Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄. ΛΟΥΚΑ

 

Κήρυγμα Κυριακής Β' Λουκά

     https://im-manis.gr


  Η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι ο χρυσός κανόνας της συμπεριφοράς που θα πρέπει να έχουμε οι άνθρωποι μεταξύ μας: «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως» μας προτρέπει ο Κύριος.

Λόγοι σωτήριοι, ανεκτίμητης αξίας και σημασίας, που εκφράζουν τον βαθύτερο πόθο κάθε ανθρώπου. Μια συμπεριφορά που θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από αγάπη και σεβασμό ,τιμή και αναγνώριση της μοναδικότητος της προσωπικότητος του άλλου και μάλιστα ως εικόνος του Θεού.   Όπως θέλουμε να μας φέρονται έτσι να φερόμαστε και εμείς στους άλλους. Με τούτο τον απλό αλλά δυνατό λόγο ,ο Κύριός μας ανατρέπει την εγωκεντρική σκέψη μας και μας καλεί να αποβάλλουμε τον εγωισμό μας.Ποιά είναι αυτή η συμπεριφορά, που μας ζητά ο Κύριός μας να εφαρμόσουμε στην καθημερινή μας ζωή; Ιδού η χριστιανική συμπεριφορά: «Όπως επιθυμείς εσύ να σου συμπεριφέρονται οι άλλοι, έτσι θα συμπεριφέρεσαι εσύ πρώτα προς αυτούς». Δηλαδή: Επιθυμείς οι άλλοι να σου μιλούν με αγάπη, γλυκύτητα και χαμόγελο; Τότε αυτά εσύ πρώτος να τα κάνεις προς τους άλλους. Επιθυμείς οι άλλοι να σε αγαπούν, να σε βοηθούν και να σε υποστηρίζουν; Επιθυμείς να μη σε αδικούν, να μη σε συκοφαντούν, να μη σε κλέβουν και γενικά οι άλλοι να μη σε βλάπτουν; Τότε, εσύ πρώτος να τα εφαρμόσεις αυτά προς όλους τους άλλους συνανθρώπους σου, χωρίς να τους ξεχωρίζεις σε φίλους και εχθρούς. Αυτή την συμπεριφορά ζητά ο Κύριός μας από όλους μας να δείχνουμε στην καθημερινή μας ζωή αδιάκριτα.

       Το πρόσωπο του αδελφού μας είναι ιερό και πρέπει με ιερότητα να το αντιμετωπίζουμε. Αυτή του η ιερότητα πρέπει να μας προβληματίζει σκεπτόμενοι ποιος το έπλασε από αγάπη και τι έκανε και πάλι για να το αναπλάσσει, ανεβαίνοντας εις τον Σταυρό της θυσίας Του για τη σωτηρία του καθενός μας.

       Το <<αγαπάτε τους εχθρούς υμών…… και έσεσθε υιοί   υψίστου>> που το γλυκύτατο στόμα του Θεανθρώπου προφέρει υπερβαίνοντας κάθε προηγούμενη άλλη αναφορά, είναι κεφαλαιώδες, συγκλονιστικό και ανεπανάληπτο αφού υποστηρίζεται με το λόγο εκείνο του Σταυρού  <<Πάτερ άφεςαυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι>>.

       Ο θεόπνευστος κήρυκας της οικουμένης ο ιερός Χρυσόστομος, μας λέει ότι ο Χριστός δεν μας ζητάει απλά να συγχωρήσουμε τους εχθρούς μας, αλλά να τους κατατάξουμε και μεταξύ των φίλων μας προσευχόμενοι για αυτούς, για την σωτηρία τους.

       Η τελευταία νουθεσία και παρότρυνση είναι να γίνουμε οικτίρμονες. Ο Κύριος λέει να μην περιμένουμε ανταπόδοση για το καλό που κάνουμε στους άλλους και μας υπόσχεται μεγάλη ανταμοιβή, μάς υπόσχεται αιώνια χαρά και αγαλλίαση και λέει ότι θα γίνουμε υιοί του Υψίστου. «Γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ υμών οικτίρμων εστί»... «Ότι αυτός χρηστός εστιν επί τους αχαρίστους και πονηρούς». Στέλνει βροχή σε όλους τους ανθρώπους, και καλούς και μη, και τον ήλιο διατάζει να φωτίζει όλο τον κόσμο.

       Οι ημέρες που ζούμε είναι γεμάτες αντιφάσεις και δυσκολίες. Η αγάπη δυσκολεύεται να εκφραστεί στα χείλη των περισσοτέρων και αν εκφραστεί λείπει από την καρδιά, είναι ψεύτικη. Δύσκολα απλώνουμε το χέρι για συναντήσουμε το χέρι του αδελφού εν Χριστώ ,του αναγκεμένου και πονεμένου αδελφού μας για να τον στηρίξουμε να του συμπαρασταθούμε, να κλάψουμε μαζί του ή και να χαρούμε αληθινά. Και πολύ πιο δύσκολα και σπάνια θα δώσουμε τον ώμο μας να ακουμπήσει  το κουρασμένο κεφάλι του. Η εγωπάθειά μας, μας εμποδίζει να συναντηθούμε με τον πλησίον μας.

       Ο μόνος τρόπος να απαλλαγούμε από τον επάρατο εωσφωρικό εγωισμό μας και την εσωστρέφεια είναι να μιμηθούμε τον Κύριό μας, να πέσουμε στην αγκαλιά Του, να κολυμπήσουμε στον ωκεανό του ελέους Του και να αντιπροσφέρουμε και εμείς από το περίσσευμα της αγάπης Του. Εκείνος είναι πάντα για εμάς η αρχή και το τέλος. Το μοναδικό αξιομίμητο πρόσωπο της ζωής μας. Γένοιτο.

Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2023

Κυριακή Α’ Λουκά

 

Κυριακή Α’ Λουκά


Με την εορτή του Τιμίου Σταυρού τελειώνουμε τη ανάγνωση περικοπών από το Ευαγγέλιο του Ευαγγελιστού Ματθαίου και αρχίζουμε την ανάγνωση περικοπών από το Ευαγγέλιο του Αγίου και Ευαγγελιστού Λουκά. Στην πρώτη Ευαγγελική περικοπή εμφανίζεται ο Κύριος να πλησιάζει την λίμνη Γεννησαρέτ για να επιλέξει του Αποστόλους του. Εκεί πλησιάζει τον Σίμωνα Πέτρο και τους δύο υιούς Ζεβεδαίου, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Δε χρειάσθηκε πολύ ώρα για να καταλάβουν πως ο Ιησούς Χριστός ήταν πράγματι ο Μεσσίας και ήταν Αυτός που είχαν προφητεύσει οι Γραφές της Παλαιάς Διαθήκης. Δέχτηκαν το κάλεσμα του Κυρίου και όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής, “ἀφέντες ἄπαντα ἠκολούθησαν αὐτῶ”(Λκ. 5:11).

Το κάλεσμα του Κυρίου δεν απευθύνεται μόνο στους Αποστόλους αλλά σε όλους τους ανθρώπους και σε κάθε εποχή. Το κάλεσμα είναι διαχρονικό και εξαρτάται από το κάθε άνθρωπο εάν θα γίνει αποδέκτης του. Μπορεί να αναρωτιέστε με ποιό τρόπο έρχεται το κάλεσμα από το Θεό αφού δεν έχουμε τον Ιησού Χριστό στις μέρες μας. Έχοντας πίστη στον Θεό πρέπει να θεωρούμε πως ο Ιησούς Χριστός είναι κοντά μας δια μέσου της Εκκλησίας και μας έχει αφήσει παρακαταθήκη το Ευαγγέλιο με το οποίο μας καθοδηγεί στο δρόμο του Θεού. Έχουμε μαρτυρίες από την πρώτη στιγμή πως η σωτηρία μας επέρχεται δια μέσου της συμμετοχής μας στο Σώμα και το Αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, που πραγματοποιείται σε κάθε Θεία Λειτουργία που τελείται στους Ιερούς Ναούς.

Πολλοί Χριστιανοί βρίσκουν δικαιολογία πως δεν είναι απαραίτητο να πάνε στην Εκκλησία για προσευχηθούν και να έχουν επικοινωνία με το Θεό. Αυτές οι σκέψεις είναι εκ του πονηρού, διότι, ναι μεν κάθε ώρα και στιγμή έχουμε την δυνατότητα να προσευχηθούμε και πρέπει να προσευχόμαστε, όμως άλλη είναι η προσωπική προσευχή και άλλη μέσα στην Εκκλησία. Μπορεί ο κάθε άνθρωπος να τελέσει μυστήρια στο σπίτι του ή να τελέσει Θεία Λειτουργία; Όχι!!! Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο μεγάλος θεολόγος της Εκκλησίας μας, αναφέρει: “Μή γάρ τοῦτο ἴδης ὅτι ἐν γῆ ἕστηκεν ἡ ἐκκλησία, ἀλλ’ ὅτι ἐν οὐρανῶ πολιτεύεται”(ΕΠΕ 8Α, 388). Ο σκοπός της Εκκλησίας είναι να μας καθαγιάσει δια μέσου των μυστηρίων και να μας συνδέσει με τον Ουρανό.

Αδελφοί μου, τίποτε δεν μπορούμε να καταφέρουμε χωρίς τη βοήθεια του Θεού και τη κιβωτό Χάριτος της Εκκλησίας. Όταν αναγνωρίσουμε πόσο ανάγκη έχουμε να βρισκόμαστε μέσα στην Εκκλησία, τότε θα αρχίσουμε να ανεβαίνουμε πνευματικά. Ο εκκλησιασμός είναι η αρχή και όταν βρεθούμε εκεί, αποκτούμε δυνάμεις για να ενισχυθεί η πίστη μας και να κατανοήσουμε πως δεν μπορούμε να το καταφέρουμε μόνοι μας. Μόνο μέσα στον Ιερό Ναό η προσευχή μας γίνεται πιο δυνατή γιατί ενώνεται με τις προσευχές των άλλων και όλοι μαζί ενισχυόμαστε πνευματικά. Πηγαίνοντας στην Εκκλησία δείχνουμε έμπρακτα στο Θεό τη θέληση μας να αφιερώσουμε χρόνο στο Θεό. Όπως μας προτρέπει ο ψαλμωδός, “ἐν ἐκκλησίαις εὐλογεῖτε τόν Θεόν”.

ΑΜΗΝ

Αρχιμ. Νεκτάριος Παπαζαφειρόπουλος
Ιερατικώς Προϊστάμενος

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΗ ΤΟΥ Τ. ΣΤΑΥΡΟΥ

Σχετική εικόναΕάν ο Σταυρός του Χριστού είναι βασικό στοιχείο του απολυτρωτικού έργου Του, τότε δεν μπορεί να είναι διαφορετική και η τύχη όσων θέλουν να Τον ακολουθήσουν. Ο πιστός μαθητής ακολουθεί και μιμείται το δάσκαλο όχι μόνο στη ζωή, αλλά και στο θάνατο. Οι μαθητές του Χριστού θεωρούσαν αδιανόητη την ιδέα του Σταυρού. Η ιδέα ενός Πάσχοντος Μεσσία ήταν αδιανόητη για τον Ιουδαϊσμό, ακόμη και για τους μαθητές του Ιησού, γι’ αυτό και ο Πέτρος προσπάθησε να αποτρέψει τον Χριστό από το πάθος. Ο Χριστός όμως για να διασκεδάσει την αντίληψη πως όσοι Τον ακολουθήσουν θα εξασφαλίσουν καλοπέραση και ανέσεις, απευθύνεται στον όχλο και προς τους μαθητές Του και τους λέγει ποια γνωρίσματα θα πρέπει να έχουν οι άνθρωποι που θα Τον ακολουθήσουν.
Το πρώτο γνώρισμα είναι η απάρνηση του εαυτού μας, «απαρνησάσθω εαυτόν». Και απάρνηση του εαυτού μας σημαίνει εγκατάλειψη του φιλήδονου θελήματος ή η απάρνηση του σώματος μας και η προσχώρηση των νόμιμων και δίκαιων απαιτήσεων του ανθρώπου ή η νέκρωση του εγώ, δηλ. να μην ανήκει κάποιος στον εαυτό του. Η απάρνηση της φιλαυτίας.
Το δεύτερο γνώρισμα του Χριστού, είναι από τον κάθε ακόλουθο-μαθητή η άρση του Σταυρού. «Αράτω τον σταυρόν αυτού». Ένας νηπτικός πατέρας λέγει πως σηκώνω το σταυρό σημαίνει «προς πάσαν θλίψιν έτοιμον θέλημα». Να δεχθούμε όλους τους πειρασμούς με χαρά και να αγωνισθούμε να οικειοποιηθούμε  τη χάρη του Χριστού. Κανείς δεν ανέβηκε στον ουρανό με άνεση. Όλοι οι άγιοι είχαν στον ώμο το σταυρό του Χριστού , δηλ. αυτόν που τους ορίστηκε απ’ Αυτόν. Άρση του σταυρού σημαίνει πορεία προς εκτέλεση και είναι σημείο γνησιότητας του χριστιανού.
Το τρίτο γνώρισμα είναι να ακολουθήσουμε το Χριστό. «και ακολουθείτω μοι». Επειδή πολλοί που σταυρώνονταν ήταν ληστές, ο Κύριος πρόσθεσε πως δεν αρκεί να σταυρωθείς γι΄ Αυτόν, πρέπει να Τον ακολουθήσεις. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να εργασθούμε τις εντολές Του και να καλλιεργήσουμε τις αρετές. Να μισήσουμε  την αμαρτία και να αφοσιωθούμε στην εφαρμογή των εντολών του νόμο του Θεού.
Εκείνο που χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε είναι πως κανείς δεν μπορεί να σωθεί παρά μόνο δια του σταυρού του Κυρίου. Ο Χριστός κατηγορηματικά τόνισε: «Αμήν  αμήν λέγω υμίν, εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνει, αυτός μόνος μένει, εάν δε αποθάνει, πολύν καρπόν φέρει». Όσο είμαστε δεμένοι με πράγματα του κόσμου τούτου δεν προοδεύουμε. Αυτή η φιλαυτία είναι πολύμορφη. Παρουσιάζεται με το προσωπείο της φιλαργυρίας, της απόλαυσης των κοσμικών τιμών, της υπερηφάνειας, του πείσματος ,των σαρκικών ηδονών, της θρησκευτικής υπεροψίας και της νομιζόμενης καθαρότητας, της επικράτησης γενικά των απόψεων μας. Εάν δεν ανασπάσουμε ολόκληρη τη δηλητηριώδη αυτή ρίζα της φιλαυτίας σταυρώνοντας τον εαυτό μας και τα πάθη μας, δεν πρόκειται να γίνουμε γνήσιοι μαθητές του Χριστού.
Ο παλαιός εαυτός μας κάνει το παν να μην απαγκιστρωθεί  από μας και με λύσσα πολεμεί κάθε αλλαγή προς το καλύτερο. Χρειαζόμαστε τη βοήθεια του Κυρίου επειγόντως. Ο Σταυρός του Κυρίου θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τον αγώνα μας. Κάθε τι που είναι συνδεδεμένο μαζί μας και μας χωρίζει απ’ τον Χριστό, πρέπει να το αποβάλουμε. Η απόρριψη αυτή είναι οδυνηρή και ζωοποιός. Δύσκολη, αλλά σωτήρια. Είναι ο δρόμος της Εκκλησίας. Να παίρνουμε δύναμη από τα μυστήρια της Εκκλησίας μας, για να αντιμετωπίσουμε τα πάθη  μας και τις πολλές μας αμαρτίες.
Ας ακούσουμε τον Παύλο που έλεγε «καθ’ ημέραν αποθνήσκω». Πέθαινε πνευματικά κάθε μέρα κατά κόσμο, για να ζήσει κοντά στο Χριστό. Αυτό ας κάνουμε κι’ εμείς για να ζήσουμε πραγματικά και αληθινά.
π.γ.στ.https://poimin.gr

Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2023

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΥΨΩΣΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΥΨΩΣΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Η εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού συνδέεται με τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα τόσο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας όσο και του Χριστιανισμού. Συγχρόνως όμως αναφέρεται στη Σταύρωση και τον Θάνατο του Κυρίου που ουσιαστικά υπήρξε η πρώτη Ύψωση του Τιμίου Σταυρού με σταυρωμένο αυτόν τον Ίδιο τον Ιησού Χριστό. Γι΄αυτό και η σημερινή ημέρα τιμάται με αυστηρή νηστεία. Εξ άλλου το Ευαγγέλιο που διαβάζεται κατά την Θεία Λειτουργία είναι το ίδιο που διαβάζεται την Μεγάλη Παρασκευή.


Με την καθιέρωση της εορτής της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού διαιωνίζεται στο διηνεκές η επαλήθευση του ψαλμικού στίχου: ¨υψωθήσομαι εν τοις έθνεσιν, υψωθήσομαι εν τοις λαοίς¨(ψαλμ. 45,11). Και πράγματι υψώθ.ηκε ο Ιησού διότι σταυρώθηκε σε μέρος υψηλόν και επηρμένον, ώστε να είναι ορατός από όλο το πλήθος των ανθρώπων.


Υψώθηκε ο Χριστός, διότι γνωστοποιήθηκε και κηρύχθηκε σε ολόκληρη την οικουμένη όχι μόνο η Σταυρωσή Του, αλλά και η Ανάστασή Του διά των μαθητών και Αποστόλων Του. Υψώθηκε ο Κύριος διότι ύψωσε διά της σταυρικής Του θυσίας την ανθρώπινη φύση στο ύψος της θεώσεως. Αυτή είναι η πρώτη ύψωση του Τιμίου Σταυρού που έγινε μέσα σε θλίψη και οδύνη μεγάλη στο Γολγοθά. Αλλά διά του Σταυρού ο διάβολος κατατροπώνεται, η αμαρτία λύεται, ο Άδης σκυλεύεται, ο Χριστός ανίσταται, ο θάνατος καταργείται και η ανθρώπινη φύση διά του προσώπου του Ιησού κάθεται πλέον εκ δεξιών του Πατρός και μπορούμε πλέον να λέμε ότι πάσα ευλογία μέσω του Σταυρού προήλθε και προέρχεται στην κτίση. Επομένως ο Σταυρός είναι η φανέρωσις του Χριστού μέσα στον κόσμο, για τούτο η εκκλησία πανηγυρικά ψάλλει: ¨ιδού γαρ ήλθε διά του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω ¨.


Το 326 μ.Χ. όμως ένα χρόνο μετά την Α΄Οικουμενική Σύνοδο η Αγία Ελένη πήγε στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους και να ευχαριστήσει τον Θεό για τις νίκες και τις θριαμβευτικές επιτυχίες του υιού της και πρώτου χριστιανού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Τότε έβγαλε από την αφάνεια τα ιερά προσκυνήματα και έκτισε λαμπρούς ναούς. Θέλησε να κτίσει λαμπρό ναό στο τόπο του Γολγοθά εκεί που σταυρώθηκε ο Χριστός. Εκεί όμως πριν από 200 χρόνια ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Αδριανός για να εμποδίσει τους Χριστιανούς να προσκυνούν τον ιερό τόπο είχε χτίσει ειδωλολατρικό ιερό αφιερωμένο στην Αφροδίτη. Η Αγία Ελένη κατεδάφισε τον ειδωλολατρικό ναό ξεκαθάρισε τον τόπο κι έκτισε έναν χριστιανικό ναό. Αμέσως μετά αναζήτησε τον Τίμιο του Κυρίου Σταυρό και με την βοήθεια του Κυρίου τον βρήκε παραχωμένο μέσα στη γη. Η Αγία Ελένη ανέσυρε τρεις σταυρούς και απορία όλων ήταν ποιος ήταν ο Σταυρός του Κυρίου. Ο Πατριάρχης Μακάριος έδωσε την λύση: πλησίασε με τους τρεις σταυρούς το φέρετρο μιας νεκρής. Μόλις ακούμπησε πάνω της το Τίμιο Ξύλο εκείνη ανεστήθη. Έτσι όταν τελείωσε ο Ναός της Αναστάσεως και με κάθε λαμπρότητα έγιναν τα εγκαίνιά του στις 14 Σεπτεμβρίου του 336. Ο Πατριάρχης επειδή το πλήθος του λαού ήταν πολύ, για να δουν όλοι και να προσκυνήσουν τον Τίμιο του Κυρίου Σταυρό, ανέβηκε στον άμβωνα του ήταν στη μέση του Ναού και ύψωσε το Τίμιο Ξύλο και οι πιστοί προσκυνούσαν κράζοντας:΄Κύριε ελέησον΄. Από τότε καθιερώθηκε η εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και η εκκλησία στη μέση του Ναού υψώνει τον Σταυρό μέσα σε βασιλικό γιατί ήταν το φυτό που είχε φυτρώσει στο σημείο εκείνο που εκρύπτετο ο Σταυρός. Αυτή ουσιαστικά ήταν η δεύτερη Ύψωση.


Έχουμε όμως και τρίτη Ύψωση που έγινε το 614 μ.Χ. Τότε οι Πέρσες κυρίευσαν τα Ιεροσόλυμα και μέσα στα λάφυρα που πήραν άρπαξαν και τον Τίμιο Σταυρό και μαζί Του ως αιχμάλωτο και τον Πατριάρχη Ζαχαρία. Ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος όμως κατόρθωσε να νικήσει τους Πέρσες, απελευθέρωσε τον Πατριάρχη και με τιμές έφερε πίσω τον Τίμιο Σταυρό. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 614 ανηφόρισε με τον Τίμιο Σταυρό προς τον Γολγοθά. Ξαφνικά όμως σταμάτησε, τα πόδια του καρφώθηκαν στη γη και ήταν αδύνατο να προχωρήσει. Τότε ο Πατριάρχης του είπε να βγάλει τα υποδήματά του και το βασιλικό του στέμμα. Μόλις το έκανε ξεκίνησε και έτσι ανυπόδητος και ταπεινός ανηφόρισε κρατώντας το Τίμιο Ξύλο που το ύψωσε για τρίτη φορά στον άμβωνα του Ναού της Αναστάσεως κι ο λαός με κατάνυξη έψαλε: ΄Σώσον Κύριε τον λαό σου΄.


Σήμερα υψώνοντας τον Σταυρό προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και ψάλλοντας το ΄Κύριε ελέησον΄ομολογούμε ότι ανεβαίνοντας ο Χριστός στον Σταυρό ήθελε να ενώσει τα πέρατα της γης, το πλάτος, το μήκος, το βάθος και το ύψος εν τω σωματί Του ώστε να έχουμε διά Αυτού την προσαγωγή προς τον Πατέρα.


Βιβλιογραφία: ¨Μορφές από το Συναξάρι¨


 

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2023

Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού


Παντελεήμονος Κ. Καρανικόλα, Ο άγιος Χρυσόστομος, ο άγγελος της εν Σμύρνα Εκκλησίας, εκδ. Πνοή, Κόρινθος 1972, σελ. 102-106

«Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον Κόσμον, ώστε «τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας «ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ' έχή «ζωήν αιώνιον». (Ιωαν. 3. 16).

Εδώ εις τας ολίγας αυτάς λέξεις του Ευαγγελίου, το οποίον αναγινώσκεται κατά την σήμερον Κυριακήν, ήτις συμπίπτι προ της εορτής του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, εις το σύντομον αυτό εδάφιον του Γ'. κεφαλαίου του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ' έχη ζωήν αιώνιον», έχομεν εν επιτομή όλην την Αγίαν Γραφήν εδώ συγκεφαλαιούται το όλον του Ευαγγελίου.

Εδώ τρόπον τινά περιλαμβάνεται της Χριστιανικής θρησκείας όλη η ουσία, καθ' ην η Χριστιανική θρησκεία διακρίνεται όλων των άλλων θρησκειών, ως θρησκεία κατ' εξοχήν της αγάπης, ως θρησκεία έχουσα Θεόν, όστις είναι αγάπη «ο Θεός αγάπη εστί (Α'. Ιωαν. 43,8).

Εδώ κείται ο θεμέλιος λίθος της ημετέρας πίστεως, εφ' ον στηρίζεται η αλήθεια των αληθειών, η οποία δια της ενσάρκου οικονομίας του υιού του Θεού απεκαλύφθη εις όλον το ανθρώπινο γένος, η αλήθεια έκείνη, ήτις αποκαλύπτει τα βάθη της σοφίας και της γνώσεως και τον πλούτον της αγάπης του Θεού, και η οποία, ουδέν πλέον και ουδέν έλαττον, διδάσκει, ει μη ότι ο Θεός ηγάπησε τον άνθρωπον τον αμαρτωλόν περισσότερον του μονογενούς και αγαπητού υιού του, και χάριν της αγάπης ταύτης προς ένα αμαρτωλόν, ένοχον, κατάδικον, αποστάτην, υβριστήν, φονέα, εθυσίασε, τον υιόν του, τον αγαπητόν του Μονογενή τον αθώον και Πάναγνον Υιόν του ίνα σωθή και μη απολεσθή ο άνθρωπος, το εξαίρετον και τελειότατον τούτο δημιούργημα του Θεού, «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ' έχη ζωήν αιώνιον ».

Εδώ εν τω εδαφίω τούτω έχομεν εν μικρογραφία παν ότι επιθυμούμεν να γνωρίζωμεν περί της Χριστιανικής ημών θρησκείας, διότι εδώ έχομεν όλοι εκείνο, το οποίον αποτελεί τον πυρήνα και το κέντρον των μεγάλων και σωτηρίων αληθειών, αίτινες δια του Ιησού απεκαλύφθησαν εις τους ανθρώπους και των οποίων την επιτομήν και ανακεφαλαίωσιν δια τόσον ολίγων αλλ' αθανάτων και αθανάτους αληθείας περιεχουσών λέξεων εδίδαξεν ο Ιησούς κατά πρώτον εν τη σπουδαία εκείνη συνομιλία του με τον επίσημον εκείνον νομοδιδάσκαλον του Ισραήλ, τον' Αρχοντα των Ιουδαίων, τον εκ των επισήμων Φαρισαίων Νικόδημον, όστις καίτοι εκ των διδασκαλιών και των θαυμαστών έργων του ελέους και της αγάπης του Ιησού είχε πεισθή, ότι αυτός είναι ο προσδοκώμενος Μεσσίας και απεφάσισε σταθερώς να προσέλθη προς τον Σωτήρα, όμως φοβούμενος δημοσία να πράξη τούτο «ίνα μη αποσυνάγωγος γένηται », προσήλθε κρύφα νύκτωρ προς τον διδάσκαλον των διδασκάλων και έζήτησε να μάθη και ερευνήση την αλήθειαν των αληθειών, ήτις απετέλει το κέντρον της διδασκαλίας του, τον πυρήνα του έργου του και την μικρογραφίαν τρόπον τινά του προσώπου του περί ου και προς ον ο Νικόδημος είπεν « Ραββί οίδαμεν ότι από Θεού ελήλυθας διδάσκαλος» ( Ιωαν. 3,2) και ο Ραββί ούτος τω απεκάλυψε την υψίστην ταύτην αλήθειαν «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός».

Εδώ έχομεν, ως είπον ανωτέρω, ευσεβείς μου αναγνώσται, παν ό,τι ποθούμεν και ημείς να γνωρίζωμεν ως και ο Νικόδημος περί της ημετέρας πίστεως και της δι΄ αυτής σωτηρίας των αθανάτων ημών ψυχών. Και ίνα τούτο μη διολισθήση εις την επιφάνειαν της διανοίας μας, αλλά πέση εις τα βάθη των αθανάτων ημών ψυχών, ως συνέβη και εις τον Νικόδημον, έπρεπε να ερμηνεύσω προς υμάς όλην την περί αναγεννήσεως πρώτην και θαυμαστήν ταύτην ομιλίαν του Ιησού προς τον Νικόδημον · αλλ' επειδή τούτο είναι έργον υπέραντλον, περί του οποίου και άλλοτε θα λάβωμεν ή ημείς ή άλλος συνεργάτης αφορμήν και πολλάκις ίσως να λαλήσωμεν εν τω « Ιερώ Πολυκάρπω » δια τούτο σήμερον παραπέμπων υμάς να μελετήσετε ολόκληρον το Γ'. κεφάλαιον του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, εγώ θ' αρκεσθώ όπως προσελκύσω τας ψυχάς υμών, ίνα εμβαθύνωσι εις το τόσον σπουδαίους λόγους περιλαμβάνον τούτο εδάφιον «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον κ.τ.λ. διηγούμενος προς υμάς ιστορίαν, ήτις έστω και ωχρώς, αλλ' όμως επαρκώς δίδει σαφή ιδέαν της εν τω εδαφίω τούτω περιεχομένης αληθείας, ως είπον, των αληθειών περί του πόσον ηγάπησε, και πόσον εξ αγάπης υπέφερε και εις οίαν εξ αγάπης θυσίαν προέβη ο Θεός υπέρ ημών, και η οποία ιστορία αρπάζει και ημάς εκ του τραχήλου και μας περισφίγγει και μας αναγκάζει να σκεφθώμεν σοβαρώς τι και ημείς χρεωστούμεν απέναντι της αγάπης ταύτης, ην ο θεός ηγάπησεν ημάς.

Εις τινα πόλιν έζων δύο άδελφοί· ο νεώτερος έζη βίον άσωτον και αμαρτωλόν. Ο πρεσβύτερος ήτο άνθρωπος ευσεβής, χρηστός και ενάρετος. Συχνότατα συνεβούλευε τον νεώτερον ο πρεσβύτερος, και μετά δακρύων τον ικέτευε ν' αφήση τον αμαρτωλόν και άσωτον βίον · αλλ' ο νεώτερος εβυθίζετο οσημέραι βαθύτερον εις την αμαρτίαν, την οποίαν εφαίνετο μη δυνάμενος να χορτάση.

Κατά μίαν βαθείαν και σκοτεινήν νύκτα, οπότε ο μεν νεώτερος διεσκέδαζεν εν ασωτία και παραλυσία, ο δε πρεσβύτερος ενθέρμως προσευχόμενος προς τον Θεόν περί της σωτηρίας του αδελφού του, ηγρύπνει και ανέμενεν αυτόν πότε να επανέλθη εις τον οίκον, περί το μεσονύκτιον ηκούσθησαν ορμητικά και επανειλημμένα κτυπήματα εις την θύραν του οίκου του· ο πρεσβύτερος έδραμε ν' ανοίξη και βλέπει τον νεώτερον άδελφόν του ορμώντα και εισερχόμενον χλωμόν, τεταραγμένον τρέμοντα με ενδύματα στάζοντα αίμα, και παρακαλούντα τον πρεσβύτερον, « σώσον με, αδελφέ μου, κρύψον με εις ασφαλές μέρος, με καταδιώκουν· εσκότωσα άνθρωπον · ιδού το αίμα του, το οποίον βλέπεις»... πού να τον κρύψη δια να μη τον εύρωσι ! Χωρίς να το συλλογισθή πολύ τω είπε: αδελφέ δος μοι τα καθημαγμένα φορέματά σου, λάβε και ενδύθητι την ιδικήν μου καθαράν στολήν και κρύφθητι εις το σκοτεινόν εκείνο δωμάτιον »...

Δεν είχον παρέλθη πολλαί στιγμαί, και ηκούσθησαν ορμητικά πάλιν κτυππήματα εις την θύραν και εισήλθε πλήθος αστυνομικών υπαλλήλων εν τω οίκω «εδώ εισήλθεν ο φονεύς λέγει ο εις· εδώ ακριβώς επανέλαβεν άλλος, άλλως τε η κατοικία αύτη από πολλού χρόνου είναι υπό επιτήρησιν ». Επλησίασαν οι αστυνόμοι τον πρεσβύτερον αδελφόν, όστις μόνος επαρουσιάσθη, τον παρετήρησαν ατενώς από κεφαλής μέχρι ποδών και τον ηρώτησαν «είσαι συ ο φονεύς ;». Εκείνος εσιώπησε. Τι ερωτάτε αν είναι ο φονεύς, δεν βλέπετε την αιματωμένην ενδυμασίαν του είπον άλλοι, δέσατε τας χείρας και σύρατε αυτόν εις την φυλακήν διέταξεν ο αρχηγός. Τον απήγαγον, χωρίς ούτος να θέληση να προφέρη λέξιν.

Ετέθη αμέσως υπό αυστηράν ανάκρισιν, αλλ' αυτός δεν απεκάλυπτε τίποτε. Εδικάσθη κατά νόμον και κατεδικάσθη, διότι όλα τα τεκμήρια ότι αυτός ήτο ο φονεύς από της σιωπής του μέχρι της αχνιζούσης από θερμόν αίμα φονευθέντος ανθρώπου ενδυμασίας του εμαρτύρουν περί της ενοχής του. Μαρτύρων ανάγκη ότι αυτός ήτο ο φονεύς δεν υπήρχε. Πλην οι δικασταί δια τελευταίαν φοράν τον ηρώτησαν : «επιθυμείς και έχεις να είπης τι προς δικαιολογίαν σου»; Και εκείνος μετά φωνής σταθεράς και αποφασιστικής απήντησε «δεν επιθυμώ και ουδέν έχω να είπω », και έκυψε την κεφαλήν του πάλιν σιωπών, φοβούμενος μήπως οι οφθαλμοί ή οι λόγοι του προδώσωσι την αθωότητά του· ως ήτο επόμενον, κατεδικάσθη εις θάνατον.

Την παραμονήν της ημέρας της εκτελέσεως της θανατικής ποινής ο κατάδικος απροσδοκήτως ωμίλησεν. Εκάλεσε τον Διευθυντήν των φυλακών παρ' εαυτώ και τω είπε: «Λάβετε την καλωσύνην να εκπληρώσητε μίαν ταπεινήν παράκλησιν θνήσκοντος ανθρώπου. Δότε μοι χάρτην, ίνα γράψω γράμμα και δότε μοι ιεράν ενώπιον Θεού υπόσχεσιν ότι δεν θ' άποσφραγίσητε το γράμμα μου μέχρι του θανάτου μου, και μετά τον θάνατόν μου ότι θα το αποστείλητε προς ον διευθύνεται. Να είσθε δε βέβαιος ότι ουδεμία κακή πρόθεσις κρύπτεται εν τη πράξει μου ταύτη».

Ο Διευθυντής των φυλακών, παρατηρήσας το πρόσωπον του καταδίκου, όστις ήτο τόσον ήσυχος και πραΰς, και εις το πρόσωπόν του έλαμπε φως ζωηρόν και υπερκόσμιον, δεν ετόλμησε ν' αρνηθή την χάριν ταύτην εις τον ένοχον, του οποίου η ψυχή εφαίνετο ωσάν να είχε χυθή όλη εις την παράκλησιν και επιθυμίαν του εκείνην.

Ο κατάδικος, αφ' ου την νύκτα έγραψε την επιστολήν, αφ' ου γονυκλινής επί μακρόν προσηυχήθη, εκοιμήθη ήσυχος και ατάραχος· εξημέρωσε και τον ωδήγησεν εις το ικρίωμα και την λαιμητόμον. Εκεί εστάθη σοβαρός και ωσάν να ίστατο εις το κατώφλιον της αιωνιότητος, βλέπων εις άλλον κόσμον, πάλιν προσηυχήθη ατάραχος και μετ' ολίγα λεπτά ο δήμιος εξετέλεσε το χρέος του και όλα ετελείωσαν.

Απεσταλμένος του Διευθυντού των φυλακών με εσφραγισμένον το γράμμα εκείνο έκρουσε την θύραν της κατοικίας των δύο αδελφών. ’νθρωπος νέος με χλωμόν, τεταραγμένον και περίφοβον πρόσωπον έλαβε το γράμμα, ητένισεν επ' αυτού ως παραζαλισμένος και έπειτα αποσυρθείς κατά μόνας το απεσφράγισε, το ανέγνωσε, και... κραυγή άλγους και στεναγμού βαθυτάτου εξέφυγεν εκ του στήθους του. Ώρμησεν εις την θύραν ως παράφρων, έτρεμεν όλος, και ωλοφύρετο γοερώς...

Τι ήτο γεγραμμένον εν τη επιστολή; όχι πολλαί γραμμαί, μόνον μερικαί λέξεις: Ιδού αυταί : « Αύριον εγώ με την ιδικήν σου ενδυμασίαν και δια την προς σε αγάπην μου αποθνήσκω υπέρ σου. Μόνον προς ανάμνησίν μου σε ικετεύω ον με την ιδικήν μου ενδυμασίαν να ζήσης πλέον δικαίως και χρηστώς ».

Δια την προς σε αγάπην μου αποθνήσκω υπέρ σου· αι λέξεις αύται εξύπνησαν από της νάρκης τον νεώτερον αδελφόν και εισέδυσαν εις τα έγκατα της καρδίας του της παγωμένης και απολιθωμένης πρότερον από της αμαρτίας και ύστερον από του φόβου. Αμέσως ανεγεννήθη και εφώναξεν αποθνήσκει υπέρ εμού:' Ισως δεν απέθανεν ακόμη!» και ώρμησεν έξω της θύρας, και διηυθύνθη δρομέως εις τας φυλακάς προς σωτηρίαν τοϋ αδελφού του. Εζήτει να ίδη επιμόνως τον Διευθυντήν των φυλακών και τόσον ικέτευε χύνων δάκρυα θερμά, ώστε τον ωδήγησαν προς τον Διευθυντήν οι φύλακες. Ότε δε ούτος είδε το γράμμα και ενεθυμήθη την επιθανάτιον παράκλησιν, το ήρεμον βλέμμα, την σοβαράν σιωπήν, την θερμήν προσευχήν του καρατομηθέντος, δεν ηδυνήθη να κρατήση τα δάκρυα και τους λυγμούς του και εν μεγάλη συγκινήσει έφερε και το γράμμα και τον νεώτερον αδελφόν προς τους δικαστάς. Εκεί ούτος ωμολόγησε τα πάντα τον παρελθόντα άσωτον και αμαρτωλόν βίον του, το πρόσφατον έγκλημα, την αλλαγήν της ενδυμασίας, την αγάπην του αδελφού, ούτινος το γράμμα εν μέσω λυγμών ανέγνωσε, και ετελείωσε με την προς τους δικαστάς ικεσίαν : «θανατώσατε και εμέ, εμέ τον ένοχον περιπλέον και του φόνου του αδελφού μου»... Αλλά προ των οφθαλμών των δικαστών η επιθανάτιος εντολή του καρατομηθέντος αδελφού ότι αποθνήσκει υπέρ του αδελφού του, ήτο ιερά, και δεν ετόλμησαν να την παραβιάσωσι. Τηλικαύτη θυσία να χαθή ανωφελώς! Ητένιζον και αυτοί δακρύοντες προς τον ένοχον εκείνον, όστις υπήρξε το αντικείμενον τόσης αγάπης εκ μέρους του αδελφού του, και έκριναν παμψηφεί ότι ου μόνον να θανατώσωσιν αυτόν δεν είχον δικαίωμα, αλλ' ουδέ να τον συλλάβωσι καν. Με την επιστολήν εις τας χείρας επέστρεψεν εκείνος εις την κατοικίαν του, και εκεί με κατεσπαραγμένην καρδίαν ανεφώνησε προς τον Θεόν, εξέχεε την άφατον θλίψιν του, και έδωκε την ειλικρινή μετάνοιαν και εξομολόγησίν του ενώπιόν Του.

«Θεέ μου, έλεγε μετά δακρύων, δεν αφήκες εγώ ν' αποθάνω υπέρ της αμαρτίας μου, άλλος απέθανεν υπέρ εμού. Βοήθησόν μοι νυν κατά της αμαρτίας μου, και δος μοι αξίως να φορώ την ενδυμασίαν του υπέρ εμού αποθανόντος, και μηδέποτε κηλιδώσω αυτήν πλέον».

Από του καιρού εκείνου οι άνθρωποι δεν τον ανεγνώριζον πλέον· ήτο ο τύπος του εναρέτου Χριστιανού, οι πρώην κακοί σύντροφοί του πολλάκις και πάλιν προσεπάθησαν να τον καταπείσωσι να τους ακολουθήση... αλλ' εις πάντας τούτους έδιδεν αποφασιστικώς μίαν απάντησιν «Με αυτήν την ενδυμασίαν του αδελφού μου δεν είναι πλέον δυνατόν να σας ακολουθήσω. Ο αδελφός δεν εγνώριζεν αυτούς τους δρόμους και αυτήν την ζωήν».

Έζησεν άγιον και χριστιανικόν βίον, χωρίς να ρυπάνη την στολήν του αδελφού του ποτέ, και αποθανών ενεταφιάσθη με αυτήν την ενδυμασίαν, πρότυπον εναρέτου πολίτου.

Η ιστορία, αναγνώσταί μου, έτελείωσεν · αλλ' η έννοιά της δεν τελειώνει εδώ. Η διήγησις αύτη είναι η ιστορία του αποθανόντος υπέρ ημών πρωτοτόκου «εν πολλοίς αδελφοίς αδελφού μας Ιησού, όστις ουκ επαισχύνεται αδελφούς ημάς καλείν » ( Εβρ, 2,12). Απέθανεν υπέρ ημών, και απέθανεν εξ αγάπης προς ημάς· έλαβε την ημετέραν στολήν, ενεδύθη την ρυπαράν και καθημαγμένην εκ της άμαρτίας ενδυμασίαν των ενόχων ημών, και ενέδυσεν ημάς την άφθαρτον και ακηλίδωτον στολήν του· και με την ιδικήν μας ενδυμασίαν την μολυσμένην και κηλιδωμένην υπό των αμαρτιών μας ωδηγήθη άφωνος ως πρόβατον επί σφαγήν, απέθανεν υπέρ ημών, ίνα ημείς όσοι Χριστόν ενεδυσάμεθα, περιβεβλημένοι τον χιτώνα της αγνότητος και αφθαρσίας, ζώμεν αγνώς και οσίως και δικαίως ως άμωμα και καθαρά τέκνα του Θεού, και κοινωνοί θείας φύσεως κατασταθώμεν.

Το γράμμα το οποίον μας απέστειλεν ο επιθανάτιος αδελφός μας λέγει «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ' έχη ζωήν αιώνιον·» ημείς τι θα είπωμεν εις απάντησιν του γράμματος τούτου: «Ενεδύθημεν τον καινόν άνθρωπον τον κατά Θεόν κτισθέντα ( Εφέσ. 4,24);

+ Ο Σμύρνης ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

' Ετος 1911