Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
(6:18-23)
Αδελφοί, είστε ελεύθεροι
πια από το ζυγό της αμαρτίας κι υπηρετείτε το καλό και το δίκαιο. Χρησιμοποιώ
την ανθρώπινη εικόνα της δου¬λείας, γιατί δεν μπορείτε αλλιώτικα να με
καταλάβετε. Παλιότερα είχα¬τε υποδουλώσει όλο το είναι σας σε πάθη και πράξεις
αντίθετες στο θεϊκό θέλημα, με αποτέλεσμα να ζείτε αντίθετα προς τις εντολές
του Θεού. Έτσι πρέπει και τώρα να υποδουλώσετε όλο το είναι σας στο θεϊκό
θέλημα, για να βρεθείτε κοντά στο Θεό. Μην ξεχνάτε πως, όσον καιρό ήσασταν
υπόδουλοι στην αμαρτία, ήσασταν μακριά από το θέλημα του Θεού. Ποιο ήταν το
κέρδος σας από τη διαγωγή σας εκείνη; Ντρέπεστε τώρα γι’ αυτή, γιατί οδηγούσε
τελικά στο θάνατο. Τώρα όμως είστε ελεύθεροι πια από την αμαρτία κι ανήκετε στο
Θεό. Καρπός της καινούριας ζωής σας είναι η αγιοσύνη, και το τέλος της πορείας
σας είναι η αιώνια ζωή. Γιατί ο μισθός που δίνει η αμαρ¬τία είναι ο θάνατος,
ενώ το δώρο που χαρίζει ο Θεός είναι η αιώνια ζωή, την οποία έφερε ο Ιησούς
Χριστός, ο Κύριός μας.
Επιμέλεια
κειμένων, Ιωάννης Τρίτος.
Κυριακή Δ. επιστολών – το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ, λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.
«Τα
οψώνια της αμαρτίας θάνατος…»
Ήταν
νύχτα, αγαπητέ αναγνώστα, όταν προ καιρού τα φρένα ενός τραμ των Αθηνών
εχάλασαν και ο οδηγός ήταν αδύνατον να σταματήση το όχημα. Κατά κακήν μάλιστα
σύμπτωσιν ο δρόμος ήταν κατηφορικός και η ταχύτης του οχήματος εγίνετο όλο και
μεγαλυτέρα. Επάνω στις γραμμές τρέχει σαν δαιμονισμένο. Ευτυχώς που είναι
νυχτερινή ώρα και ο κόσμος είναι αραιός στο δρόμο. Και το αναπόφευκτο συνέβη.
Σε μια στροφή, λόγω της ταχύτητος, έφυγε το τραμ από τις γραμμές του και έπεσεν
επάνω σε μια σιδερένια κολώνα. Η ορμή του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε την έρριξε
κάτω. Έσπασαν τα τζάμια, μετεβλήθη σε άμορφη μάζα από σίδερα και ξύλα η μπροστινή
πλευρά του, ετραυματίσθηκε σοβαρά ο οδηγός του, ελαφρότερα οι ολίγοι, ευτυχώς,
επιβάται του. Το πρωί της άλλης ημέρας έβλεπε κανείς στον τόπο του δυστυχήματος
τα σημάδια. της καταστροφής.
Θυμήθηκα
αυτό το γεγονός σήμερα, που ο Απόστολος Παύλος σημειώνει επιγραμματικά και
υπεύθυνα την αλήθεια, ότι «ο μισθός με τον οποίον η αμαρτία πληρώνει τους
δούλους της είναι ο θάνατος». Συγκλονιστική διαπίστωσις. Καθημερινώς
επικυρουμένη. Άπειρα τα θύματα που παρασύρονται, κατρακυλούν και τελικά
καταστρέφονται, διότι, όπως το τραμ, δεν έχουν τη δύναμη να συγκρατηθούν. Τα
φρένα των, η θέλησις, η ψυχική δύναμις, η εσωτερική αντίδρασις, παραλύουν,
αχρηστεύονται. Αξίζει, φίλε αναγνώστα, να ασχοληθή το σημερινόν μας φυλλάδιον
με το πυρωμένο αυτό θέμα.
1.
Ο μέγας εχθρός.
Στην
πορεία του ο άνθρωπος, ο βασιλιάς αυτός της δημιουργίας, ο προικισμένος με τόσα
χαρίσματα, με τόσες δυνάμεις, έχει έναν θανάσιμο εχθρό. Την αμαρτία. Και είναι
τρομερός αυτός ο εχθρός, διότι έχει δύο ισχυρότατα όπλα. Είναι κατ’ αρχήν
σύμμαχος με την ευχαρίστησιν, με την ηδονήν. Μεγάλο δόλωμα αυτό. Τραβάει τον
άνθρωπο. Τον μεθάει η αθλία, τον τυφλώνει. Και στη συνέχεια κρύβεται. Δεν
φανερώνει πάντα τα αποτελέσματα, τας συνεπείας. Αλλά και όταν τα βλέπη ο ατυχής
άνθρωπος, δεν τα υπολογίζει. Τόσο τον αιχμαλωτίζει και τον παραπλανά. Και ο
ταλαίπωρος οδοιπόρος της ζωής παραδίδεται άνευ όρων εις την αμαρτίαν. Γίνεται
σκλάβος της. Ένα άβουλο πλάσμα. Και εκείνη, σαν πεπειραμένη κατάσκοπος, χτυπάει
στο πιο σοβαρό σημείο. Στα φρένα. Ξέρει ότι, αν διαλύση τα φρένα, η καταστροφή
θα είναι αναπόφευκτη. Και τα φρένα στην ψυχή είναι η αρετή, ο αγιασμός, η
σεμνότης, το ήθος, η πίστις. Αυτά λοιπόν χτυπάει. Πότε με τούτο και πότε με
εκείνο προσπαθεί να ρίξη τον άνθρωπον εις την παράβασιν, εις πάθος. Τούτον τον
δένει στη μέθη. Εκείνον τον παρασύρει στην χαρτοπαιξία. Τον τρίτον τον
αιχμαλωτίζει στην ασωτεία. Τον άλλον τον πιάνει στο δίχτυ της ανηθικότητος!
Βρίσκει του καθενός την αδύνατη πλευρά. Στην αρχή φαίνεται το πράγμα απλό,
φυσικό. Αργότερα όμως γίνεται πιεστικό, ορμητικό. Έτσι αρχίζει το κατρακύλισμα.
2.
Το κατρακύλισμα.
Είδατε
το τραμ; Στην αρχή έφταιγε το χάλασμα των φρένων. Και εδώ, από τη στιγμή που η
ψυχή αιχμαλωτίζεται στην αμαρτία, χαλάνε στην αρχή τα φρένα. Δεν έχει πια τη
δύναμη η ψυχή να αντισταθή, να κυβερνήση τον άνθρωπο. Θολώνει και σκοτίζεται το
μυαλό. Χάνει την ικανότητα της ορθοφροσύνης. Στη συνέχεια υποδουλώνεται και η
καρδιά, μολύνονται τα συναισθήματα. «Μοιχεία, ακαθαρσία, έχθραι, έρεις, θυμοί,
διχοστασίαι, αιρέσεις, φθόνοι, φόνοι, μέθαι, κώμοι και τα όμοια τούτοις» (Προς
Γαλάτας ε’, 19-21) είναι εκδηλώσεις της διεστραμμένης καρδίας. Έτσι, σαν
συνέπεια, θα έλθη αμέσως και η υποδούλωσις της θελήσεως. Ο άνθρωπος θα γίνη
άχυρον στην πνοή του ανέμου. Θα επιθυμή ίσως το καλόν, αλλά κάποια δύναμις θα
τον σπρώχνη στο κακό. «Ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ’ ο ου θέλω κακόν τούτο
πράσσω», παρατηρεί εκ μέρους της ανθρωπίνης ψυχής περίλυπος ο Απόστολος Παύλος.
Σωστή, λοιπόν, σκλαβιά. «Πας ο ποιών την αμαρτίαν δούλος εστί της αμαρτίας»,
εβεβαίωσεν ο ίδιος ο Κύριος.
Κατρακυλάει,
έτσι, η ψυχή ανεμπόδιστα, αφού τα φρένα, η εσωτερική της αντίστασις, έχουν
εκμηδενισθή. Έρχεται ύστερα, όπως στο τραμ, και ο άλλος παράγων, ο κατήφορος.
Δεν είναι δηλαδή μόνον η εσωτερική ώθησις. Είναι και οι εξωτερικοί συντελεσταί,
το περιβάλλον, οι πειρασμοί, η κοινωνία, οι φίλοι, το σύγχρονον πνεύμα. Αυτά
παίζουν τον ρόλον που στο τραμ έπαιξεν ο κατήφόρος. Έτσι η ψυχή του ανθρώπου
φλέγεται μέσα σε φωτιές, σε ορμές, σε επιδράσεις. Και το κατρακύλισμά της
γίνεται ακάθεκτο, ορμητικό, ασταμάτητο. Το καταλαβαίνομε και εμείς οι ίδιοι.
Αλλά πώς να το ανακόψωμε; Μοιραίως κατόπιν φθάνομεν εις το τραγικόν.
3.
Δυστύχημα.
Το
τραμ εξετροχιάσθη, έπεσεν επάνω στην κολώνα, την έρριξε, έσπασαν τα πάντα,
ετραυματίσθησαν τόσοι. Αυτό επαναλαμβάνεται και εις την ψυχήν. Ένα τέτοιο
παραστράτημα δεν είναι δυνατόν να μείνη χωρίς συνέπειες. Και πράγματι έρχονται.
Στην αρχή έρχεται ο εξευτελισμός, η καταρράκωσις του κύρους, η οικονομική
καταβαράθρωσις, η συντριβή της υγείας του ιδίου του αμαρτωλού. Γνωστά πράγματα
αυτά. Διότι η ζωή της ασωτείας δεν ημπορεί παρά να οδηγήση εις τα σανατόρια,
εις τας νευρολογικάς κλινικάς, εις τα άσυλα, όπου περνούν πικρές ημέρες οι
ναυαγοί της ζωής, εις τας φυλακάς, όπου καταλήγουν πολλάκις οι δεσμώται της
αμαρτίας.
Και
βλέπει κανείς νέους, δια τους οποίους πολλοί ονειρεύθησαν ευτυχισμένες ημέρες,
να μεταβάλλωνται σε ερείπια αξιοθρήνητα, που μόλις σέρνουν το κουρασμένο
σαρκίον των. Ή νέες, που τις εφαντάσθησαν βασίλισσες στο μαγευτικό βασίλειο της
χριστιανικής οικογενείας, μητέρες και οδηγούς τρυφερών βλαστών, να χάνωνται
μέσα στα κύματα της ταραγμένης κοινωνίας και να βυθίζουν στο όνειδος και στο
πένθος γονείς και γνωστούς. Ποιος αλήθεια θα ετολμούσε να θέση σήμερα σε
αμφιβολίαν την αλήθεια της βεβαιώσεως του ‘Απ. Παύλου: «Τα οψώνια της αμαρτίας
θάνατος», όταν γύρω μας τόσα σύγχρονα γεγονότα βροντοφωνούν και επικυρώνουν
αυτήν την μαρτυρίαν; Και το δυστύχημα γίνέται τρομερώτερον, διότι δεν υφίσταται
τας συνεπείας μόνον ο αμαρτωλός. Πληρώνει τα λάθη και η οικογένεια του
«θύματος». Οι γονείς του νέου ή της νέας. Οι αδελφοί του, οι συγγενείς. Αθεράπευτες
πληγές δημιουργούν συχνά τέτοιοι άνθρωποι στους δικούς των. Δεν είναι η
οικονομική μόνον χρεοκοπία. Είναι κυρίως η «εντροπή», το όνειδος που έρχεται να
συνοδεύση τα σπίτια των ασώτων και των δούλων της αμαρτίας.
Τι
δε να σημειώση τώρα κανείς δια την περίπτωσιν κατά την οποίαν οι αιχμάλωτοι
αυτοί του κακού είναι οι ίδιοι γονείς; Πόσα δράματα οικογενειακά; Πόσα δάκρυα
καυτά; Πόσοι σπαραγμοί ψυχής; Πόσες γυναίκες μαρτυρούν αληθινά και μαραζώνουν
μέσα σε τέτοιες οικογενειακές τραγωδίες! Πόσα παιδιά πεινούν και ποτίζουν τον
δρόμο της ζωής των με το παιδικό τους δάκρυ! Πόσα μεγαλώνουν θλιμμένα σε σπίτια
χωρισμένων γονέων! Πόσα σέρνουν ισόβια στο αίμα των το βάρος της αμαρτωλής
κληρονομικότητος;
Και αι συνέπειαι απλώνονται, στη συνέχεια, και στην κοινωνία. Πληρώνει και το
Κράτος, ημείς δηλαδή πάλιν, τα «σπασμένα». Όταν διατηρεί άσυλα αλητοπαίδων,
επανορθωτικές φυλακές, αναμορφωτικά ιδρύματα, ειδικά θεραπευτήρια αμαρτωλών
έξεων. Και το μικρόβιον κατόπιν της κακίας. Και την τάσιν προς το έγκλημα και
την φθοράν της ποιότητος της φυλής, πώς θα τα διορθώσωμε; Συμφορά, αληθινή! Και
το δυστύχημα περί του οποίου γίνεται λόγος γίνεται ακόμη σοβαρώτερον, διότι
οδηγεί εις τον ψυχικόν θάνατον.
4.
Ο Θάνατος
«Τα
οψώνια της αμαρτίας θάνατος» βεβαιώνει ο Απόστολος. Αλλοίμονον! Αυτό είναι το
τελικόν κατάντημα, η αμοιβή της αμαρτίας. Ο ηθικός θάνατος, η απώλεια της ψυχής
! Είναι τρομερό το δηλητηριώδες κεντρί της αμαρτίας. Σκοτώνει την ψυχήν. «Το δε
κέντρον (το κεντρί δηλαδή) του θανάτου η αμαρτία », σημειώνει με θλίψιν ο Απόστολος
Παύλος. Και ενώ ο άνθρωπος είναι πλασμένος δια την ζωήν της χαράς, της
αφθαρσίας, της αιωνιότητος, καταλήγει εις την πνευματικήν νέκρωσιν, την οποίαν
του φιλοδωρεί η αμαρτία, η παράβασις, η ενοχή απέναντι του Θεού. Ελέχθη και πιο
πάνω ότι πολλές φορές ο άνθρωπος δεν καταλαβαίνει πού οδηγείται. Μεθάει.
Ξεγελιέται. Αυτή όμως η κατάστασις είναι και η χειροτέρα. Αρχίζει από απλές
επιθυμίες, οι οποίες τον δελεάζουν. Σιγά σιγά αιχμαλωτίζεται σ’ αυτές. Έπειτα
δεν είναι μεγάλη η απόστασις για την αμαρτία. Μετά έρχεται ο θάνατος. Τα στάδια
αυτά τα περιγράφει πολύ ψυχολογημένα ο Θείος Ιάκωβος. «Έκαστος πειράζεται υπό
της ιδίας επιθυμίας… Είτα η επιθυμία συλλαβούσα τίκτει αμαρτίαν, η δε αμαρτία
αποτελεσθείσα αποκύει θάνατον»
Αμαρτία!
Ύπουλε εχθρέ της ευτυχίας μας! Δολοφόνε της χαράς μας! Γιατί έρχεσαι κρυμμένη
στα φυλλώματα, σκεπασμένη με χρυσά, αρωματισμένη και γοητευτική; Γιατί
πλανεύεις τις ψυχές μας και τις θανατώνεις; Σκουλήκι βρωμερό, ποιο χέρι
σπλαγχνικό θε να βρεθή να σου συντρίψη το σιχαμερό σου το κεφάλι; Ποιο, πότε,
πώς;
5.
Μία έκκλησις.
Αδελφοί!
Όσοι ποθούμε στη ζωή μας τη χαρά και την αθανασία, όσοι ζητούμε να χαρούμε
ελευθερία ψυχική, να διώξωμε τον θάνατο, ακούστε. Η αμαρτία είναι ο ΘΑΝΑΤΟΣ. Το
διεκήρυξεν ο φλογερός μαθητής, ο Απόστολος Παύλος, που την επολέμησε και την
συνέτριψε. Το επεκύρωσαν όλοι οι μετέπειτα αιώνες. Μη λοιπόν συνθηκολογήσωμεν
μαζί της ποτέ. Μην την αφήσωμεν να απλώση στην ψυχή μας τους πλοκάμους της.
Είναι θανατηφόροι. Έχει γοητευτική εμφάνιση. Και απατά. Νέοι και νέες μην
γυρίζετε γύρω της, όπως η φτωχή πεταλούδα τριγυρνάει γύρω από τη φλόγα της
λαμπάδας. Θα κάψετε τα όμορφα φτερά σας, θα χαθήτε. Είναι η Σκύλλα και η
Χάρυβδις της μυθολογίας. Μην πλησιάζετε!
Ας
μη σκίση κανένας το σημερινό αυτό φυλλάδιο. Μην το πετάξη. Δεν είναι γραμμένο
από τον τακτικό αρθρογράφο. Το έγραψαν, πιστέψτε, η αγωνία των αιχμαλώτων, το
δάκρυ των πονεμένων, το αίμα των θυμάτων, τα κόκαλα των πεθαμένων. Είναι η φωνή
που βγήκε από τους σπαραγμούς και τους στεναγμούς των σκλάβων, των
ετοιμοθανάτων. Φωνάξτε και σεις εις όλους, μαζί με τον Απόστολο Παύλον, μαζί με
την Φωνήν του Κυρίου». «Προσοχή! Η αμαρτία νεκρώνει. Σπάστε τις αλυσίδες της!»
Αδελφοί, φωνάξτε και σεις…
Αγαπητοί,
αναφέρεται, ότι η βασίλισσα των Ασσυρίων Σεμίραμις, για να πάρη στα χέρια της
την εξουσία, εχρησιμοποίησε το εξής φρικτό τέχνασμα. Έπεισε τον βασιλέα σύζυγό
της να της προσφέρη, ως εκδήλωσιν αγάπης, την εξουσίαν μόνον επί είκοσι
τέσσερις ώρας. Εκείνος, πεισθείς από την επιμονήν της και παρασυρθείς από τας
περιποιήσεις της, της υπέγραψε το διάταγμα δια του οποίου λαός και στρατός
όφειλαν να πειθαρχήσουν εις την νέαν αρχηγόν του Κράτους. Αυτό ήτο. Η πρώτη
διαταγή της βασιλίσσης ήτο να συλληφθή αμέσως ο βασιλεύς. Ο στρατός κατ’
ανάγκην επειθάρχησε. Και αμέσως διεβιβάσθη η δευτέρα εντολή: να αποκεφαλισθή ο
αιχμάλωτος βασιλεύς. Έτσι η Σεμίραμις έμεινε μόνη κυρίαρχος.
Αδελφέ, δεν χρειάζεται άλλο σχόλιον. Σεμίραμις είναι η αμαρτία. Και σύστημά
της, ο θάνατος των θυμάτων της…
Από το βιβλίο «Φως ταις
τρίβοις μου», του Μητροπολίτου Νικαίας, Γεωργίου Παυλίδου, σελίς 70 και εξής.