Σάββατο 9 Μαΐου 2020

ΟΙ ΔΥΟ ΦΩΝΕΣ

Σχετική εικόναΔυο εκ διαμέτρου αντίθετες φωνές αντηχούν στ’ αυτιά μας, αγαπητοί χριστιανοί, τις μέρες αυτές.
Η μια είναι η γεμάτη αισιοδοξία, θάρρος και χαρά, αναστάσιμη ιαχή:
«Αναστάσεως ημέρα, και λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει, και αλλήλους περιπτυξώμεθα, Είπωμεν αδελφοί, και τοις μισούσιν ημάς, Συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει, και ούτω βοήσωμεν, Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας, και τοις εν τοις μνήμασι, ζωήν χαρισάμενος».
Η άλλη η γεμάτη απαισιοδοξία, απογοήτευση και σπαραγμό, πένθιμη κραυγή του παραλύτου της σημερινής ευαγγελικής περικοπής.
          «Άνθρωπον ουκ έχω…».
          Η σπαρακτική κραυγή του ανθρώπου, που επί τριάντα οκτώ χρόνια βρισκόταν κατάκοιτος σε μια από τις στοές της κολυμβήθρας, -δεξαμενής- του Σιλωάμ.
Ένας παράλυτος τριανταοκτώ χρόνια φωνάζει: Βοή­θεια! Κανένας δεν τον ακούει. Η φωνή του πέφτει στο κενό. Ό καθένας κοιτάζει τη βολή του… Τόσοι και τόσοι περνούσαν μα όλοι τον προσπερνούσαν. Τι κι αν κραύγαζε ζητώντας βοήθεια; Η φωνή του πνιγόταν στη βιασύνη όλων αυτών που σχεδόν συνωστίζονταν δίπλα του μα όμως μόνο τη δουλειά τους κοίταζαν.
Και ο άνθρωπος του σημερινού Ευαγγελίου, ζούσε το  δι­πλό του δράμα. Όχι μόνο της παράλυσης μα και της εγκατάλειψης . Γνωστοί, φίλοι, συγγενείς, οι πάντες, τον είχαν εγ­καταλείψει!  Γι' αυτό, στην ερώτηση του Ιησού «θέλεις υγιής γενέσθαι», η απάντηση αντί οτιδήποτε άλλου ήτανε: «Κύριε άνθρωπον ουκ έχω…». Δεν έχω άνθρωπο για να με βοηθήσει. Φωνάζω: Βοήθεια, κανείς δε μ’  ακούει.
 «Κύριε άνθρωπον ουκ έχω…»
Αυτή είναι, αγαπητοί Χριστιανοί η δραματική φωνή του ανθρώπου σε όλους τους αιώνες και το ιδιαιτέρως σήμα κατατεθέν της εποχής μας. Φωνάζει βοή­θεια, ο άνθρωπος και ο ήχος πέφτει στο κενό. Παρά την πρόοδο, παρά τις πολυσύχναστες πόλεις, παρά τις καταπληκτικές επιστημονικές προόδους, ο άνθρωπος μένει μόνος, μένει αβοήθητος. Ό καθένας μας ζει μόνο για τον εαυτό του. Απομονωμένοι και διασπασμένοι από το σύνολο των ανθρώπων, ζούμε μέσα σε μια απέραντη εγωκεντρική μοναξιά. Συστεγαζόμαστε και συνεργαζόμαστε. Αγκαλιαζόμαστε και διασκεδάζουμε.  Τρέχουμε μαζί στις γιορτές και στα πανηγύρια. Χορεύουμε και τραγουδάμε. Ζούμε και κινούμαστε πάντα στην πολυκοσμία. Τίποτε όμως το ουσιαστικό. Η ερημιά και η μοναξιά βασιλεύουν γύρω μας κι ας συνωστιζόμαστε στους δρόμους, στα μέσα συγκοινωνίας, ακόμα, ακόμα και μέσα στις εκκλησίες. Χιλιάδες και μυριάδες άνθρωποι δίπλα μας προσπερνούν βιαστικά χωρίς καμιά διάθεση επικοινωνίας, ούτε καν για ένα χαιρετισμό. Δίχως ένα βλέμμα, χωρίς ένα χαμόγελο. Όλα συμβατικά, επιφανειακά, χωρίς ειλικρίνεια, χωρίς αν­θρωπιά.
Και ό άνθρωπος, για να σπάσει την απομόνωση του, ψάχνει σε  υποκατάστατα. Τρέχει δεξιά κι αρι­στερά, για να μην τρελαθεί. Τρέχει στα ναρκωτικά, στοιβάζεται στα ποικιλώνυμα κέντρα και προσπαθεί μέσα στον εκκωφαντικό θόρυβο της νύχτας να σπάσει τη μοναξιά του. Προσπαθεί μέσα από διάφορες, ύποπτες και παραπλανητικές οργανώσεις. Ψάχνει σε νεοφερμένες ανατολικής προέλευσης ιδεολογίες, στη γιόγκα και στις εναλλακτικές θεραπείες ακόμα και στη μαγεία στο σατανισμό να βρει μια ισορροπία στον εαυτό του. Ψάχνει… ψάχνει… ψάχνει και λύση, δε βρίσκει. Γι'  αυτό και φωνάζει συνέχεια; Βοήθεια! «Άνθρωπο ουκ έχω».
Ζητείται, λοιπόν, άνθρωπος. Ζητείται βοήθεια.
Είναι σαν το Διογένη που γύριζε μέρα μεσημέρι με το φανάρι μέσα στον κόσμο, την πολυκοσμία και φώναζε «άνθρωπον ζητώ!».
Και όμως, δεν είναι μόνο έτσι τα πράγματα. Δεν υπάρχει μόνο το μαύρο, μόνο το σκοτάδι. Υπάρχει και το φως. Μόνο που πρέπει ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας για να το δούμε. Να δούμε τον εαυτό μας κάτω απ’ αυτό το φως, να δούμε το ξεστράτισμα μας, να δούμε πως πουθενά δεν μας βγάζει ο δρόμος που τραβάμε!  Να ξεκόψουμε απ’ τα εφήμερα και τα παροδικά, αυτό το ναρκισσισμό μας,  και να στρέψουμε την προσοχή μας στο αιώνιο και το διαρκές.
Μας γράφει ο φωτισμένος θεολόγος του 20ου αιώνα μακαριστός π. Αλέξανδρος Σμέμαν.
«…Σ' αυτή λοιπόν τη συγκεκριμένη ευαγγελική ιστο­ρία, τι είναι αιώνιο και διαρκές; Στο κέντρο της βρί­σκονται σαφώς τα λόγια του παραλύτου προς το Χριστό, "άνθρωπον ουκ έχω". Αυτή είναι στ' αλήθεια ή κραυγή του ανθρώπου πού φτάνει στο σημείο να γνωρίσει την τρομακτική δύναμη του ανθρώπινου εγωισμού και ναρκισσισμού. Ο καθένας για τον ε­αυτό του. Ψάχνοντας για το νούμερο ένα. Όλοι αυ­τοί, όλο αυτό το πλήθος των τυφλών, αρρώστων, παραλύτων, των "εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν", πού μ' άλλα λόγια περιμένουν για βοήθεια, φροντίδα, θεραπεία, παρηγοριά. Ό καθένας όμως περιμένει μόνος του. για τον εαυτό του. Και όταν τα νερά ταράσσονται, όλοι σπρώχνονται ξεχνώντας ό ένας τον άλλο... Από την άποψη του ευαγγελίου, αυτή ή "κολυμβήθρα" είναι φυσικά μια εικόνα του κόσμου, μια εικόνα της ανθρώπινης κοινωνίας, ένα σύμβολο της ίδιας της οργάνωσης της ανθρώπινης συνείδησης…
…Μας λένε πώς έτσι δουλεύει ο κόσμος, τι μπορείς να κάνεις; Αυτή όμως είναι πράγματι η έ­σχατη, αντικειμενική και επιστημονική αλήθεια για το πρόσωπο και την ανθρώπινη ζωή; 
…Δεν αισθανόμαστε πλέον, έστω και ασυνείδητα, ασφυξία σ' έναν κόσμο πνιγμένο στο παμφάγο εγώ. Έχουμε τόσο συνηθίσει στο αίμα. στο μίσος, στη βία, και τουλάχιστον στην αδιαφορία…».
Και όμως αδελφοί μου!
Ο Ιησούς μόλις πλησίασε το μοναχικό και εγκαταλελειμμένο άνθρωπο, η πρώτη κουβέντα που έκανε μαζί του ήτανε: «Θέλεις υγιείς γενέσθαι;» .
Τι σημαίνει αυτό; Ο Ιησούς και τότε και τώρα, ιδιαίτερα τώρα, είναι σε αγωνία. Ακούει τη κραυγή του σπαραγμού μας. Αισθάνεται τη μοναξιά του κάθε παραλυτικού και προσφέρεται στην ανάγκη του. Ο Χριστός γίνεται παρών μες από τον καθέναν μας, γίνεται ο άνθρωπος μας. Είναι αγάπη, η συμπόνια, η φροντίδα.
Το ευαγγέλιο μας λέει επίσης πώς αυτή η καινούρια και αυθεντική ανθρώπινη ζωή, μας έχει αποκαλυφθεί, μας έχει έρθει "εν Χριστώ".  Αυτός πού έρχεται στον μοναχικό και χρονίως πάσχοντα παράλυτο δεν είναι ξένος, αλλά "δικός του". Έρχεται για να αναλάβει και να κάνει δικά Του τα βάσανα του, να κάνει τη ζωή του δική Του, να βοηθήσει και να θεραπεύσει.
Ο Χριστός γίνεται παρών μέσα από τον καθέναν που ήδη τον έχει ντυθεί μέσα από τοι βάπτισμα και την ενσωμάτωσή του στην Εκκλησία. «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε Χριστόν ενεδύσασθε». Τότε κυκλοφορώντας στους δρόμους της ζωής αφουγκραζόμαστε την κάθε κραυγή που εκπέμπουν τα χείλη του ανθρώπου και στεκόμαστε δίπλα του.
«Θέλεις υγιής γενέσθαι;» Είναι η ερώτηση που δεν α­νήκει σε κάποιον πού επιδιώκει να υποχρεώσει, να πείσει ή να υποτάξει άλλους. Είναι ερώτηση της γνήσιας αγάπης και του γνήσιου ενδιαφέρο­ντος. Μόνο που απαιτείται να συντρίβουν οι τρομεροί τοίχοι του εγωκεντρισμού. και να αποχτηθεί εκείνη η αγάπη η οποία σύμφωνα με τα λόγια του αποστόλου Παύλου "εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών", η αγάπη που γεμίζει και φουσκώνει τις καρδιές μας. Αυτή είναι η αιώνια εντολή του Χριστιανισμού και το περιεχόμενο ολόκληρου του ευαγγελίου και όλης της πίστης μας. Είναι η καινή, η εκ τάφου, αναστάσιμη εντολή.
Υπάρχει λοιπόν και η άλλη φωνή. Την είπαμε στην αρχή. Είναι η φωνή η γεμάτη αισιοδοξία, θάρρος και χαρά, η αναστάσιμη φωνή:
«Αναστάσεως ημέρα, και λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει, και αλλήλους περιπτυξώμεθα, Είπωμεν αδελφοί, και τοις μισούσιν ημάς, Συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει, και ούτω βοήσωμεν, Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας, και τοις εν τοις μνήμασι, ζωήν χαρισάμενος».
Τούτη τη φωνή τούτη την έχουμε όλοι ανάγκη!