Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021

Κυριακή Θ Ματθαίου


Κήρυγμα Κυριακή Θ Ματθαίου
π. Γεωργίου Δορμπαράκη

https://proskynitis.blogspot.com

Βλέπων δε (ο Πέτρος) τον άνεμον ισχυρόν εφοβήθη, και αρξάμενος καταποντίζεσθαι έκραξε λέγων: Κύριε, σώσον με᾽ (Ματθ. 14, 30)

   Ένα εξαιρετικά θαυμαστό γεγονός μάς περιγράφει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, το οποίο κάνει τους μαθητές του Κυρίου να μείνουν έκθαμβοι για μία ακόμη φορά μπροστά στη θεϊκή ενέργεια του Διδασκάλου τους. Ο Κύριος έχει διαλύσει τα πλήθη που Τον ακολουθούσαν, έχει στείλει τους μαθητές Του με πλοιάριο, παρ᾽ όλη τη θαλασσοταραχή, στην απέναντι όχθη από εκεί που βρίσκονταν, έχει αποσυρθεί σε πολύωρη προσευχή στο όρος, και ξαφνικά εμφανίζεται ξημερώματα στους ταλαιπωρημένους από την ταραγμένη θάλασσα μαθητές Του, περπατώντας πάνω στα κύματα.
   Η αντίδραση των μαθητών ήταν εντελώς φυσική: τρόμαξαν και αμφισβήτησαν την πραγματική παρουσία Του. Κι ο Πέτρος, προκειμένου να πειστεί ότι όντως είναι ο Κύριος, ζητά από Αυτόν να έρθει κοντά Του, με τον ίδιο θαυμαστό τρόπο που και Εκείνος βρισκόταν εκεί: να περπατήσει δηλαδή πάνω στα κύματα, κάτι που γίνεται. Μα στην πορεία ο Πέτρος κλονίζεται και αρχίζει να καταποντίζεται. Στον πανικό του κραυγάζει προς τον Κύριο να τον σώσει, κι ο Κύριος βεβαίως ανταποκρίνεται αμέσως, ελέγχοντας όμως τον μαθητή του για την ολιγοπιστία του.
   1. Ο Πέτρος βιώνει διπλή αντιθετική εμπειρία. Τη μία στιγμή μετέχει στο θάμβος του θαύματος: να περπατά πάνω στα κύματα· αμέσως μετά βιώνει την αγωνία του θανάτου: καταποντίζεται μέσα σ᾽ αυτά. Ζει κάτι που θα το ζήσει και αργότερα, όταν τη μία στιγμή θα ομολογεί με φωτισμό του Θεού ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος (῾σύ εἶ ὁ Χριστός, ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος᾽), και την άλλη στιγμή θα δέχεται τον αυστηρότατο έλεγχο του Ίδιου ότι αποτελεί σκάνδαλο για Εκείνον, διότι ῾φρονεῖ τά τῶν ἀνθρώπων καί οὐ τά τοῦ Θεοῦ᾽.
   Αιτία για την εναλλαγή αυτή είναι η αστάθεια της πίστεώς του πρός τον Χριστό, που τον κάνει να κυμαίνεται μεταξύ πίστεως και ολιγοπιστίας: στην πρώτη περίπτωση – να περπατά πάνω στα κύματα – διαπιστώνουμε την πίστη του στα λόγια και την παρουσία του Κυρίου, στην άλλη – τον καταποντισμό - διαπιστώνουμε την ολιγοπιστία του ή και την απιστία του ακόμη σ᾽ Εκείνον. Αλλά το έχουμε εξηγήσει και άλλοτε: δεν έχει έλθει ακόμη η Πεντηκοστή, ώστε με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος να παγιωθεί αυτός και οι άλλοι μαθητές στη χαρισματική κατάσταση της αληθινής χριστιανικής πίστεως.

   2. Φυσιολογικά, θα έπρεπε ο απόστολος Πέτρος να συνεχίσει την επί των υδάτων πορεία του όχι μόνο διότι τον κάλεσε ο Χριστός, σαν μία υπακοή επομένως στον λόγο Του, αλλά και διότι πρίν από κάποιο διάστημα ο ίδιος και οι άλλοι μαθητές σε πλοιάριο πάλι ευρισκόμενοι, μαζί με τον Κύριο όμως, όταν κινδύνευσαν από τη θαλασσοταραχή και απευθύνθηκαν έντρομοι σ᾽ Εκείνον που φαινόταν να κοιμάται, είδαν, μέσα σε θάμβος πάλι, τον Διδάσκαλό τους να διατάσσει τον άνεμο και τα κύματα να γαληνέψουν. Κι έγινε αμέσως γαλήνη μεγάλη, ώστε διερωτώντο ποιος ήταν τελικώς Αυτός τον Οποίο ακολουθούσαν.
   3. Τι ήταν εκείνο που προκάλεσε αυτήν τη μετάπτωση από την πίστη στην ολιγοπιστία; Η ευαγγελική διήγηση με πολλή ενάργεια μας δίνει την απάντηση: ο Πέτρος, όσο ήταν στραμμένος προς τον Χριστό, όσο ατένιζε Εκείνον που τον καλούσε, μπορούσε και περπατούσε σαν σε ξηρά: σταθερά και με αυτοπεποίθηση.
  Μόλις όμως η προσοχή του μετατοπίζεται από τον Χριστό στη φουρτουνιασμένη από τον ισχυρό άνεμο θάλασσα, συνειδητοποιεί τη μη λογική κατάσταση και η όποια πίστη του κλονίζεται και χάνεται. Ο καταποντισμός του λοιπόν είναι γεγονός. Έτσι διαπιστώνει κανείς πολύ καθαρά ότι η προσήλωση στον Χριστό, η ενατένιση του προσώπου Του, όταν είναι ανταπόκριση στην κλήση Του, συνιστά το γεγονός της πίστεως, το οποίο οδηγεί στην υπέρβαση των όποιων προβλημάτων του ανθρώπου, κι ακόμη: στην υπέρβαση των λογικών στηριγμάτων της εμπειρίας του, η οποία (εμπειρία) αρνείται, όπως στο υπόψη γεγονός, την αποδοχή του ύδατος ως ξηράς.
   Με άλλα λόγια, όταν ο άνθρωπος καταλαμβάνεται από το πρόσωπο του Χριστού, όταν Τον κάνει κέντρο της ύπαρξής του, εκεί βιώνει καταστάσεις πάνω από το θεωρούμενο φυσιολογικό. ῾Πιστεύεις ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;᾽, είναι η ερώτηση την οποία θέτει ο Κύριος, κάθε φορά που πρόκειται να επιτελέσει ένα θαυμαστό γεγονός.
    Από την άλλη, όταν ο άνθρωπος χάσει την επαφή αυτή με τον Χριστό, όταν καταληφθεί από άλλα στοιχεία, απειλητικά για την ύπαρξή του, σαν τον Πέτρο με τα τεράστια κύματα, μοιάζει να ῾παγώνει᾽ από τον φόβο του και να βιώνει, όπως είπαμε, την αγωνία του θανάτου. ‘Ισως μπορεί κανείς να θυμηθεί εν προκειμένω το περιστατικό από την Παλαιά Διαθήκη με τη γυναίκα του Λωτ που ῾πέτρωσε᾽ κι έγινε ῾στήλη άλατος᾽: κι η γυναίκα αυτή χάνει την επαφή της με τον Θεό, διότι δείχνει ανυπακοή στο θέλημά Του, και η προσοχή της, στην περίπτωση εκείνη από περιέργεια, στρέφεται προς τη μαινόμενη φύση: τη βροχή από θειάφι. Και ῾πετρώνει᾽. Καταποντίζεται.
4. Η περίπτωση του Πέτρου λειτουργεί τυπολογικά: ξέρουμε πια οι πιστοί ότι κάθε φορά που αντιμετωπίζουμε πρόβλημα στη ζωή μας – και ποιος είναι εκείνος που θα ισχυριστεί ότι δεν έχει προβλήματα, προερχόμενα είτε από το περιβάλλον του είτε από τον εαυτό του με τα πάθη του είτε από τον ίδιο τον διάβολο; - η λύση είναι όχι η εμμονή μας στο πρόβλημα, αλλά η εν πίστει στροφή μας προς τον Χριστό.
Το ῾Κύριε, σῶσόν με᾽ ή αλλιώς ῾Κύριε, ᾽Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με᾽ πρέπει να αποτελεί την αδιάκοπη κραυγή μας, τη συνεχή προσευχή μας. Το θέμα δηλαδή είναι να μη χάνουμε την επαφή μας με Εκείνον. Όταν ο λόγος του Θεού και οι άγιοί μας στη συνέχεια μιλούν για την ῾κόλλησιν᾽ που πρέπει να έχει ο άνθρωπος στον Θεό, και μάλιστα στο πρόσωπο του Χριστού - ῾ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου, ἐμοῦ δέ ἀντελάβετο ἡ δεξιά Σου᾽ σημειώνει ο ψαλμωδός για παράδειγμα - δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να μιλούν για τη σωτηρία που ο άνθρωπος ζει με τον τρόπο αυτό. Η ῾κόλλησις᾽ αυτή είναι ακριβώς η αδιάκοπη, όπως είπαμε, ενατένιση του προσώπου του Χριστού.
῾Τι κάνεις εδώ;᾽ ρώτησε μια φορά ένας ιερέας κάποιον γέροντα, που καθημερινά ερχόταν στον ναό και καθόταν ώρες απέναντι στην εικόνα του Χριστού στο τέμπλο. ῾Τον βλέπω και με βλέπει, κι αυτό μου φτάνει᾽ απάντησε δακρυσμένος ο γέροντας.
Να βλέπω τον Χριστό που με βλέπει πάντοτε με το πλήρες αγάπης βλέμμα Του, αυτό συνιστά τη σωτηρία μας. Να θυμόμαστε όμως εξίσου ότι κατεξοχήν τον Κύριον Τον ῾βλέπουμε᾽, όταν είμαστε προσηλωμένοι και προσκολλημένοι στίς άγιες έντολές Του. Ο Ίδιος βεβαίωσε ότι εκεί βρίσκεται κρυμμένος και δι᾽ αυτών φανερώνεται μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Είναι μία πραγματικότητα, η οποία μας προκαλεί να ῾πειραματιστούμε᾽ πάνω της προκειμένου να την επιβεβαιώσουμε.

Τρίτη 10 Αυγούστου 2021

ΣΤΗ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» (Λουκ. 10,41-42)

Τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα εὐαγγέλια. Σ᾿αὐτὸ ὁ Κύριος δίνει ἀπάντησι σ᾿ ἕνα ἐρώτημα, ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ὅλους ἀνεξαιρέτως.
Τὸ ἐρώτημα εἶνε· Ὑπάρχει μόνο ὕλη, ἢ ὑπάρχει καὶ πνεῦμα; Καὶ ἂν ὑπάρχῃ καὶ πνεῦμα, τότε ποιό ἀπὸ τὰ δύο εἶνε ἀνώτερο καὶ ποιο θὰ προτιμοῦμε, τὴν ὕλη ἢ τὸ πνεῦμα; Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ δίνει ἀπάντησι τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ἀλλὰ θὰ σᾶς παρακαλέσω, νὰ δώσετε προσοχή.
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς πῆγε στὴ Βηθανία σ᾿ ἕνα φτωχόσπιτο, ὅπου κατοικοῦσαν τρία πρόσωπα· ὁ Λάζαρος, ποὺ ἀργότερα θὰ τὸν ἀναστήσῃ ὁ Κύριος, ἡ Μάρθα ἡ ἀδελφή του, καὶ ἡ ἄλλη ἀδελφή του ἡ Μαρία. Ἡ χαρά, ποὺ δοκίμασαν ἦταν ἀπερίγραπτη. Καὶ ἡ μὲν Μάρθα νόμισε, ὅτι θὰ εὐχαριστήσῃ τὸν Κύριο ἂν ἑτοιμάσῃ ἕνα καλὸ τραπέζι. Γι᾿ αὐτὸ ἄφησε τὸ Χριστὸ καὶ πῆγε στὴν κουζῖνα.
Ἡ Μαρία ὅμως, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ μπῆκε ὁ Χριστὸς μέσα στὸ σπίτι μέχρις ὅτου βγῆκε, δὲν ἀπομακρύνθηκε καθόλου ἀπὸ τὴ συντροφιά του. Σὰν σφουγγάρι ῥουφοῦσε ὅλα τὰ λόγια του, ποὺ δὲν ὑπάρχουν ἄλλα στὸν κόσμο· ὅπως παρηγορεῖ ὁ Χριστὸς δὲν σὲ παρηγορεῖ κανένας. Μόνο τὰ δικά του λόγια δίνουν φτεροῦγες καὶ ὑψώνουν τὸν ἄνθρωπο ψηλά, πολὺ ψηλά, γιὰ νὰ αἰσθανθῇ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι.
Ἡ Μάρθα κάποια στιγμὴ κουράστηκε μέσα στὴν κουζῖνα. Βγαίνει, ὅπως ἦταν ἀνασκουμπωμένη, καὶ λέει· «Κύριε, δὲν μὲ λυπᾶστε; Ἡ ἀδελφή μου μ᾿ ἄφησε μόνη. Δὲν τῆς λές, νὰ σηκωθῇ ἀπ᾽ τὸ κάθισμα καὶ νά ᾿ρθῃ μέσα στὴν κουζῖνα νὰ μὲ βοηθήσῃ;». Καὶ τότε ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὅλο ἀγάπη καὶ ξέρει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, ζύγισε τὴ Μάρθα, ζύγισε τὴ Μαρία, καὶ εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ ἀκούσαμε· «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία»(Λουκ. 10,41-42). Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Εἶνε σὰν νὰ ἔλεγε· Μάρθα, στὸ φτωχικό σου δὲν ἦρθα γιὰ φαΐ.
Ὅπως ἡ ἀδελφή σου ἀκούει τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, ἔτσι κ᾿ ἐσὺ νὰ ἔρθῃς ἐδῶ ν᾿ ἀκούσῃς. Ὅσο γιὰ τὸ φαγητό, μετὰ τὴ διδασκαλία κάτι θὰ βρεθῇ νὰ φᾶμε. Ἐδῶ ἦρθα νὰ δώσω τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ Μαρία «τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο»(Λουκ. 10,41-42)· διάλεξε τὸ καλύτερο, διάλεξε ὄχι τὴν ὕλη ἀλλὰ τὸ πνεῦμα.
Νομίζω, ἀγαπητοί μου, ὅτι τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ εἶνε ἡ φωτογραφία ὅλων μας. Καὶ σήμερα βρίσκουμε ἀνάλογα παραδείγματα. Ἀπ᾿ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδι τί σκέπτονται οἱ ἄνθρωποι σήμερα; ἀγγέλους, ἀρχαγγέλους, τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν «ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι» τὴν οἰκουμένην ὅλην, αὐτὰ σκέπτονται; Ὁ κόσμος σήμερα ἔχει πέσει στὴν ὕλη. Ὅλοι, μὲ διαφόρους τρόπους, κυνηγοῦν τὸ χρῆμα. Πῶς τὰ ἑκατὸ νὰ τὰ κάνουν διακόσα, τὰ διακόσα νὰ τὰ κάνουν τετρακόσα… Συνεχῶς τρέχουν λαχανιασμένοι, σὰν τὸ σκύλο ποὺ ἀσθμαίνει μὲ τὴ γλῶσσα ἔξω.
Λένε γιὰ κάποιον ἀρχαῖο βασιλέα, ὅτι δὲν κοίταζε ἄλλο παρὰ μόνο πῶς νὰ θησαυρίσῃ. Παρακαλοῦσε τοὺς θεοὺς νὰ τοῦ κάνουν τὴ χάρι, ὅ,τι πιάνει νὰ γίνεται χρυσάφι. Καὶ οἱ θεοί, λέει, ἄκουσαν τὴν προσευχή του· καὶ ἔπιανε πέτρες γίνονταν μάλαμα, ἔπιανε ξύλα γίνονταν μάλαμα, ἔπιανε ζῷα γίνονταν χρυσᾶ μοσχάρια, ἔπιανε λουλούδια γίνονταν κι αὐτὰ χρυσᾶ. Κάθισε στὸ τραπέζι νὰ φάῃ, ἔγιναν καὶ τὰ πιάτα καὶ τὸ φαῒ χρυσᾶ. Τέλος ἄγγιξε καὶ τὴν κόρη του καὶ ἔγινε κι αὐτὴ χρυσὸ ἄγαλμα.
Τότε κατάλαβε, ὅτι ὑπάρχουν κι ἄλλα πράγματα ἀνώτερα ἀπὸ τὸ χρυσάφι. Ὑπάρχουν τὰ λουλούδια ποὺ μυρίζουν, τὰ ἀηδόνια ποὺ κελαϊδοῦν, ἡ γυναίκα ποὺ ἀγαπάει, τὰ παιδιὰ μὲ τὴ στοργὴ καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τους. Ὑπάρχουν ἰδέες ἀθάνατες. Κατάλαβε, ὅτι τὸ χρυσάφι δὲν εἶνε θεός. Καὶ ἐν τέλει οἱ θεοὶ τὸν σπλαχνίστηκαν καὶ τὸν ἐπανέφεραν στὴν προηγουμένη κατάστασι.
Ἔγιναν οἱ ἄνθρωποι λάτρεις τοῦ μπεζαχτᾶ, τῶν χρημάτων, τῶν δολλαρίων. Θεὸ ἔχουν ὄχι τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν – ψέματα λένε· θεὸ ἔχουν τὸν χρυσό. Ἔπεσαν μὲ τὰ μοῦτρα ἄλλοι στὸ χρῆμα κι ἄλλοι στὴ σάρκα, στὸ βοῦρκο, ὅπως τὰ ἀκάθαρτα ζῷα. Ἔχουν σύνθημα «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν»(Ἠσ. 22,13 = Α´ Κορ. 15,32)· γλέντι, χορός, διασκέδασι, θέατρο, κινηματογράφος, πάρτυ, κρουαζιέρες κ.λπ..
Καὶ οἱ νέοι μας; Ὤ οἱ νέοι μας! Τί τραγούδια ψάλλουν; Μιὰ νεότης, ποὺ πῆρε κάποτε τὶς κορυφὲς τοῦ Ὀλύμπου καὶ τῆς Πίνδου καὶ τὶς ἕνωσε μὲ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, τώρα ποῦ ἔπεσε; Στὰ τυχερὰ παιχνίδια καὶ στὸν τεντυμποϊσμό. Θεός τους τὸ ποδόσφαιρο, ἡ μπάλλα. Ἂν τεντώσῃς τ᾽ αὐτί σου, θ᾿ ἀκούσῃς ἄλλος νὰ μιλάῃ γιὰ ἔρωτες, ἄλλος νὰ μιλάῃ γιὰ πιοτά, ἄλλος γιὰ χαρτοπαίγνια…
Ἄχ, ἀδελφοί μου, ὁ κόσμος ἔφυγε πιὰ ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ περπατάει στὰ σοκάκια τοῦ διαβόλου. Σ᾿ ἕνα τέτοιο κόσμο λοιπόν, ποὺ εἶνε ἀπορροφημένος μόνο ἀπὸ τὶς ἡδονές, ἀπὸ τὶς διασκεδάσεις κι ἀπὸ τὸ ἄτιμο χρῆμα, ἀκούγεται σήμερα ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ λέει· «Μάρθα Μάρθα», κόσμε κόσμε, «μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δε ἐστι χρεία».
Ὁ κόσμος σήμερα εἶνε δραστήριος στὸ νὰ φτειάχνῃ ῥόδες, βίδες, δορυφόρους, ὑλικὰ καὶ ἐπίγεια πράγματα· ἀλλὰ γιὰ τὰ πνευματικά, γιὰ τὴν καλυτέρευσι τοῦ ἠθικοῦ καὶ θρησκευτικοῦ του βίου, εἶνε ἀδρανὴς σὰν τὴ χελώνα. Ἀδιαφορεῖ. Ἔχει χρόνια νὰ πατήσῃ στὴν ἐκκλησία. Στὴν ἐκκλησία θὰ ᾿ρθῇ πιὰ νεκρός. Καὶ ἂν πῇς, Χριστιανέ μου, γιατί δὲν ἔρχεσαι νὰ ἐκτελέσῃς τὰ θρησκευτικά σου καθήκοντα; ἀμέσως στερεότυπη ἡ ἀπάντησι· «Δὲν ἔχω καιρό». Ἀπὸ τὶς εἰκοσιτέσσερις ὧρες τοῦ ἡμερονυκτίου, ἐσὺ μάνα, ἐσὺ παιδί, δὲν μπορεῖς νὰ κόψῃς δέκα λεπτὰ γιὰ νὰ δοξάσῃς τὸ Δημιουργό σου; Ἐσὺ κοπέλλα μου, ποὺ τρῶς ὧρες ὁλόκληρες μπροστὰ στὸν καθρέφτη γιὰ νὰ θαυμάζῃς τὸ εἴδωλό σου τὸ φθαρτό, γιὰ νὰ περιποιῆσαι τὰ μαλλιά σου, τὰ νύχια σου, τὸ κορμί σου ποὺ θὰ σαπίσῃ μέσα στὴ μαύρη γῆ, δὲν σοῦ περισσεύουν δέκα λεπτά, ν᾿ ἀνοίξῃς τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ διαβάσῃς ἁγία Γραφή, βίους τῶν ἁγίων; Κ᾿ ἐσὺ ὁ ἄλλος;… Ἔχουμε καιρὸ νὰ ἀγρυπνοῦμε γιὰ διασκεδάσεις μέσ᾿ στὰ «μαντριὰ» τοῦ διαβόλου, μὰ στὴν ἐκκλησία σβήσανε τὰ ἅγια, οἱ καντῆλες, τὰ πάντα. Δὲν ὑπάρχουν πλέον ἱερὲς ἀγρυπνίες… «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία».
Ἀδελφοί μου, τελείωσα. Κάποιο ἀνέκδοτο λέει τὸ ἑξῆς. Μιὰ μέρα σ᾿ ἕνα ὑπερωκεάνιο ταξίδευαν περίπου χίλιοι ἐπιβάτες. Ἦταν γαλήνη. Ἀλλὰ ἡ θάλασσα εἶνε ἄστατη. Σὲ λίγο τὰ κύματα σηκώθηκαν τόσο, ὥστε ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα τὸ πλοῖο κινδύνευε νὰ καταποντισθῇ.
Ὁ πλοίαρχος βλέποντας τὸν κίνδυνο διατάζει τὰ πάρουν ὅλοι τὰ σωσίβια καὶ νὰ κατεβοῦν στὶς βάρκες. Ὅλοι κατέβηκαν. Ἕνας μόνο δὲν ἐννοοῦσε ν᾿ ἀφήσῃ τὸ καράβι. Αὐτὸς τὴν ὥρα ἐκείνη πῆγε κι ἄνοιξε τὴ βαλίτσα καὶ μετροῦσε τὶς λίρες του. Καὶ μόνο αὐτό; Καθὼς τὸ πλοῖο ἔμεινε ἐγκαταλελειμμένο καὶ οἱ ἄνθρωποι ζητώντας νὰ σώσουν τὴ ζωή τους εἶχαν ἀφήσει πολύτιμα πράγματα, αὐτὸς προσπαθοῦσε νὰ μαζέψῃ κι ἄλλα. Σὰν τὸ κοράκι, ποὺ πέφτει στὸ ψοφίμι καὶ δὲν ἐννοεῖ νὰ τ᾿ ἀφήσῃ, ἔτσι κι αὐτὸς ἦταν ῥιγμένος στὸ χρυσίο καὶ τὸ ἀργύριο. Τοῦ φωνάζουν· κανένα ἐνδιαφέρον αὐτός. Ὥσπου στὸ τέλος, μὲ μιὰ ἀπότομη κλίσι, τὸ πλοῖο βυθίζεται καὶ παίρνει κι αὐτὸν στὸ βυθὸ μαζὶ μὲ τὰ χρήματα καὶ μὲ ὅλα του τὰ πολύτιμα!
Καταλάβατε; Ἔτσι εἶνε καὶ ἡ ζωή μας· θάλασσα εἶνε καὶ ταξιδεύουμε ὅλοι. Τελικὰ κανένας δὲν θὰ μείνῃ μέσα στὸ πλοῖο. Ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα ἔρχεται τὸ τέλος. Κόσμε, βγῆτε ἔξω, κατεβῆτε στὴν σωτήριο λέμβο. Καὶ ποιά εἶνε ἡ σωτήριος λέμβος; Εἶνε ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, εἶνε ἡ πίστι, εἶνε ἡ μετάνοια. Ὅσο ἔχουμε ἀκόμη καιρό, ἀδελφοί μου, ἂς σπεύσουμε.
Πέρασαν τὰ χρονάκια τῆς ζωῆς μας. Σὲ πολλοὺς τὰ χιόνια κάθησαν στὰ μαλλιά. Ὁ κό- σμος ἐτοῦτος περνᾷ. «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2). Μηδέν τὰ πλούτη, μηδέν ἡ νεότης, μηδέν τὰ κάλλη… Ἕνα μένει, ἕνας μόνο ἀξίζει νὰ λατρεύεται, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὴ δίψα, ποὺ εἶχε ἡ Μαρία γιὰ τὸ Χριστό, νὰ ἔχουμε κ᾿ ἐμεῖς. Τὸν Χριστὸ νὰ ἀγαπήσουμε, καὶ αὐτὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἂς ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Σάββατο 7 Αυγούστου 2021

Η ΠΑΝΑΓΑ ΜΑΖΙ ΜΑΣ

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΖΙ ΜΑΣ



Tου Άρη Δαβαράκη

Δεν ξέρω τι να γράψω για την Παναγία.Δεν ξέρω τι θέλω να πω. Παρ’ όλα αυτά θα προσπαθήσω, λέξη-λέξη, να την πλησιάσω όσο μπορώ. Το μεγαλύτερό μου πρόβλημα είναι πως δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου να γράψω για την μητέρα του Ιησού ποιητικά, ορθολογιστικά, θεολογικά ή ιστορικά-επιστημονικά. Σημασία έχει η εμπειρία που έχω από την γνωριμία μου μαζί της και την μεγάλη βοήθεια που μου έδωσε όλα αυτά τα χρόνια που αγωνίζομαι καθημερινά, όπως όλοι, να σταθώ όρθιος μέσα σ’ έναν κόσμο που πολύ συχνά δεν με ήθελε όρθιο.

Θα τολμήσω να πω ότι η Παναγία με αγαπά πολύ – όπως όλους τους ανθρώπους. Όμως, όπως και στην καθημερινότητα μας, έτσι και στην πνευματική ζωή μια σχέση αν είναι μονόπλευρη δεν μπορεί να λειτουργήσει. Αρχίζει και αποκτά νόημα η σχέση όταν η αγάπη βρίσκει ανταπόκριση – και ξεκινάει ο διάλογος, η επαφή η προσωπική, το πάρε-δώσε. Η Παναγία θέλω να πω με αγαπούσε πάντα, το ζήτημα είναι πώςανταποκρίθηκα κι’ εγώ στην προσφορά της. Το «εγώ» που χρησιμοποιώ είναι για την ανάγκη του κειμένου, αλλά ισχύει σαν το «εγώ» όλων των ανθρώπων. Το παράδοξο είναι πως για να προχωρήσει δημιουργικά και αποτελεσματικά μια τέτοια σχέση, το «εγώ» το δικό μου πρέπει να κάνει στο πλάϊ και ν’ ανοίξει δρόμο για το «εμείς». Όσο πιο φαρδύς, βατός και ανοιχτός είναι αυτός ο «μέσα δρόμος», τόσο πιο εύκολα μπορεί και η Παναγία να προχωρήσει, να σε πάρει από το χέρι και να σε οδηγήσει με ασφάλεια στον «αγώνα το καλό», αυτόν που έχει για αντίδωρό του την χαρά, την υγεία, την δημιουργική ζωή, την αγάπη των συνανθρώπων σου και το ξερίζωμα κάθε σκιάς και κάθε φόβου μέσα από την ψυχή σου.

Θα επιστρέψω στο «εγώ» αφού είναι αναγκαίο για να εξηγήσει κανείς πώς απόκτησε με την Παναγία μια σχέση ουσίας προσωπική. Σαν πολύ φοβισμένο άτομο με πολλά συμπλέγματα και προβλήματα έπεφτα συνεχώς σε τοίχους, κατατρομαγμένος και αυτοκαταστροφικός. Δεν ήθελα Χριστούς και Παναγίες γιατί με ενοχλούσε που, αν υπήρχαν, δεν κάνανε κάτι για όλες τις αδικίες της ανθρωπότητας αλλά και για εμένα τον ίδιον. Δεν είχα καταλάβει ότι για να βοηθηθείς το μόνο που χρειάζεται είναι να το ζητήσεις ειλικρινά, με την ψυχή σου. Κι ’όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν πολύ και η ψυχοσωματική μου υγεία διαταράχτηκε τόσο ώστε να με οδηγήσει κυριολεκτικά μέχρι τον τάφο (μήπως και μάθω να αγαπάω τη ζωή), βρέθηκα να ζητάω πια βοήθεια από εκεί έξω, από τα αόρατα, τις ψυχές και τα πνεύματα που ήξερα πως με αγαπούσαν – αλλά δεν ζούσαν πια. Τους γονείς μου πρώτα απ’ όλα.

Η Παναγία λοιπόν μόλις με είδε τσακισμένο, αλλά όχι απελπισμένο, να ζητάω βοήθεια από κάπου – με δάκρυα πολλά και μεγάλη αγωνία - μ’ άρπαξε και με πήγε στο περιβόλι της. Το Περιβόλι της Παναγίας είναι το Άγιον Όρος. Εκεί ένοιωσα έντονα την προστατευτική παρουσία της που, σαν Οδηγήτρια, με οδηγούσε προς την έξοδο από την μαύρη εκείνη τρύπα που με είχε ρουφήξει. Η απόφαση μου να πάω για πρώτη φορά στο Άγιον Όρος μόνος και τρομαγμένος, ήταν η ανταπόκρισή μου στην αγάπη της και στο κάλεσμά της.

Από την ώρα που πάτησα το πόδι μου στ’ άγια αυτά χώματα όλα αρχίσανε σιγά-σιγά να γιατρεύονται. Η τύφλωσή μου μειώθηκε, όπως και η εμπάθεια, ο εγωκεντρισμός μου, τα πάθη του μυαλού μου που με βασανίζανε όπως άλλους τους βασανίζουνε του σώματος τα πάθη, αρχίσανε να ελέγχονται, να αυτοελέγχονται, να δίνουν όλο και περισσότερο χώρο στην αγάπη, την ελπίδα, την πίστη πως όλα θα πάνε καλά τελικά –αφού δεν είμαι μόνος και αφού μπορώ να αλλάξω και να προχωρήσω αλλοιώς. Το βασικότερο ήταν αυτό: Δεν ήμουν πια μόνος. Είχα απευθυνθεί μέσα στην απελπισία μου στην ανώτατη βαθμίδα της φωτεινής πλευράς του αόρατου σύμπαντος που πάλλεται από ζωή (και μέσα μας και παντού δια παντός) και η απάντηση ήταν άμεση και αποστομωτική: Έχανα το δρόμο κι’ έβγαινα σε άλλο μονοπάτι στο περιβόλι της; Να ένας καλόγερος έτοιμος να βοηθήσει, μια επιγραφή μισοσβησμένη να μου δείξει πώς να προχωρήσω, μια κουβέντα που έπαιρνε το αυτί μου ενώ έπινα νερό παγωμένο, από τα χιόνια του Άθωνα που λειώνανε πια και κατεβαίνανε σαν ποταμάκια την εποχή που πρωτοπήγα, το 1985.

Τώρα με την Παναγία είμαστε συγγενείς. Εκείνη οικονομεί, εγώ απλώς φροντίζω όσο μπορώ και δεν κάθομαι βέβαια πια με σταυρωμένα τα χέρια. Κι’ όσο με βλέπει να προσπαθώ και να γελάω, να προσπαθώ και να χαίρομαι που έχω την υγεία μου και είμαι ακόμα ζωντανός και, στην ουσία, ευτυχισμένος, τόσο περισσότερο μεενδυναμώνει και με στηρίζει.

Και αν τώρα πια είμαι καλά με τους ανθρώπους μου και τους φίλους και τους γνωστούς, αν τώρα πια είμαι καλά κυρίως με τον εαυτό μου, εισπράττοντας αγάπη από παντού καινοιώθοντας την μέσα μου αγάπη να ανθίζει συνεχώς και να πολλαπλασιάζεται –στην Παναγία μας το χρωστάω. Που από το όριο της απελπισίας με οδήγησε σε μια πληρότητα και μια ευτυχία που ποτέ δεν φανταζόμουνα ότι θα αξιωθώ μεγαλώνοντας.

Αλλά η Παναγία γέννησε τον Λόγο, την Αγάπη την ίδια. Ξέρει τι πρέπει να κάνει για τον καθέναν από μας.

Αρκεί να της το ζητήσουμε.

http://synodoiporia.blogspot.gr/