Σάββατο 24 Ιουλίου 2021

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΗΣ

 


4Αρχιμανδρίτη Ραφαήλ Κυριάκου

Η Εκκλησία μας στις 25 Ιουλίου εορτάζει την Κοίμηση της Πανσέβαστης Μητέρας της Θεοτόκου. Για την Αγία Άννα δεν έχουμε πολλές πληροφορίες από την Αγία Γραφή, αλλά από τα απόκρυφα βιβλία της Εκκλησίας μας. Η Αγία Άννα καταγόταν από τη φυλή του Λευΐ, ήταν κόρη του ιερέα του Ματθάν και της Μαρίας. Το ζεύγος αυτό έζησε κατά τους χρόνους της Κλεοπάτρας και Σωσιπάτρου του βασιλέως των Περσών. Η Αγία Άννα είχε ακόμα δύο αδελφές, τη Μαρία και τη Σοβήν. Η Μαρία παντρεύτηκε στη Βηθλεέμ και γέννησε την Σαλώμη τη μαία. Η Σοβήν παντρεύτηκε και αυτή στη Βηθλεέμ και γέννησε την Ελισάβετ. Η Άννα παντρεύτηκε τον Ιωακείμ και έζησαν στη Γαλιλαία και γέννησε την Παναγία μας. Άρα η Σαλώμη, η Ελισάβετ και η Θεοτόκος Μαρία είναι πρώτες εξαδέλφες.

Μέσα στη ροή του εκκλησιαστικού έτους εορτάζουμε την Αγία Άννα πάμπολλες φορές: 9 Δεκεμβρίου τη Σύλληψη της Αγίας Άννας, 9 Σεπτεμβρίου τη Σύναξη Ιωακείμ και Άννας και 25 Ιουλίου την Κοίμησή της.

Η Αγία αυτή, έζησε την αισχύνη της ατεκνίας, αφού κατά την Εβραϊκή κοινωνία ήταν ντροπή μία γυναίκα να μην μπορεί να τεκνοποιήσει. Μελετώντας τους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας μαθαίνουμε ότι η Αγία Άννα ήταν προικισμένη με πολλές αρετές, την ευσέβεια, τη δικαιοσύνη, την ταπεινοφροσύνη, την ελεημοσύνη, την υπακοή στο θέλημα του Θεού και τη συχνή συμμετοχή της στη Λατρεία. Έχοντας, λοιπόν, όλα αυτά τα χαρίσματα την αξίωσε ο Θεός να γίνει κατά σάρκα γιαγιά του Σωτήρος Χριστού. Επομένως, βλέποντας τα χαρίσματα αυτά της Αγίας Άννας, την υπομονή της και τη δυνατή πίστη της που είχε προς Αυτόν, της χάρισε μια πανέμορφη κόρη, τη Μαρία, την οποία, αφού έγινε 3 χρονών, την αφιέρωσε στον Ναό του Θεού «ως καθαρό δώρο και άμωμο».

Στη συνείδηση, λοιπόν, των πιστών η Αγία Άννα κατέχει ξεχωριστή θέση και θεωρείται ως προνομιούχος μητέρα μέσα στο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους. Η αιτιολόγηση της μεγάλης σημασία που έχει αυτή η φωτοφόρος εορτή της Κοιμήσεως της Αγίας Άννας δε συνίσταται σε μία απλή αναφορά της όλης εορτής. Η όλη Ακολουθία της εορτής δεν κάνει τίποτε άλλο από το να προβάλλει συνεχώς τον ερχομό του Χριστού δια της Παναγίας Μητέρας Του, και αυτό να το παρουσιάζει με διαφορετικές λέξεις και πολλαπλά λογοτεχνικά σχήματα, με εικόνες και προτυπώσεις ακόμη από την Παλαιά Διαθήκη. «ἡ ἐξ ἀκάρπων λαγόνων, ῥάβδον Ἁγίαν τὴν Θεοτόκον βλαστήσαντες, ἐξ ἧς ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου ἀνέτειλε, Χριστὸς ὁ Θεός», «τῆς μητρὸς τοῦ Δεσπότου καὶ ποιητοῦ μήτηρ γέγονας Ἄννα πανευκλεής». Έτσι, η Κοίμηση της Αγίας Άννας λειτουργεί παραπεμπτικά και αναγωγικά: δι’ αυτήν τιμάται και εγκωμιάζεται ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. «Μνήμην Δικαίων τελοῦντες, σὲ ἀνυμνοῦμεν, Χριστέ».

Εάν κάποιος άνθρωπος έχει κάποια αξία, είναι γιατί ο ίδιος ο Θεός τον έχει χαριτώσει και υπερυψώσει. Η τιμή δίνεται στο ζεύγος αυτό, στην Αγία Άννα και τον Άγιο Ιωακείμ από τον Θεό και δεν είναι μία εύνοια του Θεού χωρίς λόγο. Η Άννα έζησε με σωφροσύνη και άμεμπτο τρόπο, με νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνες προς τους πτωχούς μέχρι την ημέρα του θανάτου της, στις 25 Ιουλίου.

Μέγα παράδειγμα προς μίμηση για εμάς τους πιστούς η Αγία αυτή, αλλά κυρίως και για ανδρόγυνα και άτεκνα ζευγάρια. Η παραδειγματική ζωή της, η αδιάλειπτη προσευχή της, αλλά και η απέραντη αγάπη της προς τον Θεό, η υπομονή και η δυνατή πίστη της διδάσκει σε μας σήμερα μετά από τόσους αιώνες ότι «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις, δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστί». Αυτό που απομένει σε εμάς είναι να μην λυγίζουμε εύκολα στις δυσκολίες της ζωής, αλλά να μένουμε σταθεροί στην πίστη και αγάπη μας προς τον Θεό και με την αδιάλειπτη προσευχή μας και με ελεημοσύνες, κάποια στιγμή να ελκύσουμε τη χάρη του Θεού ώστε να δώσει σε μας ό,τι είναι πιο ωφέλιμο για τη σωτηρία της ψυχής μας.

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ζωὴν τὴν κυήσασαν, ἐκυοφόρησας, ἁγνὴν Θεομήτορα, θεόφρον Ἄννα, διὸ πρὸς λῆξιν οὐράνιον, ἔνθα εὐφραινομένων, κατοικία ἐν δόξῃ, χαίρουσα νῦν μετέστης, τοῖς τιμῶσί σε πόθῳ, πταισμάτων αἰτουμένη, ἱλασμὸν ἀειμακάριστε.

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

Κυριακή Γ Ματθαίου-Θεός και Μαμωνάς,Δουλεία και Φιλία



Μια από τις πιο δύσκολα εφαρμόσιμες φράσεις της Καινής Διαθήκης είναι ο λόγος του Χριστού: «δεν μπορείτε να είστε δούλοι και στο Θεό και στο χρήμα» (Ματθ. 6, 24) . Συχνά αναρωτιόμαστε πόσο εύκολο είναι να υποδουλωθεί ο άνθρωπος στο χρήμα. Το χρήμα καλύπτει τις βασικές ανάγκες του ανθρώπου, αυτές που εξασφαλίζουν την επιβίωση στον κόσμο μας, αλλά και αυτό που ονομάζουμε ποιότητα ζωής. Αν κάποιος έχει χρήματα, μπορεί να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του, πιθανότατα και όλες. Τα πάντα, άλλωστε, αγοράζονται και πουλιούνται σ’ αυτόν τον κόσμο. Ο Χριστός προφανώς δεν εννοεί ο άνθρωπος να μην χρησιμοποιεί το χρήμα ή να επιλέξει να ζει εκτός του κόσμου. Ο Χριστός αναφέρεται στην δουλεία του ανθρώπου στο χρήμα. Και δουλεία σημαίνει την μετατροπή του χρήματος σε σκοπό για τον άνθρωπο, σε νόημα ζωής. Τότε ο άνθρωπος παύει να υφίσταται ως ελεύθερη προσωπικότητα. Μετατρέπεται σε ύπαρξη που παραδίδεται στις επιθυμίες που ικανοποιούνται δια του χρήματος. Υποκύπτει στην φιλοδοξία, στην φιλαυτία, στην φιληδονία. Δεν είναι ο πυρήνας της ύπαρξής του, ο αληθινός εαυτός του αυτό που τον απασχολεί. Δεν είναι ο υπαρξιακός του προβληματισμός σχετικά με το ποιος είναι, πού πορεύεται, με ποια κριτήρια θα πρέπει να αντιμετωπίσει και να συνυπάρξει με τους πλησίον του, αλλά το πώς θα καταστήσει τον εαυτό του κέντρο του κόσμου. Και το χρήμα συμβάλλει σ’ αυτόν τον εγωκεντρισμό.
Ο Χριστός ταυτίζει την υποδούλωση στο χρήμα με την υποδούλωση στον διάβολο. Δεν είναι το χρήμα ο διάβολος, αλλά το χρήμα ως αυτοσκοπός που γίνεται υποταγή του ανθρώπου στο δαιμονικό πνεύμα. Και ο διάβολος έχει ως κύριο χαρακτηριστικό του την συνεχή επιδίωξη να είναι ελεύθερος σε σχέση με το Θεό και να έχει ως κριτήριο της ύπαρξής του τον εαυτό του. Επιδιώκει το αυτόφωτον, την ίδια δόξα, απολαμβάνει την ηδονή να είναι κυρίαρχος του εαυτού του όντας μακριά από το Θεό. Και μεταφέρει αυτή την πνευματική του κατάσταση στον κόσμο και σε κάθε ύπαρξη που ο Θεός έχει δημιουργήσει, προκαλώντας έναν συνεχή πόλεμο σ’ αυτήν για να την υποτάξει σε μια ζωή μακριά από το Θεό. Ζωή όμως χωρίς Θεό δεν έχει νόημα, δεν αντέχεται.
Γι’ αυτό και ο Χριστός ξεκαθαρίζει στην επί του όρους ομιλία Του ότι δεν μπορεί κάποιος να υπακούει σε δύο κυρίους. Ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο ή θα στηριχτεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Αυτό βέβαια, για τον άνθρωπο όχι μόνο της εποχής μας, αλλά και κάθε εποχής δεν είναι εύκολο να γίνει αποδεκτό ως στάση ζωής. Υπάρχει η αίσθηση ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι αληθινά ελεύθερος όντας δούλος Θεού. Αληθινά ελεύθερος είναι εκείνος που δεν παραδέχεται κανέναν άλλον ως Θεό, παρά μόνο τον εαυτό του. Έτσι, ο άνθρωπος πέφτει στην παγίδα του διαβόλου. Θέλοντας να είναι ελεύθερος από το Θεό, γίνεται δούλος του εαυτού του και κατ’ επέκτασιν βιώνει την στάση ζωής του διαβόλου.
Γιατί όμως ενοχλείται ο άνθρωπος όταν ακούει ή του προτείνεται να είναι δούλος του Θεού;
Διότι ο άνθρωπος νομίζει ότι η δουλεία στο Θεό είναι όπως η δουλεία σε κάποιον άνθρωπο-δεσπότη και αφέντη. Ότι ο άνθρωπος δεν έχει δικαιώματα, αλλά άλλος ρυθμίζει τη ζωή του. Ότι δεν μπορεί να χαρεί. Ότι η ζωή του είναι γεμάτη απαγορεύσεις. Ότι θα πρέπει μόνο να εργάζεται, χωρίς να αναπαύεται και ότι η ακεραιότητα της ύπαρξής του πάντοτε θα είναι υπό αίρεσιν. Ακόμη κι όταν θα έχει τη δυνατότητα κάποιας μικροχαράς, και πάλι η ενοχή θα καραδοκεί ότι ο Θεός δεν είναι ευχαριστημένος μαζί του και ότι η αμαρτία είναι το μόνο που έχει ο άνθρωπος να επιδείξει έναντι του κυρίου του. Κι έτσι, ο άνθρωπος πείθεται ότι πρέπει να αποτινάξει την δουλεία του στο Θεό.
Όμως, για το Χριστό η δουλεία δεν είναι τέτοιου είδους. Το να είναι ο άνθρωπος δούλος Θεού σημαίνει στην ουσία να είναι φίλος με το Θεό. Δεν είναι υποχρεωμένος ο άνθρωπος να σταθεί κοντά στο Θεό, αλλά διαλέγει την οδό της εμπιστοσύνης και της αγάπης, όπως το παιδί προς τον πατέρα του. Δεν αρνείται ο Θεός τη χαρά στον άνθρωπο. Αντιθέτως, η συνεχής κοινωνία του ανθρώπου με το Θεό είναι χαρά. Και η χαρά δεν εκφράζεται ούτε μπαίνει σε καλούπια συμπεριφοράς ή κανόνων, αλλά πηγάζει από το βάθος της ύπαρξης. Όπως το παιδί, όταν παίζει με τους γονείς του ή όταν μιλάει μαζί τους δεν τηρεί το savoir vivre, αλλά εκφράζεται με την άνεση της αγάπης, της σχέσης, της υιότητας, έτσι και ο άνθρωπος στη σχέση του με το Θεό εκφράζεται μέσα από την χαρά της εμπιστοσύνης, της αγάπης, της υιότητας. Αυτό είναι και το αληθινό νόημα της ζωής της Εκκλησίας. Ο συνεχής επαναπροσδιορισμός της σχέσης της υιότητας και της φιλίας με το Θεό.
Μια τέτοια σχέση δεν αφήνει περιθώρια δουλείας στον όποιο μαμωνά. Αν αγαπάμε το Θεό, τότε η σχέση μάς γεμίζει πληρότητα. Δεν μας χρειάζεται λοιπόν η αυτοθεοποίηση ή η μετατροπή της ύλης ως αυτοσκοπού για την όποια ευτυχία εν τω κόσμω. Αυτό δεν σημαίνει ότι εγκαταλείπουμε τον αγώνα για τη ζωή μας και την ποιότητά μας, αλλά δεν είναι αυτός ο αγώνας το κλειδί για να έχει η ζωή μας νόημα. Είναι η βάση για να μεταδώσουμε και στους άλλους από όσα ο Θεός επιτρέπει να έχουμε. Γι’ αυτό και δεν υποδουλωνόμαστε, αλλά μοιραζόμαστε, το περίσσευμα ή το υστέρημά μας, χωρίς αυτό και πάλι να σημαίνει ότι καλλιεργούμε την ανευθυνότητα στη ζωή των άλλων. Έτοιμοι να προσφέρουμε, αρνητικοί στο να καθιστούμε το κατέχειν νόημα της ζωής μας.
Στην εποχή της μεγάλης κρίσης, η οποία ήρθε ως αποτέλεσμα της θεοποίησης των αγαθών και του εαυτού μας και της περιθωριοποίησης του Θεού, ο ευαγγελικός λόγος αποτελεί ευκαιρία επαναπροσδιορισμού των προτεραιοτήτων μας. Θα ξαναγίνουμε φίλοι του Θεού, θα Τον εμπιστευτούμε και σε προσωπικό και σε κοινωνικό επίπεδο, για να εξέλθουμε από την κρίση ή θα παραμείνουμε δούλοι του Μαμωνά, είτε αυτός έχει να κάνει με το χρήμα είτε με το διάβολο είτε με τον εγωκεντρισμό μας και θα αποτύχουμε γιατί δεν θα υπάρξει συλλογική αλλαγή; Ο λόγος του Χριστού δεν εξαιρεί κανέναν. Από τον πιο σπουδαίο μέχρι τον πιο ταπεινό. Από τους ταγούς μέχρι αυτούς που μοιάζουν ανώνυμοι. Καιρός του ποιήσαι.

themistoklismourtzanos.blogspot