τη Μυτιλήνη για να ομολογήσει εκεί τον Χριστό και να μαρτυρήσει γι’ Αυτόν. Στο ταξίδι του τον συνόδευσε και ο ευλαβής μοναχός Νεόφυτος, ο οποίος έμεινε κοντά του μέχρι το μαρτύριό του, συμπροσευχόμενος και ενισχύοντάς τον ψυχικά. Ο Θεόδωρος του ζήτησε μάλιστα μετά τον θάνατό του να πάει να βρει τους γονείς του για να τους παρηγορήσει, αλλά και να ευχαριστήσει για μια ακόμη φορά τον Άγιο Μακάριο, ο οποίος τον καθοδήγησε πνευματικά και τον στερέωσε στην πίστη του. Μέχρι σήμερα σώζονται επτά επιστολές του Αγίου Μακαρίου προς την οικογένεια του Αγίου Θεοδώρου.

Στη Μυτιλήνη ο νεαρός Θεόδωρος, αφού κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, φόρεσε τουρκικά ενδύματα και παρουσιάστηκε με θάρρος στις τουρκικές αρχές ομολογώντας με παρρησία τη χριστιανική του πίστη, την οποία, όπως είπε, πριν δέκα χρόνια πρόδωσε, ασπαζόμενος τον μωαμεθανισμό. Μάλιστα μπροστά στα έκπληκτα μάτια του κριτή πέταξε τον μωαμεθανικό σκούφο, έσχισε τα ενδύματά του και τα ποδοπάτησε περιφρονητικά. Στην αρχή νόμισαν, ότι είναι τρελός, αλλά ο μάρτυς απάντησε, ότι είναι χριστιανός ορθόδοξος και θα πεθάνει χριστιανός. Η ομολογία του Θεοδώρου εξόργισε τόσο πολύ τον κριτή και τους παρευρισκόμενους, ώστε αφού τον μαστίγωσαν, τον έστειλαν στο παλάτι του Ναζήρη. Εκεί τον έβαλαν στη φυλακή και τον υπέβαλαν σε πλήθος βασανιστηρίων. Τα πόδια του ήταν δεμένα και στον λαιμό του είχαν περάσει βαριά αλυσίδα. Κάθε μωαμεθανός, που περνούσε από μπροστά του, τον κορόιδευε ότι είναι τρελός, ενώ εκείνος ομολογούσε τον Χριστό και δήλωνε, ότι είναι υγιής και σώφρων.

Την επόμενη ημέρα οδηγήθηκε ενώπιον του Ναζήρη, ο οποίος προσπάθησε με δώρα και υποσχέσεις να τον μεταπείσει να ασπασθεί και πάλι τον μωαμεθανισμό. Ο Θεόδωρος όμως ομολόγησε και πάλι με παρρησία τη χριστιανική του ταυτότητα, αλλά και τη σταθερή του πρόθεση να μαρτυρήσει για τον ένα και αληθινό Θεό. Τότε ο Ναζήρης διέταξε να τον κλείσουν στη φυλακή και αφού τον έδεσαν, τον μαστίγωσαν ανελέητα με 300 μαστιγώσεις. Άφησαν μάλιστα και τις πόρτες της φυλακής ανοικτές και κάθε φορά, που έμπαινε κάποιος Τούρκος, τον κτυπούσε βάναυσα. Ο Θεόδωρος προσευχόταν διαρκώς στον Θεό και δεχόταν με καρτερία τα βασανιστήρια, ενώ συνέχισε να δηλώνει, ότι είναι χριστιανός. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να του βγάλουν τα μάτια και να του γυρίσουν το κεφάλι προς τα πίσω, ενώ για να τον κάνουν να σωπάσει, του έβαλαν στο στόμα μία ράβδο και του έσπασαν τα δόντια.

Το πρωί του Σαββάτου ο χριστιανός φύλακας τον βρήκε μισοπεθαμένο μέσα στη φυλακή να ψάλλει χαμηλόφωνα τον ύμνο «Τη Υπερμάχω». Στη συνέχεια του ζήτησε να πει στον αρχιερέα να του αποστείλει Θεία Κοινωνία, όπως και έγινε.

Την εποχή αυτή κάποιος νέος από τη Θεσσαλονίκη με το όνομα Γεώργιος είχε διαβάσει για τα μαρτύρια των παλαιών μαρτύρων, αλλά είχε εξεφράσει τις αμφιβολίες του γι’ αυτά. Έτσι ακούγοντας τα βασανιστήρια του Θεοδώρου, επιθυμούσε να μπει στη φυλακή και να δει τον νεαρό αθλητή της πίστεως.  Γι’ αυτό και προκάλεσε τον εγκλεισμό του στη φυλακή και έζησε από κοντά πολλά από τα βασανιστήρια, που υπέστη ο Θεόδωρος, όπως το δέσιμο του κεφαλιού με σχοινί, το κάψιμο του λαιμού του και το μαστίγωμα. Ο Θεόδωρος ευχαρίστησε τον νεαρό Γεώργιο, που βρέθηκε κοντά του και τον ενίσχυσε με την παρουσία του στο μαρτύριο.

Ο τοπάρχης όμως της περιοχής πληροφορούμενος τα γεγονότα, δήλωσε ότι όποιος βλασφημεί τη θρησκεία του, καταδικάζεται σε θάνατο. Γι’ αυτό και επισκέφθηκε τον Θεόδωρο στη φυλακή, ζητώντας του να του δώσει το «σαλαβάτι» του, δηλαδή τη μαρτυρία της μουσουλμανικής θρησκείας. Τότε ο Θεόδωρος με παρρησία και σθένος μίλησε τόσο περιφρονητικά για τον Μωάμεθ και την πίστη του, ώστε αποφασίστηκε η θανατική του καταδίκη.

Στις 17 Φεβρουαρίου 1795, την ημέρα δηλαδή της μνήμης του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος, και σε ηλικία 21 ετών ο νεαρός Θεόδωρος έλαβε τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου με τον δι’ αγχόνης μαρτυρικό θάνατο. Το σώμα του μάρτυρος έμεινε τρεις ημέρες κρεμασμένο στην αγχόνη και πολλοί χριστιανοί προσέρχονταν με ευλάβεια και έκοβαν τεμάχιο από τον χιτώνα του, το οποίο βουτούσαν στο αίμα και το κρατούσαν ως φυλακτό. Μετά από τρεις ημέρες οι χριστιανοί ενταφίασαν το μαρτυρικό λείψανο με την πρέπουσα εκκλησιαστική τάξη στον Ιερό Ναό της Παναγίας Χρυσομαλλούσας στην πόλη της Μυτιλήνης, όπου μέχρι σήμερα σώζεται ο τάφος του, ενώ μετά από τρία χρόνια πραγματοποιήθηκε η ανακομιδή του ιερού λειψάνου, το οποίο βρέθηκε ακέραιο. Το γεγονός αυτό πιστοποίησε την αγιότητα του νεομάρτυρος, ο οποίος κατέλαβε ξεχωριστή θέση στη χορεία των πολυάριθμων αγίων της Λέσβου και στη θρησκευτική  συνείδηση των κατοίκων του νησιού. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις τριανταπέντε και πλέον εικόνες του Αγίου, που φυλάσσονται σε ιερούς ναούς του νησιού, αλλά και από την ιστόρηση εικόνος του Αγίου το 1798, τρία χρόνια δηλαδή μετά το μαρτύριό του, τεθησαυρισμένη σήμερα στον Ιερό Ναό Αγίας Βαρβάρας Παμφίλων Λέσβου.

Μετά την ανακομιδή το άφθαρτο λείψανο του Αγίου τοποθετήθηκε στην κρύπτη του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Αθανασίου μέχρι το 1832. Κατά το έτος αυτό έγινε το θαύμα της διασώσεως της πόλεως της Μυτιλήνης από τη θανατηφόρο πανώλη. Μόλις ξέσπασε η φοβερή επιδημία και ο θάνατος άρχισε να κτυπά ολοένα και περισσότερες οικογένειες, οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να διαφύγουν στους γύρω λόφους. Όμως τίποτα δεν μπόρεσε να σταματήσει τον θάνατο, ούτε και η αποστολή γιατρών και φαρμάκων έφερε κάποιο αποτέλεσμα. Τότε ο Άγιος παρουσιάστηκε κατ’ όναρ το βράδυ της πρώτης Παρασκευής της Μεγάλης Τεσσαρακοστής στον τότε Πρωτοσύγκελλο Καλλίνικο και του παρήγγειλε να πει στον Μητροπολίτη να μαζέψει τους χριστιανούς, που είχαν φύγει από την πόλη και να κάνουν αγρυπνία στον Μητροπολιτικό Ναό, βγάζοντας το λείψανο από την κρύπτη του ναού. Ο Πρωτοσύγκελλος δεν έδωσε σημασία στο όνειρο, αλλά ο Άγιος εμφανίστηκε και πάλι στον ύπνο του μετά από μία εβδομάδα. Τότε ενημέρωσε τον Μητροπολίτη, ο οποίος με τη σειρά του ζήτησε από τον Τούρκο διοικητή να ειδοποιηθούν οι χριστιανοί για να τελεσθεί η αγρυπνία. Κατά τις πρωινές ώρες και ενώ ο ναός ήταν κατάμεστος από χριστιανούς, που παρακολουθούσαν την αγρυπνία, ο Μητροπολίτης και ο Πρωτοσύγκελλος έβγαλαν από την κρύπτη το ιερό λείψανο του Αγίου και έκαναν λιτανεία γύρω από τον ναό. Από εκείνη τη στιγμή σταμάτησε η επιδημία της πανώλης, γεγονός που οδήγησε στην καθιέρωση και ανακήρυξη του Αγίου Θεοδώρου του Βυζαντίου ως πολιούχου και προστάτου της πόλεως και του νησιού της Μυτιλήνης. Από το 1832 το ιερό λείψανο του πολιούχου του νησιού φυλάσσεται ως «τιμαλφής θησαυρός» στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Αθανασίου, εις ανάμνηση δε της θαυματουργικής διασώσεως της πόλεως της Μυτιλήνης από τη θανατηφόρο πανώλη καθιερώθηκε από το 1936 με πρωτοβουλία του Μητροπολίτου Μυτιλήνης Ιακώβου του από Δυρραχίου παλλεσβιακή πανήγυρις με πάνδημη λιτάνευση του ιερού λειψάνου του στην πόλη της Μυτιλήνης την Κυριακή του Παραλύτου.

Το 1995 πραγματοποιήθηκαν επίσης στη Μυτιλήνη λαμπρές εορταστικές εκδηλώσεις επ’ ευκαιρία της επετειακής συμπληρώσεως 200 ετών από το μαρτύριο του Αγίου (1795-1995), μεταξύ δε των οποίων ήταν και η θεμελίωση του περικαλλούς Ιερού Ναού του Αγίου στο προαύλιο του Στρατηγείου της 98 ΑΔΤΕ, ενώ το 1998 συνεκλήθη και το πρώτο Ειδικό Επιστημονικό Συνέδριο προς τιμήν του.

Ευχή όλων μας είναι ο πολιούχος της Μυτιλήνης Άγιος νεομάρτυς Θεόδωρος ο Βυζάντιος να πρεσβεύει αδιάλειπτα στον Πανάγαθο Θεό για την ενίσχυση της χριστιανικής πίστεως στην Ελλάδα του 21ου αιώνα και για τη σωτηρία της ψυχής μας στην υλιστική και τεχνοκρατική εποχή μας.

Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος

Εκπαιδευτικός

Τρίτη 3 Μαΐου 2022

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ

 

 Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ


(8 Μαΐου)

Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα


Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης είναι ο υψιπέτης αετός της Θεολογίας. Έγραψε το θεολογικότερο των Ευαγγελίων. Η Εκκλησία του απένειμε την προσωνυμία του Θεολόγου και στην αγιογραφία εικονίζεται με έναν αετό κοντά στο κεφάλι του. Είναι όμως και ο Ευαγγελιστής της αγάπης. Όχι μόνο γιατί αναφέρεται συνεχώς στην αγάπη, αλλά κυρίως γιατί την βίωνε και την εξέφραζε. Ήταν ο “μαθητής “όν ηγάπα ο Ιησούς”, αλλά και αυτός αγαπούσε πολύ τον Διδάσκαλό του. Τον ακολούθησε και στις πιο δύσκολες ώρες της επίγειας ζωής Του. Όταν οι άλλοι μαθητές ήσαν κρυμμένοι “διά τον φόβον των Ιουδαίων”, αυτός ήταν παρων στην σύλληψή Του, στην “δίκη” και στον Γολγοθά, όπου κάτω από τον Σταυρό του εμπιστεύθηκε ο Χριστός την μητέρα Του. Μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και τον Πέτρο αποτελούσαν την τριάδα τον μαθητών που έλαβε μαζί του ο Χριστός στην ανάσταση της κόρης του Ιαείρου, στο όρος Θαβώρ, όπου “μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών”, καθώς και στην Γεθσημανή, όπου προσευχήθηκε πριν από το πάθος Του.

Αγαπούσε και όλο τον κόσμο, γιατί όποιος αγαπά τον Θεό αγαπά και ό,τι Αυτός δημιούργησε και κυρίως τους συνανθρώπους του. Όλους ανεξαιρέτως, εχθρούς και φίλους χωρίς διακρίσεις. Με μια αγάπη αληθινή απαλλαγμένη από ιδιοτέλειες, συμφέροντα και ρατσισμό, που είναι γνωρίσματα ακαθάρτων και εμπαθών ανθρώπων. Οι άγιοι ως απαθείς και κεκαθαρμένοι, βιώνουν την αυθεντική αγάπη που αγκαλιάζει και τους εχθρούς. Στην νήσο Πάτμο όπου βρισκόταν εξόριστος, εξ αιτίας αυτής του της αγάπης, αξιώθηκε να δη και να καταγράψη την Αποκάλυψη. Συνέγραψε, επίσης, και τρεις θαυμάσιες επιστολές.

Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο αρχίζει να αφηγείται τα της ζωής του Χριστού, στο Ευαγγέλιο που συνέγραψε. “Εν αρχή ήν ο Λόγος και ο Λόγος ήν προς τον Θεόν και Θεός ήν ο Λόγος· πάντα δι’ αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ έν ό γέγονεν· εν αυτώ ζωή ήν, και η ζωή ήν το φως των ανθρώπων. Και το φως εν τη σκοτία φαίνει και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν”. Δηλαδή, κατά την αρχήν (τής δημιουργίας) υπήρχεν ο Λόγος και ο Λόγος ήταν προς τον Θεόν και Θεός ήταν ο Λόγος. Αυτός υπήρχε εν αρχή προς τον Θεόν. Όλα έγιναν δι’ αυτού και χωρίς αυτόν τίποτε δεν έγινε από όσα έχουν γίνει. Μέσα σε Αυτόν υπήρχε ζωή και η ζωή ήταν το φως των ανθρώπων. Και το φως φωτίζει στο σκοτάδι και το σκοτάδι δεν το κατενίκησε.

Αρχίζει με την θεμελειώδη αλήθεια ότι ο Λόγος, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, είναι τέλειος Θεός και υπήρχε πάντοτε ενωμένος με τον Πατέρα. Δεν υπήρξε περίοδος που δεν υπήρχε. Γεννάται αϊδίως από το Πατέρα και είναι άναρχος και ατελεύτητος. Υπήρχε προ της δημιουργίας, αφού αυτός είναι ο δημιουργός του κόσμου, με την έννοιαν ότι όλα τα δημιουργήματα, ορατά και αόρατα, έγιναν δι’ αυτού. Δηλαδή τα πάντα δημιούργησε ο Τριαδικός Θεός “ο Πατήρ δι’ Υιού εν Πνεύματι Αγίω”. Ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι η ζωή και το φώς, που φωτίζει τους ανθρώπους, εννοείται τους δεκτικούς φωτισμού. Αυτούς που έχουν τις προϋποθέσεις να δούν αυτό το φώς, που δεν είναι κτιστό και αισθητό, αλλά άκτιστο. Ο Θεός είναι άκτιστος και επομένως και οι ενέργειές Του είναι άκτιστες. Και υπάρχει χαώδης διαφορά μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Το κτιστό είναι πεπερασμένο, υπόκειται στην φθορά και στον θάνατο, δεν δύναται να αναγεννήση και να σώση, ενώ το άκτιστο, ο άγιος Τριαδικός Θεός, είναι άναρχος και ατελεύτητος, είναι το φως και η ζωή των ανθρώπων. Όσοι ζουν στο σκότος των παθών δεν μπορούν ούτε να αντιληφθούν την ύπαρξη αυτού του φωτός, που δεν μπορεί να το κατανικήση κανένα σκοτάδι αμαρτίας ή πλάνης ή αίρεσης. Αυτό το φώς, που είναι η δόξα του Χριστού, το είδε ο Ιωάννης στο όρος Θαβώρ, μαζί με τον Πέτρο και τον Ιάκωβο, “καθώς ηδύνατο”. Μαρτυρεί και ομολογεί για αυτά που είδε, άκουσε, αισθάνθηκε, οσφράνθηκε και βίωσε σε όλη του την ύπαρξη, η οποία μεταμορφώθηκε. Γιατί στο Θαβώρ έχουμε μεταμόρφωση του Χριστού αλλά και μεταμόρφωση των μαθητών. Μεταμορφώθηκαν τα αισθητά τους μάτια, για να μπορέσουν να δούν εκείνο το φώς. “Το φως εκείνο δεν ήταν αισθητό, ούτε οι ορώντες έβλεπαν με απλούς αισθητούς οφθαλμούς. Οι οφθαλμοί των μαθητών μετασκευάσθηκαν με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Για την θέα του Φωτός εκείνου “τυφλοί εισιν οι κατά φύσιν ορώντες οφθαλμοί”. Γι’ αυτό και οι Μαθηταί “ενηλλάγησαν και ούτω την εναλλαγήν είδον”. Έχουμε λοιπόν μεταμόρφωση και των Μαθητών για να αξιωθούν να δούν την δόξα του Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου” (Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως αγιορείτης, β’ έκδ., σελ.345-346).

Υπαρχουν και σήμερα άγιοι που έχουν εμπειρίες ανάλογες με εκείνες των αγίων Αποστόλων. Βιώνουν, δηλαδή, τα τρία στάδια της πνευματικής ζωής, ήτοι την κάθαρση της καρδιάς, τον φωτισμό του νού και την θεωρία του ακτίστου φωτός. Η Ορθόδοξη Εκκλησία διασώζει ανόθευτη την πίστη, όπως την παρέδωσαν ο Χριστός και οι Απόστολοι, καθώς και τον τρόπο θεραπείας της ψυχής από τα πάθη. Οι εμπαθείς δεν μπορούν να αγαπούν αληθινά, γιατί ανακατεύουν την αγάπη με την ιδιοτέλεια και το συμφέρον. Και είναι γνωστό από την Ιστορία, αλλά και από τα πρόσφατα γεγονότα, ότι τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην ανθρωπότητα έχουν διαπραχθεί στο όνομα της αγάπης και του δικαίου. Η αυθεντική αγάπη έχει σχέση με την ορθή πίστη και την εσωτερική καθαρότητα και δεν εκφράζεται “λόγω μηδέ τη γλώσση, αλλ’ εν έργω και αληθεία” (Α’ Ιωάν. γ,18).