…Πολλοί, αγαπητοί χριστιανοί, είναι οι άνθρωποι, που πράγματι
επιζητούν να γνωρίσουν τον Θεό και να συνδεθούν μαζί του, να σωθούν, με ό,τι κι
εάν αυτό τους κοστίσει. Το βλέπουμε στην ιστορία της εκκλησίας μας. Το βλέπουμε στους αγίους μας, στους μάρτυρες,
στους οσίους και του ασκητές, σε όλους που έδωσαν τη ζωή για χάρη του
Χριστού. Και είναι αυτό οπωσδήποτε
θετικό και επαινετό.
Απ’ την άλλη όμως είναι και αυτοί που μπερδεύονται σ’ αυτή τους την
αναζήτηση σε στραβά και σκοτεινά περάσματα μιας λαθεμένης θρησκευτικής
έκφρασης, με αποτέλεσμα να χάνουν τον αρχικό τους στόχο.
Το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα αποτελεί απόσπασμα από την
προς Γαλάτας και μας καταγράφει γλαφυρότατα αυτές τις καταστάσεις.
Επιβάλλεται όμως να σημειώσουμε εδώ ότι στην περίοδο δράσης
των αποστόλων κυριάρχησε η ιδέα ότι, για να σωθεί ένας χριστιανός θα έπρεπε όχι
μόνο να πιστεύει στον Χριστό, αλλά να τηρεί και τον μωσαϊκό νόμο και την
περιτομή. Παρ’ όλη την απόφαση της Αποστολικής Συνόδου ότι «οι πιστεύοντες στὸ
Χριστὸ δὲν χρειάζεται ούτε να περιτέμνονται, ούτε να τηρούν τις άλλες διατάξεις
του μωσαϊκού νόμου» (Πρξ ιε’ 28-29), κάποιοι Ιουδαίοι διακατέχοντας μεγάλη
επιμονή και φανατισμό για το γεγονός αυτό, περνούσαν από τα διάφορα μέρη όπου
κήρυττε ο απόστολος Παύλος και διαστρέβλωναν το κήρυγμα του, προωθώντας τις
δικές τους θεωρίες και δοξασίες. Έτσι ο απόστολος Παύλος, θέλησε να τους
αντιμετωπίσει μέσα από την προς Γαλάτας Επιστολή.
Αδελφοί,
ξέρουμε πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί με την τήρηση των διατάξεων του
νόμου. Αυτό γίνεται μόνο με την πίστη στον Ιησού Χριστό. Γι’ αυτό κι εμείς
πιστέψαμε στον Ιησού Χριστό, για να δικαιωθούμε με την πίστη στο Χριστό κι όχι
με την τήρηση του νόμου' γιατί με τα έργα του νόμου δεν θα σωθεί κανένας
άνθρωπος. Αν όμως, ζητώντας να σωθούμε από τον Χρίστο, βρεθήκαμε να είμαστε και
μείς αμαρτωλοί όπως οι εθνικοί, σημαίνει τάχα πως ο Χριστός οδηγεί στην
αμαρτία; Όχι βέβαια! Γιατί, αν ότι γκρέμισα το ξαναχτίζω, είναι σαν να ομολογώ
πως έκανα λάθος όταν το γκρέμιζα. Κι αληθινά, με κριτήριο τον νόμο, έχω πεθάνει
για τη θρησκεία του νόμου, για να βρω τη ζωή κοντά στο Θεό. Έχω πεθάνει στον
σταυρό μαζί με τον Χριστό. Τώρα πια δεν ζω εγώ, αλλά ζει στο πρόσωπο μου ο
Χριστός. Κι η τωρινή σωματική μου ζωή είναι ζωή βασισμένη στην πίστη μου στον
Υιό του Θεού, που με αγάπησε και πέθανε εκούσια για χάρη μου.
Με τον νόμο λοιπόν μόνο, η σωτηρία μας είναι
αδύνατη για τον απλούστατο λόγο, ότι είναι ανθρωπίνως αδύνατο η πιστή τήρηση
όλων των διατάξεων του νόμου αλλά και η ξερή παράθεση διατάξεων νομικών, χωρίς
τη ζέση της πίστεως με τη μετατροπή της νομολογίας σε έργα είναι πράξη ανούσια και τελικά άχρηστα. Ήταν
απαραίτητη η σταυρική θυσία του Χριστού του Υιού του Θεού, γιατί έτσι άνοιξε ο
δρόμος της μετάνοιας και της σωτηρίας μας. Η πίστη στον Ιησού Χριστό, είναι
αυτή που σώζει κι όχι η τυπική τήρηση του Νόμου. Πίστη είναι «ελπιζομένων
υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» αναφέρει κάπου αλλού ο Απόστολος
Παύλος (Εβρ. ια΄ 1). Με αυτή την εμπιστοσύνη και υπακοή στον λόγο του Θεού ανοίγουν
νέες δυνατότητες στη ζωή. Η θέληση οπλίζεται με νέα δύναμη και επιμονή, διότι
στηρίζεται στη βεβαιότητα ότι «ουκ αδυνατήσει παρά τώ Θεώ πάν ρήμα». Η χριστιανική πίστη περιέχει μέσα της δύναμη θεϊκή και
φανερώνεται σε κάθε περίσταση της ζωής των χριστιανών, ανάλογα με το μέτρο της
πίστεώς τους. Και γίνονται θαύματα που προκαλούν δέος και έκπληξη γιατί είναι
σημεία της παρουσίας του Θεού. Υπάρχουν
αναρίθμητα παραδείγματα ομολογίας πίστεως να μας παρουσιάσει μέσα
στην πορεία του ο Χριστιανισμός και μάλιστα σε δυσμενείς καταστάσεις και
καθεστώτα τα οποία κάθε τι άλλο παρά ευνοούσαν τις αξίες και τις αρετές του
Χριστιανισμού μέσα στην ζωή των ανθρώπων.
Συμπερασματικά ο Απόστολος Παύλος
θεωρεί υπεράνω του μωσαϊκού νόμου την σταυρική θυσία του Χριστού ως αρχή
πίστεως αλλά και σωτηρίας του ανθρώπου. Έτσι συμβαίνει πάντοτε με τους
αληθινούς χριστιανούς. Βλέποντας τον εσταυρωμένο Ιησού Χριστό αντλούν δύναμη
και έτσι οπλίζονται με πίστη και υπομονή, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν κάθε είδους
πειρασμούς και θλίψεις.
Έχουμε λοιπόν ανάγκη να ζούμε όχι μια τυπική και εξωτερική
θρησκευτικότητα. Όχι μια νόθα κατάσταση, που κρατά τον άνθρωπο σε τύπους
νομικούς και που χάνει την ουσία. Έχουμε ανάγκη την γνήσια Εκκλησιαστική ζωή.
Έχουμε ανάγκη μια αυθεντική πίστη η οποία θα αλλάζει την ζωή μας και θα μας
οδηγεί στη σωτηρία.
Αλλά να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα.
Πιστεύει ο Χριστιανός στο Θεό, όμως δίνει εμπιστοσύνη και στα όνειρα,
στα άστρα, στις προβλέψεις, στους αστρολόγους, στην εύνοια της τύχης. Φτιάχνει
ωραίο εικονοστάσι στο σπίτι, παραλλήλως όμως κρεμάει και ένα πέταλο στην πόρτα,
για «το καλό» του σπιτιού.
Αρρωσταίνει το παιδί του; Πάει στην Εκκλησία, όμως καταφεύγει και στη
ξεματιάστρα! Και αν του πεις κάτι, ότι αυτό δεν είναι σωστό, δεν έχει καμιά
σχέση με τη πίστη, θα απαντήσει ότι ξέρει αυτός και πιστεύει ίσως και καλύτερα
από σένα.
Υπάρχει και η μερίδα αυτών που έχουν μέσα τους αρκετό ζήλο. Αλλά ο
ζήλος αυτός είναι κακής ποιότητος. Η θρησκευτικότητα των φαίνεται ότι συνδέεται
περισσότερο με ξηρούς τύπους παρά με το Χριστό. Έτσι παρουσιάζονται κρούσματα
αφοσιώσεως σε τύπους, χωρίς καμιά ιδιαίτερη σημασία για τη χριστιανική ζωή.
Έτσι δεν είναι καθόλου δύσκολο να δημιουργηθούν πείσματα, αντιδράσεις, σχόλια.
Και εν ονόματι του Θεού και της πίστεως, θολώνεται η αλήθεια, φυγαδεύεται η
αγάπη, υψώνονται φραγμοί και τείχη στις καρδιές των ανθρώπων, και τελικά
συκοφαντούνται, η γνησία πίστη και η ζωή η χριστιανική.
Πάμπολλα τέτοια γεγονότα τα βλέπουμε καθημερινά μπροστά μας. Εξαντλούμε
επί παραδείγματι τη πίστη μας στο μανιώδες άναμμα των κεριών, κόβουμε βόλτες
κατά την ιερότερη στιγμή της θ. λειτουργίας για να ανάψουμε ένα κερί ή ακόμα το
κρατάμε και στο χέρι μας, για να σωθούμε και ρίχνουμε κι ένα βρισίδι αν κάποιος
μας το σβήσει πριν καεί ολόκληρο.
Τα ίδια κι απαράλλακτα και με τα λάδια. Να αδειάσουμε το μπουκάλι μας
στ κανδήλι, έστω κι αν είναι γεμάτο, έστω κι αν λαδώσουμε τα πάντα.
Κόβουμε σχέσεις με την εκκλησία, σταματάμε να εκκλησιαζόμαστε. αν
κάποιος γνωστός μας, κάποιος γείτονας μας τύχει και πεθάνει, τη στιγμή που
οπουδήποτε αλλού πηγαίνουμε. Έτσι λέμε τιμάμε ο νεκρό. Αλίμονο σ’ αυτές τις παρανοήσεις μας. Και το χειρότερο
αν τολμήσει η εκκλησία και στηλιτεύσει μια τέτοια αιρετική τακτική, παίρνεις
την απάντηση, «οι παπάδες να κοιτάνε τη δουλειά τους».
Πάμε στην εκκλησία, μα για να παρατηρήσουμε τον καθένα, να τον
σχολιάσουμε, να τον κατακρίνουμε, να μιλάμε, να θορυβούμε.
Τρέχουμε στα πανηγύρια, μα θέλουμε να ξέρουμε αν θα υπάρχει και
φαγητό, για να ορμήσουμε να πάρουμε πρώτοι και όσο περισσότερο μπορέσουμε, τη
στιγμή που το αντίδωρο τα αγνοούμε.
Και να ’ταν μόνο αυτά;
Και όμως, πρέπει χωρίς αναβολή να διορθωθεί το κακό. Είναι έγκλημα και
αμαρτία να αφήνουμε τα ζιζάνια, τις πλάνες, τι προλήψεις, τις δεισιδαιμονίες,
τους φανατισμούς, να δηλητηριάζουν τη ζωή μας. Πρέπει να ακούσουμε, να μάθουμε,
να πιστέψουμε. Η Ορθόδοξη πίστη είναι μεγαλειώδης και κρυστάλλινη. Η γνήσια
χριστιανική ζωή είναι αγάπη, φως, δύναμη, πολιτισμός και δημιουργία. Πότε άραγε
θα τα αποκτήσουμε; Όταν γίνει αυτό, τότε μόνο θα σωθούμε.