Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2017

Κυριακή ΙΔ Λουκά





«Ιησού Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με», φώναξε ο τυφλός της Ιεριχούς.
Ο κόσμος που συνόδευε και ακολουθούσε τον Χριστόν, του είπαν να σωπάσει, να μη φωνάζει. Αλλά αυτός εκραύγαζε ακόμα πιο πολύ και ακόμα πιο δυνατά «Ιησού Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Και ο φιλάνθρωπος Κύριος που αγαπά και αρέσκεται πολύ στο να ακούει το όνομά Του, και μάλιστα όταν Τον επικαλούνται με όλη τους, με όλη τους την καρδιά, στάθηκε και είπε να φέρουν μπροστά Του αυτόν που τον φώναζε ως «Υιόν Δαβίδ».
Όταν πλησίασε τον ρώτησε, «Τι θέλεις να σου κάμω;»
Η απάντησις του τυφλού: «Κύριε ίνα αναβλέψω». Και ο Θεάνθρωπος Κύριος με ένα Του λόγο, λέγοντάς του δηλαδή «Ανάβλεψον», έκαμε το θαύμα. Έδωσε στον τυφλό το φως του, και πρόσθεσε «Η πίστις σου σέσωκέ σε».
Και ο τυφλός που είδε παραχρήμα, δηλαδή αμέσως, δόξασε τον Θεόν και ακολούθησε μαζί με το πλήθος του λαού τον Χριστό. Αυτήν την σωτήρια κραυγή, την συναντάμε πολλές φορές στην Αγία Γραφή. Τη φώναξε μάλιστα και μια ειδωλολάτρισσα, η Χαναναία, και πρόσθεσε στο «ελέησόν με» ότι «η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται». «Εμένα να ελεήσεις Ιησού, Υιέ Δαβίδ, εμένα, γιατί το παιδί μου είναι δαιμονισμένο. Εγώ είμαι η αιτία για το μεγάλο κακό που συνέβη στο παιδί μου. Εγώ φταίω για το δαιμόνιο που μπήκε μέσα του και δαιμονίστηκε. Αν ελεήσεις εμένα, θα ελεηθεί και το παιδί μου. Εάν με λυπηθείς και θεραπεύσεις τον πόνο μου, θα θεραπευθεί και το παιδί μου». Μας λένε και μας συστήνουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ότι θα πρέπει πολύ να μας προβληματίσουν τα λόγια αυτά της Χαναναίας, της ειδωλολάτρισσας αυτής μάνας, της οποίας η πίστις ήτο πολύ μεγάλη. Και ερωτώ: Μήπως από τα πολλά κακά που συμβαίνουν στα παιδιά μας, όπως αναποδιές, κακοτυχίες, δυστυχήματα, δαιμονοκρατίες και χίλιες δυο άλλες γρουσουζιές, μήπως αυτές και όλα αυτά οφείλονται στις δικές μας αμαρτίες; Μήπως οφείλονται στις αμαρτίες των γονέων, οι οποίοι ξεστομίζουν κάθε μέρα κατάρες, διαβολοστέλνουν, αναθεματίζουν, ή βρίζουν τα θεία καθημερινώς, - χώρια οι εκτρώσεις που γίνονται η μία πίσω από την άλλη.
Εμείς φταίμε για όλα. Εμείς αμαρτάνομε χωρίς ντροπή. Εμείς είμεθα μακριά από τον Θεόν, την Εκκλησία Του και τα Άγια σωστικά μυστήριά Της. Εμείς δεν προσευχόμεθα όπως πρέπει. Και αν καμιά φορά κάνομε καμιά προσευχή, την κάνομε χωρίς καρδιά και χωρίς αγάπη. «Ιησού Υιέ Δαβίδ» φώναξε ο τυφλός και μόλις άνοιξαν τα μάτια του, ποιόν είδε μπροστά του; Τον Χριστόν είδε! Το φώς είδε! Την αλήθεια είδε! Τον Θεόν είδε! Είδε τον Σωτήρα του, που είναι το φώς το αληθινόν, το φως του κόσμου. Άρα βγαίνει το συμπέρασμα ότι πρέπει και μείς να φωνάζουμε και να επικαλούμεθα το Πανάγιον όνομά Του, πολύ συχνά, γιατί και μείς είμεθα ψυχικά τυφλοί από τις πολλές μας καθημερινές αμαρτίες. Ας το φωνάζουμε λοιπόν, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», για να μας ελεήσει. Ας το φωνάζουμε για να μας αποτυφλώσει από την τύφλα της ψυχής μας. Ας Τον φωνάζουμε για να σκορπίσει και να διαλύσει τα σκοτάδια από τον σκοτισμένο μας νου. Ας Τον φωνάζουμε για να μας ελευθερώσει από την τυραννία των παθών μας αδελφοί μου.
Και όταν ανοίξουν τα μάτια της ψυχής μας, τότε θα δούμε και μείς, το φως το αληθινόν. Και τότε θα δοξολογήσουμε και μαζί με την Εκκλησία θα βροντοφωνήσουμε βεβαιωτικά και θριαμβευτικά : «Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον».
Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε και την διαβεβαίωση του Ευαγγελικού λόγου, ότι «ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ή μη εν Πνεύματι Αγίω». Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός μας φωτίζει και μας σπρώχνει για να λέμε αυτό το αίτημα με την ευχούλα «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Και ανάλογα με την προαίρεση που έχουμε, ανάλογα με την διάθεση που έχουμε, τη μικρή ή τη μεγάλη, λέμε ή δε λέμε προσευχή, κάνουμε ή δεν κάνουμε προσευχή. Άμα υποκύψουμε σε ένα πάθος με πλήρη την πνευματικήν μας συγκατάθεση, με ολοκληρωμένη την συγκατάθεση την ψυχοσωματική μας, τότε δεν μπορούμε να κάνουμε προσευχή. Δεν βγαίνει η προσευχή από μέσα μας, διότι το πάθος σκοτίζει το νου, και εμποδίζει να βγάλει την προσευχή της καρδιάς. Βγαίνει η προσευχή, αλλά την λένε μόνον τα χείλη μας, είναι ξερή και άγονη. Είναι άκαρπη σαν την άκαρπη συκιά του Ευαγγελίου. Γι’ αυτό και ζητάμε πρώτα απ’ όλα, να αποκτήσομε τη συναίσθηση της αμαρτωλότητός μας και το βάρος των πτώσεών μας στην αδικία, στην κακία, στην πονηρία, στην κατάκριση, στην ατιμία, στο ψέμα και σε πλήθος άλλων αμαρτημάτων και κακιών. Η συναίσθησις αυτή θα φέρει την αληθινή μετάνοια αφού με την αμαρτία λυπήσαμε το Πνεύμα το Άγιο. Στην αληθινή μετάνοια ενεργοποιείται η πίστις προς την παντοδυναμία και την αγαθότητα του Αγίου Θεού, και τότε η ψυχή μας ψάχνει να βρει τον Σωτήρα της Ιησού Χριστό, για να Τον φωνάξει παρακλητικά «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».
Και όχι μόνον μια φορά, πολλές φορές, αμέτρητες, με δυνατή την πίστη, με συντριβή, και δάκρυα βγαλμένα απ’ την καρδιά. Επειδή όμως χριστιανοί μου είμεθα όλοι μας αμαρτωλοί, και πρώτος εγώ, και μάλιστα περισσότερο απ’ όλους σας είμαι αμαρτωλός, έρχεται ο διάβολος, ο αιώνιος αυτός εχθρός της ψυχής μας και μας πολεμάει με τους λογισμούς, στο να μη φωνάζουμε το όνομα του Ιησού Χριστού, στο να μη λέμε την ευχούλα «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», για να προκαλέσει απόγνωση και απελπισία. Τι μας ψιθυρίζει; - θα σας πω. Μας λέγει λοιπόν μέσα στο νου: «Γιατί λες την ευχή αφού δε βλέπεις από πουθενά ωφέλεια; Γιατί κοπιάζεις τόσο άδικα; Μάταια κουράζεσαι καυμένε! Γεύθηκες; Έχεις γεύσεις πνευματικές; Δεν έχεις! Θεϊκή ευωδία στην όσφρησή σου; Δεν έχεις! Όραση Θεού; Δεν έχεις! Καρπούς στα παιδιά σου και στην οικογένειά σου; Δε βλέπεις! Χαμένος λοιπόν κόπος και καιρός. Άλλωστε αυτός ο τρόπος δεν είναι για σένα που ζεις στο κόσμο και έχεις τόσες μέριμνες τόσες σκοτούρες! Μάταια λοιπόν κοπιάζεις!» Αυτά και άλλα παρόμοια μας ψιθυρίζει ο διάβολος, σπέρνοντας μέσα στην ψυχή μας τα ζιζάνια της αμφιβολίας. Μόνον η δική μας εμμονή στα πάθη εμποδίζει την προσευχή! Παρά ταύτα όμως, παρόλο που εμείς επιμένουμε στα πάθη και στην αμαρτία, ο Θεός και βλέπει και ακούει. Και επειδή «δεν θέλει τον θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν», θα του δώσει του χριστιανού πολλές πολλές ευκαιρίες για να σωθεί. Μόνον να μην πάψει ως ο τυφλός της Ιεριχούς, να φωνάζει και να επικαλείται το όνομά Του. «Ιησού Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με», ή καλύτερα «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». «Ιησού επιστάτα ελέησον ημάς», φώναξαν οι απόστολοι όταν είδαν τον κίνδυνον από το ύψος των κυμάτων της τρικυμισμένης εκείνης λίμνης και εγείροντας τον Κύριο εσώθησαν. Γιατί ο Κύριος εγειρόμενος είπε προς την θάλασσα και τα αγριεμένα κύματα «Σιώπα, πεφίμωσον» και εγένετο γαλήνη μεγάλη. «Ο Θεός μου ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» φώναξε παρακλητικά ο Τελώνης, κτυπώντας το στήθος του με τα χέρια του για να βρεθεί ευθύς αμέσως δικαιωμένος στη Βασιλεία του Θεού.«Μνήσθητί μου Κύριε, όταν έρθεις εν τη Βασιλεία Σου», φώναξε με πίστη και μετάνοια, και ο ληστής πάνω στο σταυρό, για να μπει πρώτος στον Παράδεισο. Ποιος; Ένας ληστής, ένας φονιάς, ένας κακούργος, ένας μεγάλος μεγάλος αμαρτωλός.
Είπαμε αδελφοί μου ότι ο τυφλός της Ιεριχούς, μόλις άνοιξαν τα μάτια του το πρώτο πράγμα που αντίκρισε μπροστά του ήταν το θεϊκό πρόσωπο του Κυρίου. Είδε το Σωτήρα του, είδε το Φώς του κόσμου. Το ίδιο συμβαίνει και στα δικά μας μάτια, στα μάτια της ψυχής μας που είναι τυφλά απ’ την αμαρτία. Όταν αυτά ανοίγουν από τη Θεία Χάρη, αποτυφλώνεται ο άνθρωπος στη σωματική του όραση, χωρίς όμως αυτή να τη χάσει, και βλέπει. Τι βλέπει; Δεν ξέρετε. Βλέπει όμως και ορά την παρουσίαν του Αγίου Θεού, που είναι Φώς, Φώς και μόνον Φώς. Φώς ο Θεός, Φώς ο Πατήρ, Φώς ο Υιός, Φως το Πανάγιον Πνεύμα, όλος ο Θεός Φώς. Φώς. Πλημμύρα Θεού Φωτός, μέσα και έξω απ’ τον άνθρωπο. Όλος ο προσευχόμενος χριστιανός γίνεται ένα με το φως, μέσα από το φως βλέπει το Φως του Θεού. Μέσα απ’ αυτό το Θείον Φώς βλέπει ακτίστως το έκτακτο κάλλος, την απροσπέλαστη δηλαδή ομορφιά του Θείου Προσώπου, του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, «ο ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς». Και η ομορφιά αυτή όπως το τονίζει ο δικός μου ο γέροντας, δεν συγκρίνεται λέγει βεβαιωτικά ούτε με μύριους Παραδείσους, από το αμήχανον αυτό κάλλος και από την Θεϊκή άπειρη δόξα του θείου προσώπου του Ιησού Χριστού τρέφονται άγγελοι και αρχάγγελοι, Χερουβείμ και Σεραφείμ και όλες οι υπερουράνιες αόρατες Ασώματες Δυνάμεις. Τρέφονται ακόμα και όλοι οι Άγιοι που θριαμβεύουν σήμερα στην Βασιλεία των Ουρανών. Τρέφονται ακόμα και όσες ψυχές έχουν φύγει ορθοδόξως και προγεύονται τη Βασιλεία του Αγίου Θεού. Απ’ αυτήν θα τρέφονται ακορέστως στους αιώνας των αιώνων και όσοι από μας αξιωθούν και σωθούν.
Η ευχή μου είναι να σωθείτε όλοι σας, μηδενός εξαιρουμένου, άνδρες και γυναίκες, νέοι γέροι και παιδιά, όλοι σας εύχομαι να σωθείτε εν μετανοία. Το επαναλαμβάνω. Όλοι σας εύχομαι να σωθείτε εν μετανοία. Να εύχεστε όμως και σεις όλοι, και να προσεύχεστε γι’ αυτό, για να σωθούμε και ημείς οι λειτουργοί του Υψίστου, οι ποιμένες των λογικών προβάτων, που σήμερα όλως αναξίως καταξιωθήκαμε να παρασταθούμε μπροστά στο επίγειο θυσιαστήριο του Αγίου Θεού, ο πατήρ Καλλίνικος, ο πατήρ Παναγιώτης και εγώ ο ανάξιος. Σας παρακαλώ πολύ να προσεύχεστε για να σωθούμε και μείς μαζί σας,



Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ / «ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗ»

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ «ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗ»
ΣΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΥΡΙΑΚΗ Η ΛΟΥΚΑ  ΚΑΛΟΥ ΣΑμαρειτη
 «Δάσκαλε τι πρέπει να κάνω για να κερδίσω την αιώνια ζωή» ρωτά ένας νομοδιδάσκαλος τον Ιησού. Δόλια βεβαία και δικανική η ερώτηση, χωρίς βάθος και πόθο, ερώτηση παγίδα, εντούτοις ο Ιησούς απαντά.: «Τι γράφει ο νόμος;» Να αγαπήσεις Κύριο το Θεό σου με όλη σου την ύπαρξη και τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου. «Αυτό να κάνεις
«Ένας άνθρωπος από τα Ιεροσόλυμα πηγαίνοντας για την Ιεριχώ, ληστεύεται, κακοποιείται από ληστές που τον εγκαταλείπουν αιμόφυρτο. Σε λίγο περνά ένας Ιερέας ο οποίος αδιαφορεί για τον τραυματισμένο, το ίδιο κάνει και ένας Λευίτης. Ο Σαμαρείτης τέλος που περνά σταματά, περιποιείται τα τραύματα και τον οδηγεί στο πανδοχείο όπου πληρώνει για να περιποιηθούν τον τραυματισμένο από τούς ληστές καί συνεχίζει τον δρόμο του.
Τελειώνοντας την διήγηση ο Ιησούς ρωτά: «Ποιος από τούς τρεις επιτέλεσε το καθήκον του προς το πλησίον;» και ο νομοδιδάσκαλος απαντά «αυτός που τον περιποιήθηκε». Τότε Ιησούς του λέει: «Πήγαινε λοιπόν να κάνεις και συ το ίδιο»
Και πήγε και έκανε έτσι ακριβώς.
Ποιος; Όχι βέβαια ο νομοδιδάσκαλος που έθεσε το ερώτημα, αλλά κάποιος άλλος. Αυτός που διάβασε την παραβολή αυτή του «Καλού Σαμαρείτη», ο Αββάς Αγάθων.
Κάποτε λοιπόν ο Αββάς Αγάθων πήγαινε στη πόλη για να πουλήσει τα εργόχειρα του και έτσι να προμηθευτεί ψωμί για τη συντήρησή του. Κοντά στην αγορά συναντά ένα φτωχό και ανάπηρο γέρο ο οποίος μόλις τον είδε του είπε: « Για άνομα του Θεού, αββά, μη με αφήσεις κι σύ αβοήθητο τον δυστυχή. Πάρε με κοντά σου».
Ο αββάς τον έβαλε να καθίσει δίπλα του και άπλωσε τα καλάθια του. Μόλις πούλησε το πρώτο τον ρώτησε γέρος: «Πόσα λεφτά πήρες αββά;» Τόσα του απάντησε ο όσιος. «Καλά είναι. Δεν μου αγοράζεις όμως μια μικρή πίττα έτσι για να δεις καλό, γιατί έχω να φάω από χθες το βράδυ;». Και ο όσιος του απαντά «μετά χαράς» και του εκπλήρωσε την επιθυμία του.
Σε λίγο του ζήτησε φρούτα, ύστερα γλυκό. Έτσι σε κάθε καλάθι που πουλούσε, ξόδευε τα χρήματα χάριν του φτωχού ανάπηρου. Έδωσε όλα τα καλάθια αλλά και όλα τα χρήματα, χωρίς να μείνει τίποτα για τον εαυτό του. Έτσι θα έμενε μια βδομάδα χωρίς ψωμί. Δεν τον ένοιαζε όμως.
Σε λίγο ετοιμάσθηκε νά φύγει. «Φεύγεις;» του λέει ο ανάπηρος.
«Ναι τελείωσα τη δουλειά μου».
«, τώρα θα κάνεις αγάπη να με πας ως το σταυροδρόμι και από κει φεύγεις για την έρημο» του λέει πάλι. Και τότε ο Αγάθων παρά τη κούρασή του, τον φορτώθηκε στη πλάτη του και τον μετέφερε με πολύ δυσκολία.
Όταν όμως έφθασαν στο σταυροδρόμι και ετοιμάσθηκε να αφήσει κάτω τον ανάπηρο άκουσε μια γλυκιά φωνή να του λέει: «Ευλογημένος να είσαι Αγάθων από το Θεό και στη γη και στον ουρανό». Σήκωσε τα μάτια του να δει τον που του μιλούσε. Ο ανάπηρος είχε γίνει άφαντος. Ήταν ένας άγγελος σταλμένος από το Θεό να δοκιμάσει την αγάπη του.
Αυτά ακριβώς τα στοιχεία περιγράφονται σήμερα στην πολύ γνωστή μας παραβολή του καλού Σαμαρείτη, ο οποίος με τη προσφορά του, έπραξε στο ακέραιο το καθήκον του, δείχνοντας ανθρωπιά στο συνάνθρωπό του. Μια ανθρωπιά, η οποία στην εποχή μας, μέχρι τώρα τουλάχιστον, δεν ήτανε το αυτονόητο και ο συνεκτικός σύνδεσμος στις μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις.
Αδελφοί μου, τα τελευταία πενήντα περίπου χρόνια, εξαιτίας της ευμάρειας και της καλοζωίας  μας  κατά μείζονα λόγο, οι άνθρωποι δεν αντιλαμβανόμαστε, ούτε την ύπαρξη ανθρώπων δίπλα μας, αλλά ούτε και την ανάγκη της ανθρωπιάς. Όλα λειτουργούν σε ένα σύστημα, που ατομικοποιεί και απομονώνει τους ανθρώπους, χωρίς  την ουσιαστική αλληλεπίδραση, χωρίς ανθρωπιά, χωρίς την ύπαρξη διαπροσωπικών σχέσεων.
Ο σύγχρονος πολιτισμός μας, αλλοτριωμένος από σκληρές και ανάλγητες υλιστικές απόψεις, παραδομένος στις ανελέητες διαθέσεις αδηφάγων οικονομικών πλανηταρχών, έχει στερηθεί το πνευματικό του φορτίο, και κατέληξε σ’  αυτή τη μεγάλη και βαθιά κρίση που βρήκαμε μπροστά μας. Και αυτή η κρίση δεν είναι ένα απλό τωρινό σύμπτωμα στο οποίο βρεθήκαμε μία «ωραία πρωία», χωρίς καν να το υποψιαζόμαστε. Είναι ασθένεια που έρχεται μέσα από τα παλιά, από την όλη προηγούμενη ζωή μας, από τον τρόπο και τη διάθεση της ζωής μας, από το ξέκομα από κάθε πνευματική ρίζα, το οποίο και σημάδεψε τη δομή και την ουσία στη ζήση μας και που μας απογύμνωσε από αρχές και αξίες. Άρα η κρίση αν και έρχεται, αν και επιβάλλεται έξωθεν, συντηρείται και θεριεύει με το ραγδαίο υποβιβασμό και την ατονία της πνευματικής μας υπόστασης και αντίστασης. Και καταλήγει ο άνθρωπος να απογυμνώνεται από κάθε ένδυμα κοινωνικότητας και ανθρωπιάς, να μένει άδειος από ό,τι πραγματικά μεγάλο, από ό,τι ωραίο και υψηλό και παράλληλα να οδηγείται στην πνευματική πτώχευση, στην αποξένωση, την απελπισία, τη μοναξιά. Αυτή η μοναξιά του πολιτισμού μας, του πολιτισμού της άθεης ευμάρειας και της ατομοκρατίας είναι και η βαθύτερη υπαρξιακή αίσθηση της μόνωσης και του πόνου. Δημιουργεί στεγανά μεταξύ των συνανθρώπων, απομονώνει σε μια πνευματική φυλακή, προκαλεί ρήγματα στις διαπροσωπικές σχέσεις, καταργεί κάθε σχέση κοινωνικότητας. Είναι και αυτή ένας από τους τελεστές της κρίσης.
Αδελφοί μου!        
Κάτω από αυτές τις σκέψεις μπορούμε να πούμε ότι η κατάσταση,  η κρίση που ζούμε σήμερα μπορεί να έχει και ένα θετικό παράγοντα. Και κρίση όπως βλέπουμε σημαίνει φτώχεια, ανέχεια, ανεργία, αδυναμία εκπλήρωσης και των ελάχιστων αναγκών σου, σημαίνει όλα αυτά που βλέπουμε και μαθαίνουμε καθημερινά.
Αυτή λοιπόν η κρίση έρχεται να ανατρέψει τα δεδομένα της μοναξιάς μας και να μας ξαναφέρει αντιμέτωπους με τη συντροφικότητα. Να μας ξαναθυμίσει την αλληλεγγύη, την ανθρωπιά, την αγάπη.  Έρχεται να μας ξαναβάλει στο δρόμο της θυσίας, της θυσίας όπως την εφάρμοσε και ο Σαμαρείτης της σημερινής παραβολής και ο αββάς Αγάθωνας.
Είναι λοιπόν μια ευκαιρία να ρίξουμε μια ματιά δίπλα μας, ένα βλέμμα στο συνάνθρωπό μας που υποφέρει. Και αυτοί που υποφέρουνε δεν είναι λίγοι. Μαζί με μας υπάρχουνε και άλλοι που υποφέρουνε και μάλιστα πολύ περισσότερο από μας. Σ’ αυτούς, η κρίση μας δίνει μια μεγάλη ευκαιρία να ανοιχτούμε. Να τους αγκαλιάσουμε, να στρέψουμε το βλέμμα μας στο πρόσωπό τους, στη κατάστασή  τους, στο πρόβλημά τους.
Η Εκκλησία, παράλληλα με το λόγο, με τη μετάδοση του λόγου του Ιησού, κάνει και με έργα ό,τι μπορεί. Υπάρχουν φορείς που έχουν διοργανωθεί και προσπαθούν να αντιμετωπίσουν παρόμοια κοινωνικά προβλήματα. Προβλήματα που όσο αυξάνουμε τις ανάγκες μας, τόσο και μεγαλώνουν. Λειτουργεί διάφορα Ιδρύματα, Φιλόπτωχα Ταμεία, κοινωνικά παντοπωλεία και φαρμακεία, βοηθά όσο μπορεί τους ανθρώπους. Μα δεν αρκούν όλα αυτά. Χωρίς τη προσωπική μας κινητοποίηση τη δική μας ενεργοποίηση η αγάπη δεν στεριώνει.
Αδελφοί μου!
Την προσεχή Τετάρτη αρχίζει, συν Θεώ, η τεσσαρακοστή των Χριστουγέννων. Δεν είναι τυχαίο ότι ορίστηκε να διαβάζεται η παραβολή αυτή στην αρχή της περιόδου που μας οδηγεί στα Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα γιορτάζουμε την ενανθρώπηση του Θεού, το γεγονός ότι ο ίδιος ο Θεός πήρε πάνω του την ανθρώπινη φύση πώς έκανε και σήμερα ο καλός Σαμαρείτης.
Έτσι μιλώντας στη παραβολή του Καλού Σαμαρείτη ας κλείσουμε με τον ύμνο της αγάπης. Είναι ο πιο ταιριαστός επίλογος.
Ακόμα κι αν ήξερα να μιλώ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων μα και των αγγέλων, χωρίς όμως να έχω αγάπη, θα είχα γίνει χαλκός που βγάζει σκέτους ήχους ή τύμπανο που δημιουργεί μόνο φασαρία. Kι αν είχα το χάρισμα της προφητείας και κατανοούσα όλα τα μυστήρια και κατείχα όλη τη γνώση, κι αν είχα όλη την πίστη, έτσι που να μετατοπίζω βουνά, χωρίς όμως να έχω αγάπη, θα ήμουν ένα τίποτε. Kι αν ακόμα διάνεμα όλα τα υπάρχοντά μου για να θρέψω τους πεινασμένους, κι αν παρέδιδα το σώμα μου να καεί στη φωτιά, χωρίς όμως να έχω αγάπη, δε θα με είχε ωφελήσει σε τίποτε.
H αγάπη μακροθυμεί, επιζητάει το καλό. H αγάπη δε φθονεί.
H αγάπη δεν καυχησιολογεί, δεν αλαζονεύεται, δε φέρεται άπρεπα, δεν κυνηγάει το δικό της συμφέρον, δεν κυριεύεται από θυμό, δεν κρατά λογαριασμό για το κακό που της κάνουν, δε χαίρεται για την αδικία, αλλά μετέχει στη χαρά για την επικράτηση της αλήθειας. Όλα τα καλύπτει, όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει. H αγάπη ποτέ δεν ξεπέφτει.


Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ


«Νυν δε ώδε παρακαλείται, συ δε οδυνάσαι»  (Λουκ. ιστ' 25)

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΥΡΙΑΚΗ Ε ΛΟΥΚΑΒαρυσήμαντη διδασκαλία για τη ζωή προβάλλει σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί, μέσα από την παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου. Βαρυσήμαντη διδασκαλία για την παρούσα και τη μέλλουσα ζωή που μάλιστα είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους κατά τρόπο αδιάσπαστο και αλληλοεξαρτώμενο.
Διδασκαλία λοιπόν σαφής περί ζωής η οποία παρουσιάζεται σε δύο φάσεις. Η πρώτη είναι η παρούσα ζωή, η οποία είναι διαφορετική για κάθε άνθρωπο, και η διάρκειά της ανομοιόμορφη για όλους. Ανεξάρτητα όμως από τη διάρκεια της ζωής του καθενός, υπάρχει ένα κοινό χαρακτηριστικό. Η παρούσα ζωή είναι προσωρινή, αφού όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν. Όσο μακρόβιος και να είναι ο άνθρωπος δεν υπάρχει περίπτωση να αποφύγει το θάνατο. Κατά τον Απόστολο Παύλο: «απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν» (Εβρ. θ' 27). Κατά συνέπεια, αφού η ζωή, η παρούσα ζωή, είναι προσωρινή, τότε και τα αγαθά της είναι προσωρινά. Κι αυτό σημαίνει ότι η  αξία, η ουσία της ζωής, θα πρέπει να αναζητηθεί αλλού. Θα πρέπει να εντοπισθούν τα σημεία εκείνα που και τον άνθρωπο τον κάνουν πραγματικά ευτυχισμένο, αλλά και θέτουν τις βάσεις, τα θεμέλια, για την ομαλή μετάβαση στη δεύτερη φάση της ζωής τη μετά θάνατο και πέραν του τάφου ζωή. Την αιώνια ζωή.
Η δεύτερη φάση της ζωής, αδελφοί μου, είναι προέκταση της πρώτης. Παρά την διαφορετικότητα στη διάρκεια της κάθε μιας, εν τούτοις, η αλληλοεξάρτησή τους είναι αναμφισβήτητη. Τούτο διαπιστώνεται, τόσο μέσα από τη γενικότερη διδασκαλία του Κυρίου, όσο και μέσα από την παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου που ακούσαμε σήμερα. Η δεύτερη φάση της ζωής είναι αιώνια, όπως αιώνιος είναι και ο Θεός. Παρά όμως την αιωνιότητα, πρέπει να γνωρίζουμε ότι το περιεχόμενο και η ποιότητα αυτής της ζωής διαμορφώνεται ανάλογα με την τρόπο προσέγγισης του ανθρώπου στο Θεό. Είπε ο Κύριος: «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ' ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. ζ' 21). Στη βασιλεία του Θεού δε θα μπει όποιος μου λέει «Κύριε, Κύριε», αλλά όποιος κάνει το θέλημα του ουράνιου Πατέρα μου.
Η πιο πάνω διδασκαλία του Κυρίου επιβεβαιώνεται τόσο μέσα από την έκβαση της παραβολής, όσο και μέσα από την κατηγορηματική δήλωση του Κυρίου: «έχουσι Μωϋσέα και τους Προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών». Έχουν τα λόγια του Μωϋσή και των Προφητών. Ας υπακούσουν σ' αυτά. Και ο μεν Λάζαρος υπάκουσε και με υπομονή σήκωσε το σταυρό του μαρτυρίου, ο δε πλούσιος αυτονομήθηκε απ’ το Θεό και έζησε μόνος του τη ζωή του. Ό πλούσιος κατέστησε κέντρο της ζωής του τα υλικά αγαθά, τα οποία μάλιστα χρησιμοποίησε αποκλειστικά για την ικανοποίηση κάθε ματαιοδοξίας του. Όμως  δεν καταδικάστηκε γιατί ήταν πλούσιος, αλλά γιατί σαν οικονόμος και διαχειριστής αυτών των αγαθών τα σφετερίστηκε, αφού τα χρησιμοποίησε μόνο για τον εαυτό του. Περιφρόνησε τον Θεό που του εμπιστεύτηκε τα αγαθά. Υποτίμησε και περιφρόνησε τον άνθρωπο, που πληγωμένος, στερημένος και ρακένδυτος σερνόταν καθημερινά στο κατώφλι του σπιτιού του ζητιανεύοντας λίγη αγάπη.
Υποτίμησε τον άνθρωπο, που στο πρόσωπο του Λαζάρου υποτίμησε τον κάθε άνθρωπο. Έδειξε ασπλαχνία και αδιαφορία. Μέσα από την προκλητική ζωή και στάση του κατέστη κοινωνικά και ηθικά απαράδεκτος. Γιατί, θεμελίωσε την ευτυχία του πάνω στη δυστυχία των άλλων και μάλιστα ανθρώπων της αρετής όπως ο Λάζαρος. Μια τέτοια συμπεριφορά, πέραν από το ότι είναι σαφώς καταδικαστέα από πλευράς Ευαγγελίου, εγκυμονεί παράλληλα σοβαρούς κινδύνους σε επίπεδο κοινωνικό, οδηγώντας σε εξεγέρσεις και κοινωνικές αναστατώσεις.
Οι επιπτώσεις αυτού του τρόπου ζωής και συμπεριφοράς μακροπρόθεσμα λειτουργούν σε βάρος εκείνου που διαπράττει την αδικία. Και η αντίστροφη μέτρηση αν δεν αρχίσει σε κάποια φάση της παρούσας ζωής σίγουρα θ' αρχίσει από την ώρα του θανάτου που θα είναι πια αισθητή η αποστροφή και η καταδίκη. Με τον τρόπο αυτό αποκαθίσταται και η τάξη που τόσο βάναυσα κακοποιήθηκε από τον πλούσιο της παραβολής.
Η αποκατάσταση της τάξης που παρατηρείται μετά το θάνατο δεν αποτελεί απλά το μέσο ηθικής ικανοποίησης για τον κάθε Λάζαρο που δοκιμάζεται στη ζωή. Αποτελεί πηγή προβληματισμού. Αποτελεί πηγή δύναμης και θάρρους που στις δύσκολες ώρες θα δρουν καταλυτικά ενισχύοντας και παρηγορώντας. Στη σκέψη του ανθρώπου δύο παράγοντες θα .δρουν καταλυτικά. Πρώτον, θα θυμάται τους λόγους του Αποστόλου Παύλου: «Λογίζομαι γαρ ότι ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς» (Ρωμ. η' 18). Πιστεύω πραγματικά πως όσα υποφέρουμε τώρα δεν ισοσταθμίζουν τη δόξα που μας επιφυλάσσει ο θεός στο μέλλον. Δεύτερον, ο τρόπος ζωής και συμπεριφοράς μας θα προδικάσει και το αιώνιο μέλλον του καθενός μας, αφού ο Κύριος «τότε αποδώσει εκάστω κατά την πράξιν αυτού» (Ματθ. ιστ' 27). Τότε θα ανταμείψει τον καθένα ανάλογα με τις πράξεις του.

Αδελφοί μου, όπως για τον πλούσιο κριτήριο της καταδίκης και για τον Λάζαρο κριτήριο της δικαίωσης υπήρξε ο τρόπος της ζωής τους και όχι ο πλούτος ή η φτώχεια αντίστοιχα, έτσι και με τον καθένα μας. O Θεός θα ζητήσει από μας έργα μέσα από τα οποία θα εκφράζεται η ευσέβεια, η λατρεία και η αγάπη προς Αυτόν και παράλληλα θα εκφράζεται η αγάπη προς το συνάνθρωπο. Όπως είπε ο Κύριος «εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι Προφήται κρέμανται» (Ματθ. κβ' 40). Κατά συνέπεια αυτός ο τρόπος ζωής θα είναι κατά πάντα ωφέλιμος για όλους και για όλα. Επειδή, κατά τον Απόστολο Παύλο, «υπόσχεται τη ζωή και την τωρινή και την μελλοντική» (Α' Τιμ. δ. 8). Αυτόν τον πλούτο της ευσέβειας και της αγάπης ας καταστήσουμε σκοπό της ζωής μας.